«Ψαγμένη» παρότρυνση.
Ακούστηκε στο «Εσπέρια», απο ενθουσιώδη τσοντοθεατή, την πάλαι ποτέ καλή εποχή!
«Ψαγμένη» παρότρυνση.
Ακούστηκε στο «Εσπέρια», απο ενθουσιώδη τσοντοθεατή, την πάλαι ποτέ καλή εποχή!
Got a better definition? Add it!
Αραβική (Αιγυπτιακή) παροιμία για τον ξελιγωμένο για γυναικά.
- Ρε τον μαλάκα, πού το βρήκε αυτό το φρόκαλο;
- Αφού ξέρεις ... όποιος δεν είδε «κρέας», είδε το μουνί της μάνας του και τρελάθηκε!
Got a better definition? Add it!
Ατάκα εποχής, δανεισμένη απο την γνωστή διαφήμηση του ΒΟΚΤΑΣ.
Ο Λάκης βλέποντας τον φίλο του να έχει καρφωθεί στη ξαπλωμένη μπρούμυτα μουνάρα στη πλαζ, του πετάει την ατάκα:
- Αυτός ο κώλος που κοιτάς, είναι θρεμμένος με «Βοκτάς»...
... και γίνεται ο χαμός (γιατί το άκουσαν κι οι διπλανοί που απολάμβαναν το ίδιο θέαμα).
... (η μουνάρα συνεχίζει ακάθεκτη την ηλιοθεραπεία).
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για γυναίκα που πάσχει από ξήρανση κόλπου, δεν παράγει δηλαδή το απαραίτητο για την ερωτική της τέρψη και γ-καύλα μουνόγαλα. Δεν μπορεί καν να ξεροχύσει, καθώς η σεξουαλική επαφή καθίσταται ιδιαίτερα επίπονη.
Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες από λειψυδρομούνες:
Τα ανυδρόμουνα αυτά δεν στερούνται λιμπίντο και αντιμετωπίζουν το πρόβλημα επιτυχώς με την εξωγενή χορήγηση λιπαντικών ουσιών ή, σε περίπτωση εκτάκτου ανάγκης, σάλιου.
Οι στεγνομούνες αυτές επιλέγουν για λόγους θρησκευτικούς, ιδεολογικούς, ή και απλώς ξινομουνίασης να παρεμείνουν εσαεί αραχνομούνες. Τα μουνιά τους καταντούν ρημαδιακές νεκρές φύσεις που προκαλούν μηδενικές στύσεις και δεν αξίζουν καν να τα φτύσεις γιατί το σάλιο σου θα σπαταλήσεις.
Εκ των «λειψυδρία» και μουνί.
Hank: - Τι να σου πω σε Λάουρα! Έφτυσα αίμα να πηδήσω το Λίλιαν και τελικά μου βγήκε λειψυδρομούνα!
Λάουρα: - Ρε μαλάκα, το ξερομούνι στο σεξ δεν συνεπάγεται ντε και καλά ότι η κοπέλα είναι λειψυδρομούνα!
Hank: - Μα τι λες, το Λίλιαν είναι σκέτo μουνί-ξηρογραφία!
Λάουρα: - Εγώ άλλα άκουσα από τον Vrastaman! Μπορεί απλώς να μην της κάνεις κούκου ρε αδελφέ! Δεν ξέρεις ότι παρακαλετό μουνί σημαίνει ξινό γαμήσι; Έλα, κερνάω Vin Sec de Château Μουνjί!
Got a better definition? Add it!
Ο Πανγαμάτωρ είναι ο άνδρας ο οποίοις συνουσιάζεται ή ευβρίσκεται εις συνουσιαστικήν διάθεσην καθόλην την διάρκεια της ημερός!
Θέλγεται από όλα τα θηλυκά και η ερωτική του ζωή είναι... γαργαλιστική έως πικάντικη! Εύχρηστη δε η λέξη εις την φράση: «Ο Πανγαμάτωρ Χρόνης», εις την περίπτωση κατά την οποία γιγνώσκετε κάποιον ονόματι Χρόνη ή απλά ως λογοπαίγνιο!
Φιλήμον: «Α κοίταξον, ο Άδωνις!»
Σαρπηδόνας: «Αχ ναι, ο Άδωνις! Γνωστός και ως: ο Παναγαμάτωρ Χρόνης!»
Φιλήμον: «Αχχ και πότε θα έχομεν την ευφροσύνη να... περάσει και από μας! Αχχχ...!»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ένας πιο επίσημος, ιστορικοφανής, επιστημονικοφανής τρόπος να πεις οθωμανικό σεξ, δηλαδή πρωκτικό. Μάλλον οι Τούρκοι απένειμαν το δίκαιο δια αυτής της οδού, κατά το όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει πούλος.
- Πώς πήγε η Χρυσάνθη στις εξετάσεις Νομικής;
- 4 στο Εμπορικό Δίκαιο, 3 στο Ναυτικό Δίκαιο, 2 στο Οικογενειακό Δίκαιο...
- Καλά, και το πτυχίο πώς το πήρε;
- Αρίστευσε στο Οθωμανικό Δίκαιο!...
Πρωκτικό σεξ: από πίσω, γάμα σούφρα, οθωμανικό, οθωμανικό δίκαιο, πουτσοκώλι, πρωκτηδόν.
Got a better definition? Add it!
Όπως παρατήρησε ο acg, το λήμμα «τσιμπουκώνω» είναι το πλέον θεμελιώδες που λείπει απ' το slang.gr και γι' αυτό, αλλά και για να γιορτάσω τα 10.000 λήμματα του σάιτ μας, και για να αποτινάξω την υποψία ότι είμαι Σλανγκοφοριάζουσα αποφάσισα να κάνω έναν κατάλογο των συνωνύμων του τσιμπουκώνω, κατά το πρότυπο παρόμοιων λιστώνε που είναι της μοδός. Το πρώτο πρόσωπο στα παρακάτω είναι καθαρά γραμματικό, για να μην παρεξηγούμαστε...
Ακόμη δεν καταλάβατε τι είναι το τσιμπουκώνω;;;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κατά Ρωμαίους συγγραφείς, όπως ο Οράτιος, ο Φελλάτιος είναι ο πεοθηλαστής, σύμφωνα με την λατινική επίσημη ονομασία του όρου fellatio. Όρος του Γιώργου Μητσικώστα.
- Την βγάζει την δημηγορία ο ρήτωρ Φελλάτιος.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χώρα γειτονική του Τσιμπουκιστάν.
Ο Πιερ είναι μεν από την Ακτή Ελεφαντοστού, αλλά έχει ρίζες και από το Τσιμπουκτού.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το αρσενικό ισοδύναμο και το alter ego του ψωλοδιώχτη. Ο που τον έχει, θέλει και δεν μπορεί. Έχει κάτι που διώχνει από παστάκι μέχρι γριέντζω.
Βρε δεν πα να πέσει σε μουνοθύελλα ή και σε μουνόλακκο ακόμα, τα αντίστοιχα πουτσορανταροκύτταρα στον εγκέφαλο των θηλυκών βαράνε κόκκινο συναγερμό άμα τη εμφανίσει του.
Εντάξει, αν είσαι μπίχλας ή μπιχλάντεν τον έχεις απ' τα αποδυτήρια. Αν πάλι βγάλεις τη φήμη του φαρμακόπουτσου, τότε σίγουρα βάζεις μουνοδιώχτη στον πούτσο σου.
Αλλά εδώ λέμε ότι μπορεί και να έχεις στήσει όλες τις γκομενοπαγίδες, και να μην πέφτει καμιά μέσα, ούτε καν μια πατσούρα, λόγω αυτού του κάτι, του αόρατου μουνοδιώχτη.
«Τι 'ν' αυτό που το λεν μουνοδιώχτη, τι 'ν' αυτό;»
-Ε ρεεεε... πολλά μουνιά τριγύρω μας, στον πούτσο μας κανένα! Τι στον πούτσο; Τον μουνοδιώχτη έχουμε;
- Μπιρμπίλη μου, για αγάμητο σε κόβω τελευταία!
- Γάμησέ τα κι άφησέ τα Ντερβίση μου. Πρέπει να απέκτησα μουνοδιώχτη και δεν ξέρω πως.
- Βρε μαλάκα μπιχλάντεν, άντε κάνε κάνα μπάνιο να φύγουν τα δέκα κιλά μουνοδιώχτη που έχουν πετσιάσει πάνω σου.
Συνώνυμο: γκομενοδιώχτης.
Got a better definition? Add it!