Ερίζω για γκέι τεκνό.
- Βρε, σταματήστε να γκερίζετε για τον μικρό.
- Αυτός άρχισε, πήγε να μου τον πάρει μέσα απ' τα πόδια!
Ερίζω για γκέι τεκνό.
- Βρε, σταματήστε να γκερίζετε για τον μικρό.
- Αυτός άρχισε, πήγε να μου τον πάρει μέσα απ' τα πόδια!
Got a better definition? Add it!
Η ηλικιακή ωρίμανση του θηλυκού έχει ως φυσικό επακόλουθο μεταπτώσεις στη σεξουαλική του δραστηριότητα με αποτέλεσμα το αιδοίο/ψωλότσεπη να περνά από το στάδιο της διαρκούς εισροής σε αυτό της πλήρους αχρηστίας.
Σε αυτό το τελικό στάδιο η γυναίκα κάτοχος του συγκεκριμένου μαραμένου αιδοίου απόκτα και επίσημα τον τίτλο της μαραμούνας.
Στάδια:
α) 17-30: ανοίξαμε και σας περιμένουμε
β) 31-40: ζητιάνα της πούτσας
γ) 41-... : μαραμούνα
Υπάρχουν, βέβαια, και οι φωτεινές εξαιρέσεις σε όλα τα στάδια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η καπότα. Προκύπτει αφαιρώντας το πρόθεμα τσι- από τις τρεις συλλαβές της λέξης. Η προσθήκη τους έγινε για να καμουφλάρουμε τη συγκεκριμένη λέξη (με ό,τι αυτή υποσημαίνει για τις σχέσεις των ομιλούντων προσώπων) από αδιάκριτα ώτα.
(διάλογος στο τηλέφωνο)
- Λίλιαν, θα έρθεις σπίτι μου να το κάνουμε;
- Θα έρθω, Πάρη μου.
- Θα μου κάνεις και ισπανικό;
- Και ισπανικό, Πάρη μου.
- Και σπαγγάτο; Ιταλική βιόλα; Γερμανική τανάλια;
- Και βέβαια, Πάρη μου.
- Και Γαλλικό μπουζόκλειδο;
- Ωχ, έρχεται η μάνα μου.
- Φέρε και τσικά τσιπό τσιτές! (κλείνει το ακουστικό)
Δες κορακίστικα.
Got a better definition? Add it!
Πρόκειται για την ετήσια ποσότητα αιδοιοφόρων που αλληλεπίδρασαν με την κάτω κεφαλή ενός ατόμου.
-στάνταρ, τσιμπούκ λουκούμ,πισωκολλητό κ.α.
Στελέχη του υπουργείου οικονομικών εξετάζουν τη θεσμοθέτηση του εν λόγω εισοδήματος στη φορολογική δήλωση.
- Και το κάτω κεφαλήν εισόδημα οκ;
- Γάμησέ τα, χειρότερα κι απ' το κανονικό....
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κάποιες κλασσικές περιπτώσεις στις οποίες συναντάται ο όρος, αναφέρονται στη συνέχεια.
2) Μιλάμε για ψωλοπερήφανο, που έχει... την αντίληψη για τις σεξουαλικές επιδόσεις του, που θεωρεί πως είναι μηχανή επαγγελματικών προδιαγραφών. Μιλάμε για κάποιον, που θεωρεί πως, λόγω των πολλών του σεξουαλικών επαφών και της εμπειρίας του, έχει την... τεχνική, τον... χρόνο ξεπετάγματος, τον... πηδάριθμο.
Ωστόσο μπορεί κάποτε να 'ταν κάααπως έτσι τα πράγματα, ενώ τώρα, γέρος γαρ, μπορεί να έχει βγει εκτός εγγύησης, αλλά μα τις χίλιες καπότες, δεν θέλει να το πιστέψει. Θυμάται τις παλιές καλές μέρες και δεν προσαρμόζεται στο στάνταρντ στάτους. Οι αντοχές έχουν πέσει, η μηχανή του ετοιμάζεται για επισκευή και πέταμα, το ντουφέκι έχει σκουριάσει και μοιάζει με νεροπίστολο, αλλά... αυτός το βλέπει... πίτα του παππού. Κάποτε...μπορεί να 'χε μηχανή μ΄αρχίδια, αλλά... τώρα έχει αρχίδια μηχάνημα.
Η Νάταλι, που μοιάζει να τα έχει όλα: ομορφιά, λάμψη, ένα σίριαλ στην κορυφή της τηλεθέασης κι έναν πλούσιο αρραβωνιαστικό που είναι κινούμενη μηχανή του σεξ.
Δες
- Ειμαι 73 και ειμαι ακομα στις επαλξεις (στις πουτανες)!
- Ειμαι μηχανη του σεξ!
- Εχω παει με τη μεγαλυτερη ποικιλια γυναικων!
Δες
Η γυναίκα είναι άνθρωπος, δεν είναι αντικείμενο-μηχανή του σεξ.
Δες
Got a better definition? Add it!
Κατά το εσπρέσο λούγκο, το φραπέ μεταξύ ευφραπούστηδων γκέι.
Τον κερνάει τον εσπρέσο λούγκρο ο Πέρι!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για σύμφυρση του μουνιού με το μανάρι. Μουνάρι είναι η ευσύνοπτη και γι' αυτό αναλώσιμη μουνίτσα, το μουναρδέλι. Όχι όμως με την παιγνιώδη και τσαχπινογαργαλιάρικη διάθεση που μεταδίδουν οι παραπάνω όροι.
Η λέξη «μουνάρι» με τη λαϊκότητά της ενέχει σοβαρότητα και περιγράφει το μουνί ως διακύβευμα: απηχεί το πώς γίνεται αντιληπτή μια ευγαμήσιμη γκόμενα στα μάτια ενός Α.Ε.Λ.Π.Α. - ως φορέας του αιδοίου, αντικείμενου πόθου αλλά και μίσους.
Επειδή ακριβώς είναι μάλλον ιδιόλεκτος των μη εκλεκτικών ως προς το μουνί, γραμματικά ο όρος είναι σχεδόν ελλειπτικός, απαντά κυρίως στον πληθυντικό: τα μουνάρια.
- Έρχομαι Θεσσαλόνικη...
- Καυλώς να 'ρθεις....
- Να σε δώ, να τα πούμε....
- Να σαι καυλά...
- Θα παίξουνε τίποτα μουνάρια;
- Κρατήθηκες λιγάκι πάντως, στο αναγνωρίζω...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νεαρά ελαφρών ηθών, προερχόμενη από το πρώην Ανατολικό μπλοκ. Τυλίγει με μαεστρία το εγχώριο απόθεμα σε άρρενες χάρη στα εξωτερικά χαρίσματα (δηλαδή, φοράει μόνο τα άκρως απαραίτητα) και στον ευχάριστο χαρακτήρα της (δηλαδή, κάνει ό,τι της ζητήσεις στο κρεβάτι χωρίς πολλά-πολλά).
Η μεγάλη απήχηση της Τσόλοβιτς έκανε πολλές ντόπιες ν' ακολουθήσουν το παράδειγμά της, με αποτέλεσμα να επεκταθεί η χρήση του όρου και σε άλλες εθνικότητες.
- Τι έμαθα; Ο παππούς παντρεύτηκε Ρωσίδα;
- Ναι, μία Τσόλοβιτς, και της έγραψε όλα τα χωράφια. Σ' εμάς δεν άφησε τίποτα.
Got a better definition? Add it!
Δυνατή ερωτική ταινία, με εξτρέμ καταστάσεις. Πορνοφωτογραφία.
Από τα τρία Χ (ΧΧΧ) που χρησιμοποιούνται για την σήμανση των ταινιών του είδους.
Να σημειωθεί ότι η πραγματική σήμανση από την Motion Picture Association of America's είναι «Rated-X» αλλά οι τσοντοεταιρίες για διαφημιστικούς λόγους το κάναν «ΧΧΧ» για να ξεχωρίσουν την πραμάτεια τους από τις υπόλοιπες ταινίες «Χ», πχ αυτές που χαρακτηρίζονται έτσι λόγω παρουσίασης βίαιων σκηνών.
Τι μπουρδέλο έχει γίνει το ίντερνετ! Ήμουν χτες με τα παιδιά στο πισί και ξαφνικά ποπάρησε μιά τριχιά φάτσα κάρτα και δεν ήξερα από πού να την κλείσω.
Got a better definition? Add it!
Κατά κύριο λόγο αναφέρεται για μια έφηβη κυρίως, που μόλις έχει ολοκληρωθεί η ανάπτυξή της και πλέον θεωρείται γυναίκα.
(μη συγχέεται με το ευγαμήσιμη)
- Ρε συ την είδες την κόρη της νέας γειτόνισας;... Κουκλί έτσι;
- Πςςςςς... του γάλακτος... αλλά είναι μικρή ακόμα...
- Ναι... είναι κι αυτό...
- Σε κανα 2 χρόνια θα είναι πλέον γαμήσιμη!!!... Και τότε...
για το «ευγαμήσιμη» βλ. και γαμισάμπλ, αξιαγάμητος/-η, φακάμπλ, fuckable.
Got a better definition? Add it!