Selected tags

Further tags

Αποκαλούνται οι πολεμιστές θηλυκού γένους, οι οποίες απαρτίζουν τις σκανδιναβικές θηλυκές ορδές που κατακλείουν τα ελληνικά νησιά το καλοκαίρι, και οι οποίες βρίσκουν τρε καβλωτίκ, τον μαυροτσούκαλο και τριχωτό τύπο του νεοέλληνα.

Βεβαίως πρέπει να δώσουμε τα εύσημα στο σουηδικό σύστημα εκπαίδευσης, που εμποτίζει αυτά τα χαριτωμένα ξανθά κεφάλια (εμάς βέβαια ως φυλή, μας ενδιαφέρει το υπόβαθρο), με την έννοια του φιλελληνισμού. Διότι όλα ξεκινούν από το μυαλό.

- Τι έγινε χθες το βράδυ;
- Προσπάθησα να κρατήσω την εικόνα του έθνους ψηλά, αλλά παραδόθηκα...
- Δηλαδή;
- Αντί να τη ξεζουμίσω εγώ την Πενίλα, με ξεζούμισε αυτή. Μετά το τρίτο, αποκοιμήθηκα, και αυτή συνέχισε μόνη της.
- Γιατί δεν τηλεφώναγες ρεεεε;
- Ρε τσίσια, να βρεις την δικιά σου βίκινγκ ζουλιάρη. Ε, ζουλιάρη. Ζέχνει ο τόπος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο γένους αρσενικού που έχει αποκτήσει καμπούρα από την επαναλαμβανόμενη τέλεση σεξουαλικής πράξης σε χώρο περιορισμένου όγκου. Στο 99% των περιπτώσεων ο χώρος αυτός αποτελεί αυτοκίνητο, συνήθως παλαιάς τεχνολογίας, οικογενειακό συνηθέστερα ή ιδιόκτητο σπανιότερα.

Το προαναφερθέν άτομο τελεί συνήθως υπό την ιδιότητα του φοιτητή ή μη ανεξάρτητου οικονομικά νέου που διαμένει στην οικογενειακή στέγη μαζί με γονείς, αδέρφια, παππούδες σκυλιά, γατιά και κάθε είδους έμψυχα όντα που δυσχεραίνουν την επίτευξη του πρωταρχικού του στόχου, του γαμησιού.

Ο χαρακτηρισμός ελευθέρας βοσκής αναφέρεται στην ικανότητα του κ. να ανιχνεύει, καταδιώκει και καταβροχθίζει την τροφή του εκτός της οικίας του και αναδεικνύει την ανωτερότητά του συγκριτικά με συγγενικά του είδη όπως ο κ. Domesticus και ο κ. Pornobichtus.

Προσοχή!!!: δεν πρέπει να συγχέεται με τον καγκουρογαμόσαυρο, ο οποίος αποτελεί διακριτό γένος.

Βλ. επίσης: κ. pornobichtus, κ. domesticus, κ. phantasioplectus

-Παλικάρι ο Γιάννης, την κατάφερε κι αυτή!
-Του χει βγει η μέση όμως, τον είδες σήμερα;
-Ε πώς να χωρέσει στο 500αρακι κοτζάμ καμπουρογαμόσαυρος ελευθέρας βοσκής!

καμπουρογαμοσαυρος ο ιπτάμενος (από fire, 03/09/09)(από vikar, 20/02/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Διασταύρωση του κοινού ελληνικού καγκουρό και του Καμπουρογαμόσαυρου. Διατηρεί τη χαρακτηριστική καμπούρα του καγκουρό, και έχει ιδιαίτερη κλίση στη παπαρολογία και τη φαντασιοπληξία. Προσπαθεί διαρκώς με φιδιές να πείσει τον καθένα που συναναστρέφεται ότι ανήκει στο είδος του καμπουρογαμόσαυρου, έτσι ώστε να παραπλανήσει για τις ικανότητές του. Γλοιώδης και ενοχλητικός, είναι εύκολα ανιχνεύσιμος. Συγχρωτίζεται μόνο με ομοειδείς του και ενίοτε με καγκουρογκόμενες, πάντοτε για συνολικό χρονικό διάστημα αντιστρόφως ανάλογο της ευφυίας τους (μέχρι να τον πάρουν χαμπάρι δηλαδή).

-Σήμερα θα ψηθεί κατάσταση, είναι καλό το σκηνικό.
-Φα' τη γλώσσα σου γαμώτο ήρθε ο καγκουρογαμόσαυρος και 8α μας πρήξει πάλι με τις παπαριές του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μακρινός συγγενής του καμπουρογαμόσαυρου ελευθέρας βοσκής. Υποδεέστερο και ασθενέστερο είδος, δεν έχει σχεδόν καμία από τις ιδιότητες του ξαδέρφου του. Πηδάει μόνο στο σπίτι (και αν) και η καμπούρα του οφείλεται στο μικρό μήκος του καναπέ και στην έλλειψη καταλληλότερου υποκατάστατου κρεβατιού.

-Για δες τον καμπουρογαμόσαυρο το Σωκράτη!
-Tον καημένο να λες, είναι domesticus...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συγγενικό είδος του κ. ελευθέρας βοσκής. Ξεπεσμένος, αλλοτριωμένος και έχοντας χάσει τις ικανότητες καταδίωξης θηράματος, καταφεύγει πλέον στην εύρεση τροφής επί πληρωμή. Ο κ. Pornobichtus var leoforum ενδημεί στους παράδρομους της λεωφόρου Συγγρού, στη λεωφόρο Αθηνών και στην Ιερά οδό στο ύψος του Βοτανικού. Άλλες ποικιλίες ενδημούν σε διάφορες περιοχές εντός κ εκτός των ελληνικών πόλεων.

Εμφανίζει συγγένεια και με τον καγκουρογαμόσαυρο, σύμφωνα με πρόσφατες μελέτες.

Όλο στη Συγγρού τη βγάζει και μας πουλάει φούμαρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως επί το πλείστον από άντρες, σε περιπτώσεις που βλέπουν ότι κάποιο λιγούρι έχει καρφωθεί στη γκόμενα, ερωμένη, φίλη κλπ. τους. (Προσοχή, το σύζυγος παραλείπεται για ευνόητους λόγους). Άκρως ταπωτική έκφραση που προφανώς αποστομώνει αυτόν που τη δέχτηκε.

Εναλλακτικά χρησιμοποιείται ως «άλλος κοιτάει, άλλος γαμάει».

Ένα παλικάρι μπαίνει με την γκόμενα του. Κάποια στιγμή παρατηρεί ότι ένας τύπος παρατηρεί γεμάτος προσήλωση το κώλο της γκόμενας, με τα σάλια να του τρέχουν ως κάτω. Οπότε και του λέει:

- Τι κοιτάς ρε φίλε;
- Τι κοιτάω;
- Τι κοιτάς ρε, πες!
- Ότι θέλω κοιτάω ρε! Τον κώλο της κοιτάω.
- Εσύ κοιτάς, εγώ γαμάω!

Δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι όλοι οι επιβάτες είχαν σκάσει στα γέλια και ο τύπος ταπώθηκε ως εκεί που δεν παίρνει.

(από electron, 02/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια εκ των πιθανών ανταπαντήσεων στην εκτοξευόμενη απειλή: «Θα σε γαμήσω».

Υποδηλώνει ότι ή ο ανταπαντών έχει γλώσσα μυρμηγκοφάγου, ή ότι αυτός δε μασάει και τελικά καταλήγει να απειλείται ο αρχικώς απειλών.

Άλλες πιθανές ανταπαντήσεις είναι:

Εκτός βέβαια αν ο απειλούμενος είναι πούστης κι άσχημος και αποδεχθεί την πρόταση.

- Αν ξαναπαρκάρεις εδώ θα σε γαμήσω.
- Θα με γαμάς και θα σου γλείφω την πλάτη.
- %$&#«^^#+_~^%#))^@$@$%@%#%$(($...

Επίσης: θα με γαμήσεις με τον κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κωλόμπα που της έκοψαν τον κω, ο κολομπαράς / κωλομπαράς.

Πηγή: Χότζας.

Στα παλιά φλιμπεράδικα κυκλοφορούσαν και λόμπες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που υποδηλώνει ότι μια νεαρή κοπέλα δεν είναι πια παρθένα.

- Αυτή εκεί είναι η ξαδέρφη της κοπέλας μου, αγνό και αμόλυντο κοριτσάκι...
- Τι λες ρε; Πολύ πεταχτούλα τη βρίσκω, σίγουρα έχει κάνει ταμείο!

(από GATZMAN, 03/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κασσάνδρεια προφητική έκφραση, που προοιωνίζει την εκουσία-ακουσία αλλαγή θέσεων μεταξύ αρρένων ομοφύλων συνεύνων, που πλησιάζει με δρασκελιές, κατά τα δημώδη «Αλλάξαμε θέση, μ’ αρέσει-μ’ αρέσει» και το «Άλλαξε ο κολλιές».

Η έκφραση αυτή πλήττει θανάσιμα το κύρος της λαϊκής δοξασίας, σύμφωνα με την οποίαν, ο αρεσκόμενος σε μπαξέδες με λουλούδια, δεν χάνει την αρρενωπότητά του, παρά μάλλον δοκιμάζει απελευθερωμένα το σέξ παντοιοτρόπως, δήθεν για ποικιλία και για χόμπι-χόμπι (βλ. «Τον αράπη και τον πλένεις» με το Βουτσά).

Μάλιστα, γίνεται αναφορά (Ν. Τσιφόρος «Τα παιδιά της πιάτσας» ιστορία «Εκόλ Πολυτεκνίκ» και Η. Πετρόπουλος «Εγχειρίδιο του Καλού Κλέφτη», κεφάλαιο «Ο έρως της κωλοτρυπίδας»), ακόμα και σε άρρενες που υποδύονται περιστασιακά και επ’ ανταλλάγματι το θήλυ, όπως τα παλιά κιοστέκια / κιουτσέκια (τούρκ. kocek), χωρίς να παύουν να κουσουμάρουν (δήθεν αλώβητοι) για ζεϊμπέκια!

Περί ορέξεως, δεν είναι ντης πουτάντουμ βέβαια, αλλά εφιστάται η προσοχή στη λεπτή κόκκινη γραμμή μεταξύ των από πάνω και των από κάτω (τους οποίους οφείλουν να προσέχουν οι πρώτοι κατά τον Θου-Βου).

Σαφής η αναφορά στην επί χρήμασι κωλομπαρδία στο «Από την άκρη της πόλης» του Γιάνναρη, όπου ο πεπειραμένος λομπίσκος προειδοποιεί τον συνάδελφό του, σαν συνεπής επαγγελματίας, να μην αφεθεί στη γλύκα του πάθους και διαβεί το Ρουβήκωνα…

Σχετικές φράσεις:

- Πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα κι ο Γιώργης ο κωλομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα!
- Όποιος βλέπει πλάτη, θα δει και μαξιλάρι (!)

- Τονε βλέπεις το Γιώργο; Μεγάλη λόμπα! Παλιός ποδηλατάς βλέπεις…
- Περσινός κωλομπαράς-φετινός πούστης! Αυτό ξέρω εγώ…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified