Selected tags

Further tags

Ο αυνανισμός, η καλώς εννοούμενη μαλακία, το τρομπάρισμα γενικώς. Ευχάριστη απασχόληση στην οποία επιδίδονται κυρίως ενήλικες, αλλά και άτομα μικρότερης ηλικίας.

Για λόγους τους οποίους δεν γνωρίζουμε η πράξη της χ. επιτελείται κυρίως κατά μόνας και αποκρύβεται επιμελώς από το περιβάλλον. Πιθανόν να έπαιξαν ρόλο παλαιότερες δοξασίες σχετικά με δυσάρεστα επακόλουθα που δήθεν συνοδεύουν την εν λόγω πράξη: τύφλωση, αποβλάκωση κλπ. Ως συνέπεια αναφέρεται ακόμη και ο νανισμός («πάλι μαλακία βαράς, δεν θα ψηλώσεις βρε αγοράκι μου, πόσες φορές θα στο πω») που πιθανόν όμως να έχει κάποια βάση: αυ + νανισμός = αυνανισμός. Σήμερα πάντως, και σύμφωνα με τα νέα επιστημονικά δεδομένα, πιστεύεται ότι δεν υπάρχει πρόβλημα που να σχετίζεται με το άθλημα, οπότε παρατηρείται μεγάλη έξαρση σε παγκόσμια κλίμακα.

  1. -Τι κάνει ο Γιώργος; Έμαθα ότι η Αντριάνα πήρε μετάθεση στη Σκύρο.
    -Τι να κάνει; Έχει τρελαθεί στη χειροτεχνία.

  2. Την είδες τη Δόξα σήμερα; Ήρθε να κάνει αρχαία στο Γ3 με κολλητό κολάν και βρακί ξέχνα το! Θα τρελαθούν τα παιδάκια στη χειροτεχνία απόψε. Πες της κι εσύ κάτι!

  3. Ρε συ, η δικιά σου απέναντι το 'χει ρίξει στη χειροτεχνία με τα φώτα ανοιχτά και τις κουρτίνες φόρα παρτίδα. Θα μας τρελάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσης και παρτούζερ

Ο συμμετέχων, ή η συμμετέχουσα, σε παρτούζα, ο παρτενέρ σε παρτούζα. Να μην συγχέεται με το παρτουζιάρης, που είναι αυτός που επιδιώκει την παρτούζα.

  1. Ο Γιώργος; Αυτός είναι γνωστός παρτουζέρ. Μακριά!

  2. Τη Μαίρη είναι πιο πιθανό να τη γνωρίσεις ως παρτουζέρ, παρά ως καθηγήτρια. Μεγάλη γαμιόλα, σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Και παρτουζιάρα

Αυτός που επιδιώκει την παρτούζα ως ύπατο ηδονικό ιδεώδες. Δύσκολη υπόθεση, καθώς δεν είναι εύκολο πάντα να βρεις διαθέσιμους παρτουζέρ, οπότε συνήθως επαναλαμβάνονται τα ίδια σχήματα με συνήθη κατάληξη την πλήξη και τον συνακόλουθο εκφυλισμό (εξ ού και έκφυλος/η).

  1. Ο Νίκος είναι μεγάλος παρτουζιάρης. Του ζήτησα να κοιμηθούμε μαζί και μου είπε να 'ρθεις κι εσύ. Ήμαρτον, Παναγία μου!

  2. - Χθες πηδηχτήκαμε με τη Δήμητρα!
    - Μεγάλη δουλειά έκανες. Αυτή είναι μεγάλη παρτουζιάρα, κάπου θα την πετύχαινες έτσι κι αλλιώς.

Οθωμανική παρτούζα (από panos1962, 07/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για κλασικότατο λήμμα που μόλις και μετά βίας μπορεί να χαρακτηριστεί αδόκιμο και κατ' επέκτασιν να ενταχθεί στο σλανγκρ. Σημαίνει τον πουτσοκέφαλο, αυτόν που έχει στο μυαλό του το μουνί και γενικότερα το γαμήσι σε όλες του τις εκφάνσεις. Απαντά, σαφώς, και στο θηλυκό γένος τηρουμένων βέβαια των αντιστοιχιών· πορνόμυαλη, επομένως, είναι αυτή που έχει στο μυαλό της τον πούτσο, ενίοτε όμως και το μουνί. Ο όρος έλκει την καταγωγή από το αρχαίο πόρνος/η που σήμαινε τον άντρα, ή τη γυναίκα, που είχε ως κύρια ενασχόληση το γαμήσι και όλα τα paraphernalia.

  1. - Πρότεινα στον Νίκο να πάμε για ποτό και μου είπε «σπίτι σου ή σπίτι μου;». Ρε, το μαλάκα, μου την έχει δώσει!
    -Καλά, ρε συ, αυτός είναι πορνόμυαλος. Τι περίμενες, να σε πάει σε καμιά τσαγερί;

  2. - Η Ανθούλα είναι πορνόμυαλη. Όση ώρα της έδειχνα τον ισολογισμό αυτή με κοιτούσε στον πούτσο.
    - Μεγάλη πουτάνα. Εμένα μου την έπεσε από την πρώτη μέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαράτσι αποχής από την τεκνοποιία.

Κατά τον 16ο αιώνα, στην νήσο Χίο, η οθωμανική αρχή δεν άφηνε ευκαιρία που θα της απέφερε έσοδα από φόρους να πάει χαμένη. Γιατί λοιπόν να εξαιρεθούν οι χήρες; Όσες λοιπόν είχαν χάσει τον άνδρα τους νέες, αν στη συνέχεια δεν ξαναπαντρεύονταν για να κάνουν παιδιά -αν δεν μετείχαν δηλαδή στην τεκνοποιία της κοινότητας- τιμωρούνταν με την υποχρεωτική καταβολή ειδικού φόρου για την αποχή, που ονομάζονταν από τους ντόπιους αργομουνιάτικο.

- Δεν φτάνει που 'χασε τον Παναή στη θάλασσα η Μαριώ, έχει τώρα τρία κουτσούβελα να φροντίζει και το αργομουνιάτικο να πληρώνει.
- Πολύ συμπονετικό σε βλέπω βρε Τζώρτζη, μην έχεις βάλει τίποτα κατά νου; ... Είναι και νοστιμούλα!

Η Μαριώ ... μόνη ... πληρώνει (από spydel, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το τεραστίων διαστάσεων, το εκτός λογικής και πραγματικότητας, βυζί.

Συνήθως συναντάται στις αφρατούλες γυναίκες και φημίζεται εκτός των άλλων και για το βάρος του.

Η ονομασία φυσικά παραπέμπει ευθέως στα μαστάρια των αγελάδων.

- Τί μοσχαρόβυζα είναι αυτά ρε μαλάκα; Και ο Πύρρος θα δυσκολεύονταν να τα σηκώσει!

μοοού, έκανε ο γερο-ταύρος... (από BuBis, 10/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραφθορά του «πού είσαι» -> «πού 'σαι» -> «πού 'τσαι».

Λέγεται όποτε βλέπουμε κάποιον που είχαμε καιρό να δούμε, ή που χαιρόμαστε πολύ που τον βλέπουμε. Σε αντίθεση με άλλα λήμματα εκ παραφθοράς, το εν λόγω λήμμα σπάνια δημιουργεί παρεξηγήσεις, καθώς ο θιγόμενος/η ρισκάρει την περίπτωση να έχει παρακούσει, οπότε κινδυνεύει να εκτεθεί ανεπανόρθωτα. Πάντως, ακόμη και στην απίθανη αυτή περίπτωση, είναι εύκολο να διορθώσουμε κάνοντας την πάπια με δικαιολογίες του στιλ: «Τι είπα; Πού 'σαι, ρε Μαριώ;» κλπ.

- Πού 'τσαι ρε Μαράκι; Μαύρα μάτια κάναμε να σε δούμε.

- Πού 'τσαι ρε Στελάρα; Μας έλειψες, ρε κωλόφατσα!

- Έλα μωρή ψωλέτα. Πού 'τσαι χαμένος;

Που \'τσαι μωρέ; Τόση ώρα σε γυρεύω! (από spydel, 09/11/09)(από spydel, 09/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν μόλις γεννηθεί το τέκνον, σπεύδουσιν συγγενείς και φίλοι να ασημώσωσιν (καλώς!) αλλά και να διαγνώσωσιν (κακώς!) εν είδει επαϊόντων πλήν αυτοκλήτων και ερασιτεχνών ντιενεϊτζήδων, εις ποίον μέλος της οικογενείας ομοιάζει περισσότερον, το βρέφος.

Μετά τον καταιωνισμόν (<αρχ. και στρατοκαβλ. καταιωνιστήρ=ντουζιέρα) πτυέλων επί της μάπας του δυστήνου βρέφους, οι προσφιλείς του ζεύγους αρχινάνε την κολυκυθιά:

  • Μην είν’ τα μάτια του παππού;

  • Μήνα της κουκουβάγιας;

  • Μη το προγούλι είναι της θειάς;

  • Μήπως στης μάνας φέρνει σόι;

  • Μπα κι έχει του μπαμπά το μπόι;

Και λοιπά.

Βεβαίως, όλ’ αυτά αφορούσιν κυρίως ειπείν εις την διαπίστωσιν της εκ πατρός ρίζης ταυτοποιήσεως, δεδομένου οτι mater semper certa est (δηλ. «να κάνει» η μάνα).

Εξ άλλου, όταν το τέκνον μεγαλώση, θα κληθεί πολλάκις να λάβη θέσιν εις την (υφ’ όσων ευρίσκονται ακόμα εν ζωή συγγενών τεθείσα) τραυματικήν ερώτησιν:

Ποιόν αγαπάς πιό πολύ; Τη μαμά ή τον μπαμπά;

Η ορθή και ειλικρινής απάντησις δέον όπως έχη: «Δε γαμιέσαι;»

(Αλλά τα καλά παιδιά δε λένε κακές λέξεις κλπ-κλπ).

Τα σόγια αλληλο-υπονομεύονται (πότε κρυφά-πότε φανερά) και εξαίρουν εαυτούς, οι φίλοι γελούν συγκρατημένα (αποφεύγοντας το ατόπημα να διατυπώσωσιν την γνώμη των) και το ζεύγος καρτερεί την ώραν που θα πάνε άπαντες στα ξεκουμπίδια...

Η έκφρασις χρησιμεύει ως πυροσβεστήρ των εκατέρωθεν αντιδικιών, συνήθως υπό του πατρός (δίκην διαιτητού), όστις λέγει χαριτολογώντας (!) οτι κατά την εποχήν της συλλήψεως του τέκνου, δήθεν (;) χρωστούσαν βερεσέδια εις τον οπωροπώλην ή τον εδωδιμοπώλην ή τον κρεοπώλην ή αλλαχού (αντιστοίχως), οπότε (εννοείται οτι) το τέκνον μάλλον φέρει τα χαρακτηριστικά ενός (;) εξ αυτών, μεθ’ ου επλάγιασεν η νύφη, ίνα πατσίση τα οφειλόμενα...

Άλλωστε τοιούτου είδους in natura συμψηφισμοί χρεών, εγένοντο κατά κόρον εις τας συνοικίας των παρελθόντων ετών (π.χ. γαμούσε ο σπιτονοικοκύρης τη ζουμπουρλή μπαταξού νοικάρισσα, ο πτωχός φοιτητής την θαλερή μπακάλαινα, ο κωλόμπος ποδηλατάς «χάριζε» γύρους κ.ο.κ.) αλλά ακόμη και σήμερα κάποιες τζαμπατζούδες και έκλυτες επιβάτισσες πληρώνουν τον ταρίφα σε ρήτρα Jim Bookie (!)

Φυσικά, τα ανωτέρω ελάμβανον χώραν την παλαιάν εποχήν, διότι τώρα δεν κάνουμε τέτοια αφού είμεθα Εβροπέη (το γράφει και εις τον τηλεφωνικόν κατάλογον) και εφ’ όσον άλλωστε και εν Αλβιόνι εν αντιστοίχοις περιπτώσεσιν, πατήρ απάντων των βρετανόπουλων πάλαι ποτέ εφέρετο ο θρυλικός γαλατάς (the milkman was round)...

(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Πώπω ένα ωραίο μωράκι!
(Πατέρας):
-Είδες;
(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Κοίτα το! Έχει την έκφραση του μπαμπά σου γιόκα μου!
(Μάνα):
-Μα τί λέτε καλέ μητέρα; Της μαμάς μου έχει...
(Πεθερά απ’ του αντρός το σόι):
-Της μαμάς σου ναί, αλλά όχι την έκφραση...
(Πατέρας):
-Εγώ λέω του μανάβη μοιάζει που του χρωστούσαμε κιόλας!
(Μάνα κάτωχρη):
-Ώστε λοιπόν ξέρεις...

(Η συνέχεια σε Βίπερ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έτσι λέγεται στις αντροπαρέες, (λίγο συνθηματικά, λίγο συνωμοτικά, λίγο χαϊδευτικά), ο αριθμός τηλεφώνου που σε προμηθεύει επί χρήμασι γυναίκες για να τις πηδήξεις στο χώρο σου (βλ. παράδειγμα 1).

Κατ΄ ακολουθία, η αναφορά στο τηλεφωνάκι παραπέμπει σε όλη την συναφή δραστηριότητα του σεξοντελίβερυ (βλ. παράδειγμα 2).

Καλύπτει κοινωνικές ανάγκες που προέκυψαν από την υποβάθμιση των κλασσικών μπουρδέλων, τα οποία πλέον επισκέπτονται κυρίως μεροκαματιάρηδες αλλοδαποί και οι νεοέλληνες δύσκολα τα καταδέχονται. Έπρεπε να εφευρεθεί το τηλεφωνάκι και εφευρέθηκε.

Φίλος γνωστού του μπατζανάκη του ξαδέλφου του περιπτερά μου, είπε ότι μπορείς και να παραγγείλεις τις προδιαγραφές της γυναίκας που θέλεις, επιθυμίες οι οποίες βέβαια μπορεί να μην εκπληρωθούν στην πράξη, π.χ. ξανθιά ζητάς, μελαχρινή σου έρχεται. Μετά δεν σου κάνει καρδιά να την διώξεις, αφού είτε την διώξεις είτε όχι, την ταρίφα θα την πληρώσεις.

Να μη συγχέεται με το τηλεφωνικό σεξ.

  1. - Πάμε κάνα κλαμπάκι να χτυπήσουμε καμιά γκόμενα ;;; - Άσε ρε, αφού όλο με το μπούτσο στο χέρι μένουμε. Να πάρουμε κάνα τηλεφωνάκι να μας έρθει και φθηνότερα.

  2. -Και πως τη βγάζεις, τώρα που σε παράτησε η Μαιρούλα;;; -Φίλε, τηλεφωνάκι και άγιος ο θεός και έχω και το κεφάλι μου ήσυχο ….

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το τεραστίων διαστάσεων, τύπου γκλομπ παπάρι. Είναι η πούτσα τιμωρός, η πούτσα που μπορεί να μετεξελιχθεί από όργανο ηδονής σε εργαλείο τιμωρίας και πόνου.

(Από την βιογραφία του Ανελκά)

«Η καριέρα μου στην Αρσεναλ πήγαινε από το καλό στο καλύτερο μέχρι τη μέρα που έπεσε στο δρόμο μου ο Βιεϊρά, που ήταν γνωστός στα αποδυτήρια της Άρσεναλ ως... μακρύς!

Παίζαμε κόντρα στη Φούλαμ στο Χάιμπουρι και θυμάμαι ότι πήρα μία μπαλιά από τον Μπέργκαμπ, έπειτα απέφυγα με ευκολία τον γκολκίπερ και, με την εστία κενή, κατάφερα με κάποιο τρόπο να στείλω τη μπάλα έξω. Αυτό έγινε επειδή ο ήλιος έπεφτε πάνω στα μάτια μου. Δεν ήταν λάθος μου! Πάντως ο Βιεϊρά μου έριξε τότε ένα βλέμμα και ήξερα ότι θα είχα πρόβλημα.

Ύστερα στα αποδυτήρια ήρθε κατά πάνω μου και εγώ τα έχασα, ήξερα ότι δεν έπρεπε, αλλά τον έβρισα. Αρχικά με κοίταξε επίμονα και ύστερα με χαστούκισε με το π..ς του. Μόνο μία φορά.

Ήταν σαν να με χτύπησε βρεγμένη σανίδα (!!!) Ουδείς μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε δει! Μπορείτε να φανταστείτε πόσο ντροπιαστικό είναι; Ήταν η χειρότερη στιγμή της ζωής μου; Δεν ακουγόταν τίποτα στα αποδυτήρια σε μία στιγμή που έμοιαζε να είναι αιωνιότητα για μένα, η σιωπή έσπασε μόνο όταν ο Ασλεϊ Κόουλ ρώτησε «είναι η δική μου σειρά»;

βλ. και ιντεραράπικαν, βοϊδόπουτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified