Selected tags

Further tags

Ο όρος αναφέρεται στο βραζιλιάνικο μπικίνι, το λεγόμενο και 2/3, ή 3/4 (Θα σας γελάσω, γιατί με τα κλάσματα δεν τα πάω καλά από το δημοτικό).

Το συγκεκριμένο καβλωτίκ κυλοτάκι αποτελεί έναν από τους τρεις λόγους λατρείας στο λατινοαμερικάνικο αυτό κράτος! Οι υπόλοιποι δύο, είναι η τέχνη της στρογγυλής Θεάς, και το περήφανο (από άποψη στάσης) όπισθεν περιεχόμενο του εν λόγω αξεσουάρ.

- Βάλε eurosport ρε μπουχεσίδη, που έχεις και βλέπουμε τις national geographic!
- Τι έχει;
- Τελικό ευρωπαικού μπιτς-βόλεϋ γυναικών. Βάλε να δούμε τα βραζιλιάνικα...
- Τι δουλειά έχουν οι Βραζιλιάνες σε ευρωπαϊκό τελικό. ρε κατεστραμμένε;
- Αϊντε άϊντε.... Όλες, βρε βλάκα, φοράνε βραζιλιάνικα κυλοτάκια στο μπιτς. - Ε, τότε αξίζει.... Θα ενημερωθώ για τα του πλανήτη κάποια άλλη φορά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιγράφει όργιο σοδομισμού και γενικότερων πρωκτικών απολαύσεων (τρελά κωλογαμήσια).

Πρόκειται για παραφθορά του μπαμπαδίστικου «χαμός στο ίσωμα» που σημαίνει γενικευμένος χαμός, τρέλα, κατάσταση εκτός ελέγχου.

  1. Ήρθε χθες βράδυ η Ελένη με μια ξαδέλφη της, τι να σου λέω! Οικογένεια γαμιόμαστε! Έγινε χαμός στο πίσωμα

  2. -Ξεσκιστήκαμε χθες με το Γιώργο.
    -Του 'δωσες κώλο;
    -Αν του 'δωσα; Χαμός στο πίσωμα έγινε!

Έτερον κότερον ο "χαμός στο πίσσωμα" (από Vrastaman, 09/12/09)Χαμός στο πίσωμα! (από panos1962, 09/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Ελεεινή ανδρική έκφραση που δηλώνει πληθώρα ευκαιριών για άκρατη σεξουαλική δραστηριότητα: περίσσευμα μουνιών, μουνοθύελλα, που δύσκολα μπορεί κανείς να διαχειριστεί μόνος.

Στην κυριολεξία σημαίνει «δεν προλαβαίνεις να γαμάς, χρειάζεσαι κι άλλες ψωλές».

- Πήγα στη Μήλο τον Αύγουστο, λίγο να ησυχάσω, να ξεκουραστώ. Εσύ είσαι που το λες; Έπεσα σε εκδρομή τρίτης λυκείου με κάτι λυσσάρες από Θεσσαλονίκη, ψωλές να 'χεις να γαμάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άνδρας προτιμών την δια του δικού του ορθού συνουσία, προς αύξησιν της ευχαριστήσεως του οργασμού του.

Διακρίνομε δύο τινάς περιπτώσεις, τους ετεροφυλοφίλους, όπου η σύντροφος χρησιμοποιεί αυτοφερομένη επ' αυτής πεϊκή πρόθεση ή άλλα ομοιώματα πέους δια των χειρών της, και τους ομοφυλοφίλους όπου λογικώς η ανάγκη ομοιωμάτων περιττεύει, πλην περιπτώσεων στυτικής δυσλειτουργίας του συντρόφου.

Η ετυμολογία του όρου συνίσταται από το τοπικό επίρρημα «πίσω» - εκ της ανατομικής θέσεως του πρωκτικού δακτυλίου και του απευθυσμένου - και το ουσιαστικό «βροντή» (ή κατ' άλλους το συνηρημένο ρήμα «βροντάω - βροντώ») λόγω της εντάσεως του οργασμού που ο πισωβρόντης βιώνει. Αντικείμενο ερευνών παραμένει ωστόσο το αν ακούει όντως βροντές.

Ο όρος ενίοτε χρησιμοποιείται υβριστικώς και προσβλητικώς από άνδρα προς άνδρα (υπονοώντας τη β' περίπτωση των ομοφυλοφίλων), ακόμη και επί ελλείψεως αποδεικτικών στοιχείων σχετικών με την εν λόγω σεξουαλική συμπεριφορά.

Συνώνυμα: πισωγλέντης

Συζήτησις μεταξύ δύο -νυμφευμένων- φιλενάδων:

(Σούλα): - Άσ' τα Βούλα, ο προκομμένος μου αντί να μου κάνει σεξ μου ζητάει να του βάλω «από πίσω» το τηλεκοντρολ..
(Βούλα): - Αχ φιλενάδα, εγώ που τον έπιασα το δικό μου με το γαλατά;
(Σούλα - έκπληκτη): - Α τον πισωβρόντη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος νοιώθει έντονη περιέργεια να γευθεί μια αποκλίνουσα για αυτόν σεξουαλική εμπειρία ή παραφιλία.

Ως νεολογισμός, αποδίδει τις αγγλικές εκφράσεις bi-curious, gay-curious, κ.α.

  1. - Τόσο οι straight όσο και οι gay μπορούν περαιτέρω να προσδιοριστούν ως «curious» και «non-curious» («περίεργοι» και «μη-περίεργοι», αντίστοιχα).
    (εδώ)

  2. (πριν από μερικά χρόνια)
    - Βαγγέλη μου, δεν σου κρύβω ότι είμαι περίεργος. Θέλω να δοκιμάσω τις λανθάνουσες ορμές μου.
    - Πρόσεχε Πέρι, γαμάω περίεργους!
    - Τι ωραία που τα λές!

  3. - (Το ποδοφραπέ είναι) value-for-money υπηρεσία φραπέ-με-το-πόδι που προσφέρουν τα κορίτσια ορισμένων στριπτιζάδικων σε ποδοφετιχιστές ή ποδοπερίεργους.
    (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άσχημο ανώμαλο χούι ελαφρώς διεστραμμένων των πενήνταζ, εξήνταζ και εβδομήνταζ. Είναι η πρακτική κατά την οποία επωφελείται κάποιος από την πολυκοσμία και «κολλάει» σε πισινά γυναικεία, ανδρικά ή εφηβικά, με σκοπό τον επιτόπιο αυνανισμό, ή ακόμη και ετεροχρονισμένο, εφόσον οι συνθήκες δεν το επιτρέπουν. Συνήθης τόπος άσκησης του «κολλητηρίου» ήταν τα λεωφορεία, αλλά οι μάστορες του είδους το εξασκούσαν στα πιο απίθανα μέρη (ουρά στο ΙΚΑ, αίθουσες δικαστηρίων κλπ). Απ' όσο ακούω, το φαινόμενο απαντάται, σπανιότερα πάντως, και στις μέρες μας.

  1. Φύγε βρε ανώμαλε μη σου σκάσω καμιά τσαντιά! Πρωί πρωί, πού τη βρίσκεις την όρεξη για κολλητήρι;

  2. - Άσε ρε Λίτσα, μπήκα στο λεωφορείο και μου 'κανε κάποιος κολλητήρι, αλλά είχε τόσο κόσμο που δεν μπορούσα να κάνω τίποτα.
    - Βρε μπας και σ' άρεσε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός πέους το οποίο επιμηκύνεται ασήμαντα κατά τη στύση, απογοητεύοντας έτσι τα θύματα του κατόχου του. Η ονομασία προκύπτει από την κατ' όγκο σύσταση του πέους, το οποίο στη συγκεκριμένη περίπτωση αποτελείται σχεδόν εξ ολοκλήρου από κρέας, αφήνοντας ελάχιστο χώρο στο αίμα και συνεπώς μηδαμινά περιθώρια μεταβολής των διαστάσεών του.

Αγγλικά: shower (σόουερ)
Αντίθετο: αιματόπουτσα

(βλέποντας τσόντα)
— Τι κουβαλάει ρε το παλικάρι; Τρέξε να σωθείς κοπελιά γιατί αν πάρει μπρος αυτό δε σε σώζει τίποτα!
(2 λεπτά αργότερα)
— Σκέτη απογοήτευση ο τύπος. Κάτι ήξερε το κορίτσι, αυτές ξεχωρίζουν την κρεατόπουτσα απ' το χιλιόμετρο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πέος του οποίου ο λόγος μήκους σε στύση (Μσ) προς μήκος στο χαλαρό του (Μχ) είναι μεγαλύτερος ή ίσος του 3 (Μσ/Μχ ≥ 3). Το όνομά του το οφείλει στο αίμα που συσσωρεύεται στους ευμεγέθεις για την κατηγορία αυτή ιστούς corpora cavernosa και χάρη στο οποίο επιμηκύνεται σε τέτοιο βαθμό.

Αγγλικά: grower (γκρόουερ)
Αντίθετο: κρεατόπουτσα

(στα ντους)
— Πού πας ρε μ' αυτό το γαριδάκι;
— Άσ' το φίλε... Αιματόπουτσα. Έχε χάρη που είμαστε οι δυο μας γιατί αν περνούσε κάνα νιμού θα σού 'φευγε η μαγκιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικώς, πρόκειται για το μηχάνημα που κάνει κούρμπες (=καμπύλες) στις σιδηρόβεργες. Μεταφορικά, περιγράφει άνθρωπο που μυείται τόσο πολύ στο άθλημα που λέγεται «σεξ» ώστε να στραβώνει πέη.

- Φιλαράκι ωραία γκόμενα η Μαρία, έτσι;
- Άσε ρε το πουταναριό, ο κώλος της σκέτος κουρμπαδόρος είναι, έχει στραβώσει ψωλές και ψωλές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τοποθέτηση των όρχεων στο στόμα άλλου ατόμου με παρατεταμένη διάρκεια ώστε να μουλιάσουν και να καθαρίσουν.

- Τι θα κάνεις μετά τη δουλειά;
- Θα πάω στο σπίτι της δικιάς μου. Θα την βάλω να μου κάνει και ένα αρχιδόλουτρο, για να με ξεκουράσει.

(από aias.ath, 15/12/09)Ορίστε! (από knasos, 15/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified