Selected tags

Further tags

Ο μουνόδουλος.

Ο τύπος που του τρέχουν τα σάλια για μουνιά και, τελικά, ή πηδάει μπάζα ή μένει καληνυχτάκιας. Κάπως τραγική φιγούρα που δεν του αξίζει απονομή σπεκ.

Πιό γενικά, μπορεί να χρησιμοποιθεί σαν βρισιά και για κάποιον που δεν περιγράφεται από τον παραπάνω ορισμό.

  1. Άντε ρε με τον μουνοσαλιάρη τον Τάκη! Δύο χρόνια είναι με το μπαζάκι... Την έχεις δει; Λες και την έχεις βάλει στην τοστιέρα! Μπρος πίσω σανίδα! Και είναι και ψωνισμένη... Απορώ τι της βρήκε...

  2. - Παιδιά πρέπει να φύγω, έχω να κάνω μια δουλειά...
    - Άσ'τα αυτά ρε μουνοσαλιάρη! Πάλι την Λίλιαν θα δεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τόνοι μελάνι, θα χυθούν αν πρέπει να γράφεται με «η» ή με «ι». Αλλά, το προσπερνάω, γιατί είναι σλανγκ, και η σλανγκ πρωτογενώς έχει να κάνει με τον προφορικό λόγο.

Γαμιστής είναι ο τόσο γαμαωδέρνουλας, που το έχει κάνει επάγγελμα, για αυτό κερδίζει και την κατάληξη σε -ης. Όπως, ταξιτζής, μπογιατζής, φορτηγατζής, μπανιστιρτζής, κομμουνιστής, καπιταλιστής (άσχετα εντελώς τα τρία τελευταία, αλλά κάνουν ρίμα). Είναι αυτός που καταφέρνει να γοητεύει κατά συρροή τα θηλυκά, και ακολούθως να τα ικανοποιεί σεξουαλικά, λες και το χρωστάει στην ανθρωπότητα.

Δευτερεύουσα σημασία του όρου, έχει να κάνει και με αυτόν που χαλάει μια κατάσταση, γαμάει τα πράγματα δηλαδή.

-Ρε εσύ, αυτός κάνει τίποτα; Ο παππούς του ήταν μεγάλος γαμιστής! -Μπα, τούτος εδώ είναι η ντροπή της οικογένειας!!! Έχει πάρει το αυτί μου ότι την τρίζει την όπισθεν

-Εντάξει το βράδυ, έκλεισε το τραπέζι;
-Έκλεισε, μόνο που... θα έλθει κι ο Μάκης, ο ξάδερφος του Μπάμπη του Σουγιά.
-Έλα ρε μαλάκα με το γαμιστή. Αυτός θα μας τα κάνει άνω κάτω πάλι.
-Μην ανησυχείς, του είπαμε κομμένες οι μαλακίες. Αν δεν συμμορφωθεί τον τζάζουμε. Ούτως ή άλλως, είμαστε έξι χωρίς αυτόν.
-Γεννηθήτω το μπλε θέλημα σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μικροσκοπικό πέος. Πολλά (εισ-)πνευστά όργανα έχουν κατά καιρούς δηλώσει τον πέοντα (ειδικά στην πράξη του στοματικού σεξ), όπως το κλαρίνο, το σαξόφωνο, η φλογέρα, η φυσαρμόνικα κ.τ.ό. Η σφυρίχτρα είναι ο βενιαμίν αυτής της εύμουσης παρέας, καθώς φημίζεται για το εύχαρι λιλιπούτσειο μέγεθος που την καθιστά πρόσφορη για γουτσιστικά παιχνίδια. Μιλάμε για πέοντα γαριδάκι εν ολίγοις.

Εξάλλου η σύγχρονη επιστήμη βεβαιώνει ότι ο ήχος που παράγεται από την ανθρώπινη γενετήσια πράξη ομοιάζει εντυπωσιακά με σφύριγμα, όπως άλλωστε και το πολιτικό πρόγραμμα του κόμματος ΣΥΡΙΖΑ. Μάλλον από την έννοια της σφυρίχτρας ως πέοντος (έστω μικρού) και της γενετησίας πράξης ως σφυρίγματος είναι που προκύπτει και ο χαρακτηρισμός του γκέι ως σφυρίχτρα (βλ. ορισμό της Ιρονίκ), κωλοσφυρίχτρα, τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα κ.ο.κ. με προσθήκη νι συνθετικών. Για την γυναίκα που το απονιβώνει το ερομιδαλιό βλ. τσαπερδονοκωλοσφυρίχτρα.

Σύμφωνα μάλιστα με ενδιαφέρουσα πληροφορία του 'Ιωνος, που αναμένει την επιβεβαίωσή της από τους καλιαρντολόγους του σάιτ, η σημασία της σφυρίχτρας ως μικρού πεουλακίου, έγινε αιτία για τον χαρακτηρισμό του τοιούτου τσουτσουνακίου ως φίφης (ήτοι το φιφάκι που λέμε και (χ)λι(χ)λί) σύμφωνα με τον συλλογισμό- σοφιστεία:

Το μικρό τσουτσουνάκι είναι σφυρίχτρα, H FIFA (Federation Internationale de Football Association) χρησιμοποιεί σφυρίχτρες, άρα το μικρό τσουτσουνάκι λέγεται φίφα.

Απόσπασμα από το άσμα Υβρεοπομπή του Φοίβου Δεληβοριά:

«Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα».

Fife = φίφα; (από poniroskylo, 17/01/10)Νεαρός παίζων την φίφα; Πίναξ του Μανέ. (από poniroskylo, 17/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μικρὸ πέος στὴν καλιαρντή.

Προέρχεται ἐκ παρομοιώσεως μὲ τὴν παλαιότερα περιζήτητη μικρὴ καὶ σφικτὴ μπάμια Μπογιατίου (νῦν Ἅγ. Στέφανος Ἀττικῆς), ἄλλωστε τὸ λῆμμα ἀπαντᾶται ἐπισήμως καὶ στὴν πλήρη μορφή του: Μπάμια Μπογιατίου, τὸ ὁποῖον στὴ σύγχρονη ἐποχὴ ἠχεῖ ἀκόμη πιὸ καλιαρντό (ἐξωτικό), μιᾶς καὶ ἐλάχιστοι θυμοῦνται πιὰ τὸ Μπογιάτι ὡς τοπωνύμιο, ἴσως δὲ ἀκόμη λιγότεροι ὡς ποίημα (Τὸ θέαμα τοῦ Μπογιατίου ὡς κινουμένου τοπίου).

Ἡ καλιαρντὴ διαθέτει γιὰ τὴν περιγραφὴ αὐτοῦ τοῦ «ἀποτροπαίου καὶ θλιβεροῦ θεάματος» τὰ ἑξῆς συνώνυμα: φιστίκι, σφαίρα, τουτού. Ἄλλες λέξεις (κατά τινας καλιαρντόμορφες), ὅπως φίφα, λιλί, λιλίκα, λιλικάκι κλπ δὲν μαρτυροῦνται εἰς τὴν καλιαρντή, ἀποτελοῦν δὲ μᾶλλον babytalk.

Ἀντίθετον τὸ γούδα, συναντώμενον καὶ ὡς γουδούμπα καὶ ὡς γουδέλα.

Δανείζομαι ἀπὸ τὸν Johnblack, διότι εἶναι κορυφαῖο:

Φιλικὴ ἐρώτησι σὲ κίναιδο:
- Παίζει καμιά γουδούμπα τελευταία ή μόνο με μπάμιες τη βγάζεις; Ἀπάντησις: - Ἄστα τζόνι μου, τόσες μπάμιες που 'χω μαζέψει, μόνο εγώ κι ο Μπαρμπαστάθης!

παρτε κοσμε φρεσκο και σπαρταριστο (από ο αυτοκτονημενος, 17/01/10)Και Ιντεραράπικαν και Ομπάμιας: Σχήμα οξύμωρο! (από Khan, 19/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ceci n'est pas καλιαρντά, αλλά ένα από τα πολλά ονόματα του μπαργαλάτσου, δηλ. του πέους, ιδίως σε σχέση με την πρακτική του στοματικού σεξ. Λέγεται και η φλογέρα χωρίς τρύπες ή, αντιστρόφως, η φλογέρα με τις οκτώ τρύπες, όπου η όγδοη είναι το αιδοίο της ερωμένης ή ο κώλος του/της ερωμένου/ης. Η φλογέρα παραπέμπει περισσότερο σε βουκωλικό πηδύλλιο βγαλμένο απ' την αγνή ελληνική ύπαιθρο. Ποιητικός υπερθετικός: Η φλογέρα του βασιλιά. Γι΄ αυτό, αν δείτε ούφο με σκούφο, καλύτερα να είστε προσεκτικοί...

Πέθανε ο γάιδαρος σου και ήτανε προς όφελός σου. Το μαλλί θα κάνεις γούνα και τα αρχίδια του κουδούνια και την πούτσα του φλογέρα, να την παίζεις όλη μέρα.

(Το ξέρω είναι σαχλό, αλλά αυτό έβγαζε το γούγλε στις τρεις πρώτες σελίδες)

(από Khan, 03/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσατσά σε μπουρδέλο, σύμφωνα με κλασικότατη γαλλιά.

  1. Από βλόγιον:

- Εσείς μαντάμ, τι προσφέρετε στο «σπίτι» σας;
- Γιατί, ρε μάγκα, στ’ άλλα μπουρδέλα σού προσφέρουν και μπακλαβά (σ.ς.: back-love-ass) και ρωτάς; Τα καλύτερα κορίτσια της πιάτσας έχουμε!
- Εκτός απ’ τα συνηθισμένα κάνετε και τίποτ’ άλλο;
- Α, κάνα μπινελίκι ν’ ανάψουν τα αίματα, καμιά λωρίδα να σφίξουν οι κώλοι, τέτοια πράγματα! Βρε άντε πάγαινε από δω να μη σε βλέπω, που όποια διαστροφή σάς καπνίσει θέλετε να τη βγάλετε στις πουτάνες! Να πάτε στις γυναίκες σας, ρε μασκαράδες, να τα κάνετε αυτά! Αλλά ξέχασα! Είναι Παναγίες οι γυναίκες σας! Είναι οι μάνες των παιδιών σας! Έννοιας σας, ρε κερατάδες, και θα 'ρθει η μέρα που θα γαμήσουν εσάς οι «παρθένες» σας και τότε θα ψάχνετε να βρείτε αρχίδια! Έννοιας σας ρε κερατάδες …

  1. Πιανίστας σε μπουρδέλο:

Ο Στρατηγός Σκραπίδας (με Σ κεφαλαίο παρακαλώ) ήταν από τους παλαίμαχους του Ελ Αλαμέιν. Γύρισε στην Ευρώπη μετά τον πόλεμο με εφτά μετάλλια, ένα αυτί κουφό και την κρυφή λαχτάρα για μαύρες γυναίκες. [...] Ίσως να έφταιγε το θραύσμα της οβίδας που παρέμενε μέσα στο κεφάλι του, μετά από εκείνη την ενέδρα βαθειά μέσα στη Σαχάρα, που κόντεψε να του στοιχίσει τη ζωή. Ίσως να έφταιγε και η γεροντική άνοια. Την πρώτη, και μοναδική, φορά που ανταμώσανε ήταν στο μπουρδέλο της μαντάμ Φλώρας. Ο Ιάκωβος τελείωνε τη «Σονάτα υπό το σεληνόφως», όταν η πόρτα της κάμαρας βρόντηξε ανοιχτή. Στο άνοιγμα στεκόταν ο Στρατηγός Σκραπίδας. Ήταν αχτένιστος, το παντελόνι του ήταν ξεκούμπωτο και του τρέχαν τα σάλια από την αριστερή γωνία του στόματός του. Φαινόταν, πραγματικά, σαν να είχε πάθει εγκεφαλικό.

Μαντάμ Μέρκελ. (από Khan, 19/05/12)(από Khan, 03/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαντάμ, η τσατσά σε μπουρδέλο με σλανγκική αύξηση. Αν προαχθεί με το σπαθί της, λέγεται και μαντάμα σπαθί, κατά Γκάτσμαν.

Της μικρής η μαντάμα Ρόζα της έχει σγουρύνει τα μαλλιά και της έχει βάψει τα νύχια των χεριών και των ποδιών για να φαίνεται σαν ώριμο φρούτο, αλλά το μελένιο δέρμα της φαίνεται ταλαιπωρημένο. «Τα μικρά της στήθη έμοιαζαν με αγοριού, αλλά φαίνονται να ωθούνται προς τα έξω από μια μυστική ενέργεια, έτοιμα να σκάσουν». Είναι μουσκεμένη με έναν φωσφορίζοντα ιδρώτα παρά τον ανεμιστήρα που λειτουργεί στο φουλ. Ο γερο-δημοσιογράφος σκέφτεται: ένα ταυράκι για την ταυρομαχία... Θα τον κατανικήσει όμως όχι το πάθος του έρωτα αλλά ο πόθος της αγάπης. Σιγά σιγά ο 90χρονος θα αρχίσει να δένεται με τη 14χρονη παρθένα.

Από το αρρωστούργημα- ύμνο στην πουτανοκαψούρα «Οι θλιμμένες πουτάνες της ζωής μου» του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μαρκές.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο οίκος ανοχής (οίκος ενοχής ή οίκος αντοχής) κατά συνεκδοχή γένος αντί είδους, η οποία χρησιμοποιείται πολύ στην σλανγκ ως ήπιος ευφημισμός. Έχω την εντύπωση χωρίς να ξέρω από αυτά ότι σπίτι είναι ο κλασικός οίκος ανοχής και διαφέρει από το στούντιο και άλλα ευαγή ιδρύματα. Επομένως είναι αποδομητέες οι εκφράσεις: κορίτσι για σπίτι και παίρνω δουλειά για το σπίτι.

Το σπίτι συναγωνίζεται ούτως σε θαλπωρή την οικογενειακή εστία, σύμφωνα με την σημασία που έχει το σπίτι για τη νεοελληνική ψυχή, καθώς επισημαίνει ο Οπτός Ανήρ εδώ. Ο Δόκτωρ Οικογενειάρχης και ο Κύριος μπουρδελιάρης μοιράζουν την ζωή τους μεταξύ δύο σπιτιών με όρια που αενάως ολισθαίνουν.

Από δώθε:

Της είπαμε ότι θα ξαναπεράσουμε (ου αμέ τρέχοντας) αν δε βρούμε άλλο μπουρδέλο (σόρυ σπίτι) καλύτερο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που συμβολίζει τα αγγλικά του κώλου τα οποία μιλάνε οι γκρηκ λόβερζ προκειμένου να πηδήξουσι κανα ξενόφερτο παστάκι κατά τη διάρκεια του πολυδιαφημισμένου καυτού ελληνικού καλοκαιριού.

Η έκφραση περιλαμβάνει τα βασικά, ώστε απ' όπου και να προέρχεται η κορασίς, να μπορεί να γίνει κατανοητή η πρόθεση του τοπικού καλλονού.

Χρησιμοποιείται για να υποδείξει τον συγκεκριμένο τύπο ανδρός.

Εκτός όμως από το καμάκικο της ιστορίας, χρησιμοποιούμε την έκφραση και γενικότερα, για να περιγράψουμε το χαμηλότατο επίπεδο των γνώσεων της αγγλικής κάποιου.

  1. - Γνώρισα έναν γκόμενο...
    - Καλός;
    - Ε, για καμιά ξεπετούλα καλός. Λιγάκι me you bed μου κάνει, αλλά νταξ.

  2. - Έκανα αίτηση για δουλειά στου Κ.
    - Με τι προσόντα ρε μαλάκα;
    - Υπολογιστές, αγγλικά, ε, αυτά.
    - Ρε πού πα ρε Καραμήτρο! Αφού τα αγγλικά σου είναι me you bed στην καλύτερη ρεεε!

βλ. και τηλεγραφικά ιταλικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ως απαντητικό-τελεσίδικο σε επαναλαμβανόμενες αγχωτικές ερωτήσεις τύπου «τι ώρα είναι» από ιδιαίτερα ψυχαναγκαστικούς τύπους, που δε βλέπουν την ώρα...

Χρησιμοποιείται δε και ως αποτροπιασμός προς τον ερωτώντα, εάν δεν είναι ευάρεστη (προς τον ερωτώμενο), η όψη του.

— Brain, τι ώρα είναι;
— Ώρα που γαμάν οι γύφτοι, Pinky...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified