Selected tags

Further tags

Το Cum In Face, όπου το σπέρμα πέφτει στα μαλλιά ξανθιάς, θυμίζοντας εντυπωσιακά το ομώνυμο οθωμανικό γλυκό. Το συνήθιζε ο Peter North, που σημάδευε την χωρίστρα. Σερβίρεται παχύ ως μετασοδομιστική αποδόμηση. Πάω στοίχημα ότι το σχόλιο της Mes θα είναι «ίου, μα εντελώς ίου».

Caveat: Αν χρησιμοποιήσετε την έκφραση για μελαχρινή, καστανομάλλα ή κοκκινομάλλα, είστε σλανγκικώς μη ορθός.

Πάσα: John Black, encore.

- Και πώς πήγε χτες με την Λάουρα;
- Πολύ ρομαντικά όπως πάντα. Έβαλα απαλή γαμωτζάζ στο ημίφως. Αρχίσαμε με έναν ιεραπόστολο, συνεχίσαμε με ένα σκυλίσιο και στην κρίσιμη στιγμή της σέρβιρα κανταΐφι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται απο το αγγλικό αρκτικόλεξο m.i.l.f. = mother I'd love to fuck. Αναφέρεται σε εμφανίσιμη γυναίκα 30+ ετών (που έχει, ή που θα μπορούσε θεωρητικά να έχει, παιδιά) και είναι βεβαίως κρεβατάμπλ.

Απαντάται και ο τύπος μιλφάκι.

- Πώς σού φάνηκε η Καίτη ;
- Μιλφάρα τρελλή !!!!

Στα 55 της η Marina Sirtis του Star Trek TNG έχει εξελιχθεί σε πρώτης τάξεως μιλφάρα! (από Vrastaman, 09/07/10)Απο άλλη σκοπιά (από Vrastaman, 09/07/10)

Δες και μιλφέιγ και μιλφού

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη δεγαμήτης προέρχεται απο την ένωση των λέξεων δεν και γαμάω. Υποδηλώνει άντρα κάθε ηληκίας που συμπεριφέρεται παιδιάστικα, δεν περιποιείται τον εαυτό του και δεν έχει βρεθεί ποτέ σε σεξουαλική επαφή. Άντρες τέτοιου είδους, συχνά βρίσκουν την απόλαυση σε οίκους ανοχής και γυναίκες κατώτερης νοημοσύνης γνωστές και ώς «χαζογκόμενες».

Κλασική περίπτωση δεγαμήτη: Κάθεται στο μπάρ, φοράει το παντελόνι πάνω απο τον αφαλό, τρίχρωμο πουκάμισο, λευκό φανελάκι απο μέσα και κρεμαστό στο λαιμό. Όταν περάσει απο μπροστά του μια γυναίκα την κοιτάει και του τρέχουν τα σάλια, αλλά δεν τολμάει να κάνει τίποτα. ΠΟΤΕ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αλανιάρα γκόμενα που υπηρετεί τα τσιμπούκια και δεν ικανοποιείται η όρεξη της για πεοθηλασμό...

Βλέπε: τσογλάνι

Ποια; Η Μαρία;... Μεγάλο τσιμπούκογλαν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ερωτικές συνευρέσεις που χαρακτηρίζονται για το μέγα πάθος που τις διακρίνει, την ιδιαίτερη ένταση και, στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, την ποικιλία στις εφαρμοζόμενες στάσεις.

Μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε κάθε περίπτωση που αναμένονται περιπτύξεις που προσομοιάζουν με ταινία πορνογραφικού περιεχομένου.

Άμα μου φάει το γκομενάκι το τσουτσέκι θα έχουμε ανάποδα ψαλίδια!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που αναφέρεται σε γυναίκα πλούσιας σε σεξουαλικές εμπειρίες, της οποίας οι πλούσιες φωνητικές ικανότητες, το σπάνιο ηχόχρωμα, αλλά και ο απύθμενος λάρυγγας, μπορούν να ικανοποιήσουν και το πλέον απαιτητικό πέος και να εξυψώσουν το πολιτιστικό και κάθε άλλο επίπεδό του.

Καλά η τύπισσα είναι πρώτη αρπάχτρα. Της μιλάει της ψωλής, της πιάνει και κουβέντα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λολίτα, νυμφίδιο ή γενικά γυνή οποιασδήποτε ηλικίας, προικισμένη με το σπάνιο χάρισμα να μπορεί, σαν άλλη θεά Κάλι, να ικανοποιήσει αποτελεσματικά περισσότερους του ενός ερωτικών συντρόφων -σε αρκετές περιπτώσεις, μάλιστα, χωρίς να υπάρξει κολπική ή πρωκτική διείσδυση.

Ρε, αυτής άμα της πετάξουμε τις ψωλές μας έξω θα κάνει μονόζυγο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένεκα που η ανάπτυξη της τεχνολογίας έθεσε τέλος σε πολλά πράγματα και καταστάσεις, έτσι και η έλευση του βίντεο αρχικά και των ντιβιντί αργότερα, καθώς και η ραγδαία πώληση πορνοταινιών στα περίπτερα (έναντι του κλασικού καλυμμένου χώρου των βίντεοκλαμπ) οδήγησε τα παραδοσιακά τσοντάδικα του ορισμού σε παρακμή, αλλά δημιούργησε την εξής διεύρυνση του όρου: Αντί για τους παραδοσιακούς κινηματογράφους πορνοταινιών, τσοντάδικα πλέον αποκαλούνται τα εξειδικευμένα βίντεοκλαμπ που πουλάνε (πλέον και ενοικιάζουν όπως και τα παραδοσιακά βιντεοκλάμπ) πορνοταινίες, ήτοι τσόντες, για όλα τα γούστα και διαθέσεις.

Η τωρινή έννοια του τσοντάδικου δεν κάνει διαχωρισμό ανάμεσα στο κατάστημα με σταθερή έδρα και σε αυτό που δραστηριοποιείται εμπορικά μέσω του διαδικτύου. Και τα δύο είναι εξίσου τσοντάδικα, εφόσον η πραμάτεια τους αφορά προϊόντα του συγκεκριμένου κλάδου. Επίσης, δεν έχει σημασία αν τα ίδια τα καταστήματα αυτοπροσδιόριζονται ως sex shop, καθότι το μεγαλύτερο μέρος των εμπορευμάτων τους αφορά ταινιακό υλικό (στην Ελλάδα πάντα, στο εξωτερικό δεν είναι ο κανόνας -για την ακρίβεια, εκεί συχνά υπάρχει διαχωρισμός μεταξύ των καταστημάτων που πωλούν ερωτικά αξεσουάρ και εξαρτήματα, και αυτών που δραστηριοποιούνται στις ταινίες και το έντυπο υλικό), άρα στην συνείδηση του ευρύ κοινού παραμένουν τσοντάδικα.

Ενίοτε δε, τσοντάδικα αποκαλούνται και απλά οι ιστοσελίδες πορνογραφικού ή αισθησιακού περιεχομένου, δείγμα της συγχρονίας του όρου με τις τωρινές εξελίξεις.

Βλ.επίσης τσόντα.

  1. Εμ δεν έχω forum για blogs, τσοντάδικο έχω. Πώς αλλιώς να εξηγήσω τον τόσο μεγάλο αριθμό ατόμων που έρχονται στο forum για το μοναδικό ουσιαστικά blog που υπάρχει με θέμα το sex;

Το τελευταίο διάστημα 9 από τα 10 top keywords που έψαχνε ο κόσμος ήταν σχετικά με sex. Το δέκατο είχε σχέση με χρήματα.

Αξιοσημείωτη όμως είναι η πρώτη τριάδα που έχει ως εξής:

  1. ερωτικες ιστοριες
  2. ερωτικεσ ιστοριεσ
  3. ερωτικές ιστορίες

Για να είναι περισσότερο ολοκληρωμένη η φράση, να προσθέσω ότι το keyword “ερωτικές ιστοριες” καταλάμβανε την έβδομη θέση, ενώ το keyword “ερωτικες ιστορίες” την δέκατη.

Όπως παρατηρούμε λοιπόν, η αναζήτηση της φράσης με σωστή ορθογραφία πήρε την τρίτη θέση, ενώ η ίδια φράση χωρίς τόνους είχε τον τριπλάσιο αριθμό ατόμων.

Τι είπαμε πως ψάχνουν οι Έλληνες στο internet; (Από εδώ)

  1. Απ' το μεσημέρι ψάχνω τη Visa μου.
    Ήμαρτον. Και θέλω να πληρώσω τη συνδρομή στο τσοντάδικο. (Εκεί)

  2. Το Τσοντάδικο κανονικά τον λένε βιντεο κλαμπ Έβδομη Τέχνη. Αλλά επειδή, εκτός από μερικά μπιμούβια για ξεκάρφωμα βασικά έχει τσόντες το λέμε έτσι. Μιλάμε για πολύ τσόντα. Ό,τι ανωμαλία θες ο Ίγκι το 'χει ή θα σ' το βρει. Που κανονικά δεν τον λένε Ίγκι άλλα Μπίλι αλλά επείδη είναι σαν τον Ίγκι Ποπ στα νιάτα του τον λέμε έτσι. Εκεί που λες μαζέυονται διάφοροι μαλάκες να δουν τι καινουριο παίζει στο χώρο του πορνό κι άμα είσαι καλός πελάτης ο Ίγκι ξηγιέται ουισκάκι. Άρχιδια μέρος για να πάω αλλά μόνο εκεί μπορούσα να πιω κάτι τζάμπα. (Παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά πρόκειται για εργαλειομηχανή κατεργασίας μετάλλων το οποίο διαμορφώνει μέταλλα αφαιρώντας τμήματα αυτών έτσι ώστε να πάρει την επιθυμητή μορφή, πλάτος και σχήμα, ή δημιουργεί σπειρώματα (πάσα) σε μια σιδηρόβεργα (συναντάται και ως μπόρινκ).

Μεταφορικώς πρόκειται για ένα τεράστιο πέος το οποίο χρησιμοποιείται για την κατεργασία ακατέργαστων τρυπών, έτσι ώστε να πάρουν την επιθυμητή μορφή, πλάτος και διάμετρο.

Και στις δύο περιπτώσεις ο χειριστής ονομάζεται τορναδόρος, ενώ η κύρια διαφορά ανάμεσα στα δύο είναι ότι στην δεύτερη περίπτωση, ο τόρνος αυτός δεν φέρει ούτε τσοκ, ούτε σαπόρτι και λειτουργεί χωρίς περιστροφή (και φυσικά χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα).

— Πω πω μανάρι μου, τι 'σαι συ; Έλα να σε ανεβάσω στον τόρνο μου, να δεις τι πάει να πει άντρας.
— Άντε να χαθείς, κρετίνε.

Δουλεύεις τον τόρνο, γιαυτό έχεις τόσο λαξεμένο κορμί. (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς σήμερα είναι η Παγκόσμιος Ημέρα Φραπέ, ήτοι η δεύτερη επέτειος από όταν ο Γιάννης Μίχας(φραπερνιστής με ονοματεπώνυμο, όχι disclaimers και μαλακίες) ανέρτησε το λήμμα φραπεδιά στο σλανγκρ (μια μικρή παλινδρόμηση για τον Σλάνγκο, μια μεγάλη ονείρωξη για το σλανγκεπώνυμον πλήρωμα), θα μου επιτρέψετε ένα φραπελήμμα οπισθοφυλακής, for old times' shake.

Γιατί το φραπέ; Θα διερωτώμην αν ήμουν η Ζακλίν ή η Ελένη Αρβυλέρ. Μα επειδή συνθέτει τα δύο θεμελιωδέστερα στοιχεία του Νεοέλληνα, την φραπεδούμπα και την μαλακία. Δηλώνει την ανάγκη του Νεοέλληνα να μην μαλακιστεί στην μοναξιά της κατά μόνας αμαρτίας, αλλά να την κοινωνήσει, να την μοιραστεί κατά το καλή κι η μαλακία, αλλά με το φραπέ γνωρίζεις κόσμο, να την συνδυάσει με παρακμιακή γκλαμουριά, να δώσει 50+ γιούρια για να πανηγυρίσει το γεγονός ότι είναι μαλάκας, (με παράπλευρη απώλεια την τενοντίτιδα των κοριτσιών, που δεν φταίνε τα καημένα σε τίποτα).

Ντεφραπεϊνέ, λοιπόν, είναι η ντεκαφεϊνέ κορασίς στριπτητζάδικου, κωλάδικου, μασατζίδικου και λοιπών τελειωμενάδικων, η οποία δεν περιέχει το φραπέ μεταξύ των υπηρεσιών της. Ο όρος υπονοεί ότι το φραπέ είναι ο ειδοποιός σκοπός της λικνιτζούς, που άμα δεν τον πραγματοποιεί είναι ελλιπής, λάιτ, σαν καφέ που δεν περιέχει καφεΐνη, προοριζόμενος για ανέραστους.

Υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ντεφραπεϊνέ:

  1. Η ντεφραπεϊνέ που είναι ντεφράπ, γιατί μπορεί. Είναι η ντίβα του φραπεδομάγαζου, η σταρ στον μικρόκοσμο της γκλαμουροφτήνιας, που όταν την βλέπεις, «νιώθεις σαν τον Cagney μπροστά στην Rita Hayworth μες στην τσίκνα μιας υπόγειας ζωής». Πιθανότατα αυτή η αιδοία έχει κάνει το αγροτικό της σερβίροντας φραπέ προς πάντα ενδιαφερόμενο στην αρχή της καριέρας της, και εφόσον έχει χτίσει το όνομά της, και έχει εξασφαλίσει τους τακτικούς της, απλά δεν έχει ανάγκη από το φραπέ για να βγάλει το νυχτοκάματο. Δηλαδή δεν είναι εγγενώς αντίθετη στο ενδεχόμενο του φραπέ, απλά δεν το χρειάζεται. Είναι η πιο όμορφη μες στον φραπενέ, και η σχέση αγάπης- μίσους του κωλομπαρικού πληρώματος προς αυτήν αποτυπώνεται στον χαρακτηρισμό της ως περσόνα νον φράπα (persona non frappa).

  2. Η ντεφραπεϊνέ από ιδεολογία. Κι αυτή έχει ποικίλες υποκατηγορίες.

Λ.χ. μπορεί να είναι η αθλητική would be χορεύτρια των μπολσόι, η οποία ασπαίρει να χωρέσει δύο καριέρες σε μία: Την καριέρα που θα έκανε στο καλλιτεχνικό πατινάζ ή στο χορόδραμα σε κάποια πρώην Σοβιετία, και την, φευ, μοίρα όπου την έχει ρίξει η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού. Η τοιαύτη λικνιτζού κάνει ασκήσεις ενόργανης γυμναστικής επί του πέοντος, υπερκινητικές φιγούρες, γενικά μεριμνά και τυρβάζεται περί πολλά, πλην επιμένει να παρακάμπτει το εν ου εστί χρεία. Ωστόσο, είναι ιδεώδης για ποδοφραπέ, αν καταφέρει να την ψήσει ο ψαγμένος μαλάκας.

Συναφώς, μπορεί να είναι η Μάρθα Βούρτση του φραπενείου, που στο πλαίσιο του πουτού-χουρού αναλογίζεται όλα όσα της έκανε η ζωή και η κενωνία. Όταν την στρατολογούσαν οι επιτήδειοι του trafficking, της είχαν υποσχεθεί ότι θα δουλεύει ως σερβιτόρα σε καφετέρια και θα σερβίρει καφέδες, και όταν έφτασε στο Ελλαδιστάν διαπίστωσε προς έκπληξίν της, ότι η δουλειά της είναι να δουλεύει σε καφετέρια και να σερβίρει καφέδες, κυριολεκτικά όμως. Με ύφος σαράντα γιακουμήδων νοσταλγεί πως το μαγαζί ήταν κάποτε τρε κομιλφό, ερχόντουσαν ηθοποιοί, τραγουδιστές και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις. Όμως, από όταν άρχισαν κάποιες συνάδελφοι να δίνουν κυριολεκτικά χτυπήματα κάτω από την μέση, το μαγαζί έχει γίνει μαλακομαγνήτης. Το χειρότερο είναι ότι ο αθέμιτος ανταγωνισμός επιβραβεύεται από την διεύθυνση του ευαγούς ιδρύματος, το οποίο ασκεί frappé-friendly policy καθώς το target group του είναι κυριολεκτικά ο κλασσικός ο μαλάκας ο Έλληνας. Έτσι η ντεφραπεϊνέ αδειάζεται και δεν έχει να επιστρατεύσει παρά τα γουτσιστικά της θέλγητρα.

Αντιστρόφως, στους ανθρωπότυπους της φραπεδιάρας ανήκουν: α) η τελειωμένη midlf mother I DON'T like to fuck, losing her looks, β) το φτωχό πλην τίμιο κορίτσι που προβάλλει ένα ίματζ βιοπαλαίστριας στο στυλ «καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή», γ) η ντίβα όταν κάνει το αγροτικό της και άλλες. Το καίριο είναι ότι στο φαντασιακό τουλάχιστον επίπεδο, το φραπέ ανήκει στο βασίλειο της ενδεχομενικότητας, ενώ το αντίθετο παράδειγμα, το γαμήσι στο ντέλο, στο βασίλειο της αναγκαιότητας.

Αυτοαναφορικώς, είναι το σλανγκρ στην μετά-φραπέ εποχή, όταν οι εύκολες λεξιπλασίες είναι καταδικασμένες στην συνείδηση του λαού.

- Θυμάστε ρε την Τζέσικα όταν περιμένανε στην ουρά για να τους φραπεδιάσει; Τώρα μας το παίζει μη μου άπτου ντεφράπ κι αυτή. Εμπάργκο που της χρειάζεται!

(από Vrastaman, 27/02/10)Tom Waits - Invitation to the blues (από Pirate Jenny, 28/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified