Selected tags

Further tags

(κρητική διάλεκτος)
Καυλώνω / θέλω να κάνω σεξ και τρίβομαι στους άλλους /-ες. Χρησιμοποιείται κυρίως για τις κατσίκες, αλλά το χρησιμοποιούν και οι ανθρώποι μεταξύ τους.

Μου φαίνεται πως το Μαριώ θυμίζει, γιατί όλη με τριγυρίζει και μου πετά διάφορα!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεχνική για πουτσοσκάμπιλο κατά την οποία ο θύτης επιτίθεται στο θύμα με απανωτές σκαμπιλιές, κρατώντας το πέος του (πέος σε μη πλήρη στύση) και στριφογυρίζοντάς το, επιτυγχάνοντας έτσι πολλαπλά χτυπήματα στο επιθυμητό μέρος του σώματος του θύματος.

— Τι τέρας θα μπορούσε να κάνει τέτοια ζημιά στο πέος σου; Το ξεπέτσιασες πλήρως!
— Μπα, δεν είναι τίποτα ιδιαίτερο! Απλά τα τελευταία βράδια περνάω την ώρα μου εξασκώντας πεοκόπτερο πάνω στα αρκουδάκια του μικρού μου αδερφού.

Πεοκόπτερο (από Vrastaman, 21/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να δείξει το επικό άνοιγμα κώλου το οποίο έχει δημιουργηθεί έπειτα από έντονο πρωκτικό έρωτα. Παρότι το 2 ευρώ δεν είναι αρκετά μεγάλο για να υποδείξει το πραγματικό μέγεθος της κωλότρυπας, δεν παύει να είναι το μεγαλύτερο νόμισμα!

Η χρήση του γίνεται κυρίως για να υποδείξει μια πουστάρα η οποία τον παίρνει συνεχώς με την όπισθεν τόσο που της έγινε ο κώλος 2 ευρώ!

Βασίλης: - Από χτες μου έχει γίνει ο κώλος 2 ευρώ! Ούτε να κάτσω δε μπορώ! Το μόνο καλό είναι ότι ξεπέρασα το πρόβλημα της δυσκοιλιότητας μου! Να ναι καλά ο Τάκης! ΦΡΑΠ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε βραχύσωμο - συνήθως - θηλυκό με φλογερή ματιά και σπάνιο ταμπεραμέντο. Υποδηλώνει πόθο και/ή λαγνεία προς το συγκεκριμένο πρόσωπο.

Πιθανολογείται πως προέρχεται από το καύλα και την κατάληξη ουδέτερων ουσιαστικών -όνι που προσδίδει τσαχπινιά αλλά και μεγαλείο (από το ιταλικό υπερθετικό πληθυντικού -oni).

Σύμφωνα με μια άλλη θεωρία πρόκειται για πάντρεμα του όρου καύλα με το αηδόνι.

  1. Καυλιδόνι είναι το μικρό και χαίρεσαι να είσαι μέσα του.

  2. Άσε το Σάββατο γνώρισα ένα καυλιδόνι...

Αρχαίο καυλιδόνι (από Vrastaman, 15/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγετε για κάποιον που φορτώνει στους άλλους τις δικές του υποχρεώσεις.

-Ρε, δεν με παρατάς που κι αυτό σε μένα θα το φορτώσεις! Εσύ κάνεις τον πούστη με ξένο κώλο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο δονητής, στην νεότερη σεξουαλική αργκό, διότι μέσω αυτού, υπό προϋποθέσεις καλής σκηνοθεσίας, μπορεί να εξαπατήσει ο πεσμένος ανήρ την γυνή, ως προς την επίδοση.

Επίσης, η πολλά υποσχόμενη εμφάνισή του ψεύδεται ότι παρέχει τον απόλυτο οργασμό ενώ δεν συγκρίνεται με τον οργασμό που απορρέει από σύμπραξη αληθινού έρωτα, με αγκαλίτσες και φιλάκια και ζουζουνίσματα.

Δεν είμαι σίγουρος δε εάν είναι και τζιβιτζιλο-αργκό...

Τα παραπάνω απορρέουν από μία σύντομη βόλτα από τα σεξ-σόπ και ουδεμία σχέση δεν έχουν με αληθινά πρόσωπα ή καταστάσεις (πεσμένος, ζουζουνίσματα, κλπ.).

Περιγραφή μεταξύ φίλων: «Μ@$#κα, θες να σου περιγράψω τι έκανα χτες με το πιτσιρίκι; Το ξεφτίλισα... Αφού το έπαιρνα για 2 ώρες χέρια-πόδια μέσα, μετά κουράστηκα, πείνασα και παραγγείλαμε πίτσες... Και αφού ήρθαν οι πίτσες, με το ένα χέρι της έμπηγα τον ψεύτη και με το άλλο έτρωγα πίτσα! Κι αυτό εκεί, καθόταν στον καναπέ μία ώρα και έσπαζε! Ούτε για κατούρημα δε με σταμάτησε!»

Δες και γαμπρός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εκσπερμάτωση, το χύσιμο, στην ορολογία των μπουρδελιάρηδων και των τσοντόβιων.

Υπάρχουν τουλάχιστον δύο εκδοχές για την προέλευση του όρου. Η πρώτη εκδοχή συνδέεται με τις ταινίες πορνό και τις σκηνές εκσπερμάτωσης οι οποίες έχουν πολλές φορές παραλληλιστεί (είτε από καλλιτεχνικά ψαγμένο σκηνοθέτη τσόντας είτε απλά στη φαντασία του θεατή) με άνοιγμα σαμπάνιας. Η εκσπερμάτωση λοιπόν αποκτά υπό τον όρο εκπωμάτωση αντίστοιχη δυναμική με το άνοιγμα σαμπάνιας και την εκτόξευση του άσπρου αφρού. Όπως γίνεται αντιληπτό μιλάμε για μία γκλαμουράτη εκδοχή του χυσίματος η οποία αποδίδεται με τον, μάλλον αδόκιμο για την γκλαμουριά της περιπτώσεως, τεχνικό όρο εκπωμάτωση.

Η δεύτερη εκδοχή συνδέεται με την φυσιολογία της εκσπερμάτωσης. Όπως αναφέρει και το σάιτ της ιατρικής σχολής του ΑΠΘ (εδώ)) «Η εκσπερμάτωση περιλαμβάνει δύο φάσεις - την προώθηση και την εξώθηση. Η πρώτη φάση αναφέρεται στη συλλογή του σπερματικού υγρού στη βάση του πέους και δεν συνοδεύεται από κάποια έντονη αίσθηση, παρά μόνο, ίσως, από την αίσθηση του επερχόμενου οργασμού. Η δεύτερη φάση απαιτεί τη σύσπαση των μυών, οι οποίοι είναι υπεύθυνοι για την εκσπερμάτωση, και συνδέεται με την μεγάλη ηδονή που συνοδεύει τον οργασμό» (αφού το διάβασα αυτό κατάλαβα γιατί μ’ αρέσει όταν χύνω). Αυτή η σύσπαση των μυών λοιπόν παρομοιάζεται με την απελευθέρωση του φελλού κατά την διάρκεια ανοίγματος φιάλης και έτσι έχουμε την προέλευση του όρου εκπωμάτωση.

Και στις δύο εκδοχές είναι βέβαιο ότι ο όρος εκπωμάτωση συνδέεται με την συσσωρευμένη αγωνία και προσδοκία για χύσιμο και την επακόλουθη χαλάρωση.

Σύμφωνα με μία τρίτη αδόκιμη εκδοχή η προέλευση του όρου οφείλεται καθαρά στην ακουστική ομοιότητα των δύο λέξεων.

Το Ζάκκειο εκπωμάτωσις είναι επίσης γνωστό.

  1. - Τσοντάδικο ή αίθουσα ΚΨΜ, στο υπόβαθρο ακούγονται ήχοι σεξουαλικής επαφής οι οποίοι καταλήγουν σε ένα μακρόσυρτο «χύνννννωωωωωω!»
    Στην αίθουσα ακούγεται: «Εκπωμάτωσις! Πλοπ!»

  2. - Πριν πέρασα από το 18 (το διπλανό μαγαζάκι) οπου ηταν μία εντελώς αίσχος η Νάταλι, (η πίπα της ήταν η αποθέωση, θα έλεγα οτι δεν ακούμπαγε καν τον πούτσο, δεν κατάλαβα πως το έκανε) τέλος παντων, μετά από ελάχιστο σπρώξιμο σταμάτησα (πριν την εκπωμάτωση ευτυχώς), να βρώ καμμιά πιο αξιοπρεπή κοπέλλα........... (από εδώ)

Πρώτη εκδοχή! (από lifeingr, 06/08/10)Δεύτερη εκδοχή (από lifeingr, 06/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δωμάτιο, ή κατ' επέκτασιν διαμέρισμα, τόσο μικρό, όσο για να χωρέσουν δυο, τρεις, άντε τέσσερις, μέχρι πέντε (όλοι οι καλοί χωράνε) ευκίνητοι κι ευλύγιστοι λαγοί, ανεξαρτήτως φύλου, και να κουτουπωθούν, αναμεταξύ τους και με διαφορετική σειρά, ή και με την αυτή.

Συναντάται και ως γαμηστρώνας (από το ρήμα γαμέω = αγαπώ και την κατάληξη -ώνας, που δηλώνει την συγκέντρωση πολλών αγαμημένων, από το κοιτώνας, στρατώνας κ.λ.π.), μέρος πριβέ-πιπέ, για παράνομα ζευγαράκια, ή και ως λαγότρυπα, δηλαδή η οπή στο έδαφος, όπου χωράει να χωθεί ο λαγός, ίσα-ίσα, χωρίς πολλά αξεσουάρ και κομφόρ.

Στην καθομιλουμένη από πολιτικούς παράγοντες και λοιπούς ηγεμονίσκους γλώσσα, χρησιμοποιείται για να στιγματίσει τη χαμηλή οικονομική αξία ακινήτου, σε σχέση με μοναστηριακής αξίας περιουσία και φιλέτα.

  1. Ανταλλάξανε οι εθνικοί προδότες, λαγογαμήστρες με ακίνητα στο Κολωνάκι...

  2. Σούλα: Σήφη, πάμε στη γκαρσονιέρα, να σου κάνω αέρα στα π@π@ρια, που ανάψανε από τη ζέστη, μη κάψεις κανένα όρχη;
    Σήφης: Πού μωρή Σούβλα; Σ' αυτή τη λαγογαμήστρα, θα πάθουμε κανένα ντουβρουτζά καλοκαιριάτικα!

(λαγογραμμιστής Ωρωπιώτης)

λαγογαμήστρας (από Ωρωπιώτης, 27/07/10)Γκάτζ, και ιδού το τέκνον! (από MXΣ, 31/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα μέτρησης (υπό ένταξη ακόμα στα διεθνή συστήματα MKS και CGS, λόγω γραφειοκρατίας του κράτους των Βρυξελλών) της σεξουαλικής δραστηριότητας του υπό εξέταση υποκειμένου σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα. Η μαθηματική του περιγραφή είναι ΠΧΛΜ.

Υπολογίζεται βάσει του μαθηματικού τύπου (μπ * f) / 100.000, όπου:

μπ είναι το μέγεθος πέους (κατ' άλλους προκύπτει από το «μπούτσος»), εκπεφρασμένο σε εκατοστά, δυνάμενο να πάρει τιμές από 1 εκ. έως 50 εκ., (1 ≤ μπ ≤ 50) για να μην το ξεφτιλίσουμε κιόλας...

f η συχνότητα των σεξουαλικών συνευρέσεων σε απόλυτα νούμερα, δυνάμενη να πάρει τιμές από 0 έως το άπειρο, (0 ≤ f < ∞).

Απαραίτητες διευκρινίσεις: (α) η μαλακία ΔΕΝ μετράει, παρά τις επίμονες προσπάθειες και έντονο lobbying των απανταχού της υψηλίου παιχτών, (β) όπως και με τα καλοκαιρινά μπάνια, ΝΑΙ, μετράνε και τα απογευματινά ως ξεχωριστά, δηλαδή όσες φορές τη μέρα πέσει ο πήδος, γράφει το κοντέρ και (γ) δεν χρειάζεται μεν να υπάρξει απτό προϊόν της πράξης, αλλά πρέπει αυτή να διαρκέσει τουλάχιστον 5 λεπτα ώστε να καταγραφεί ως κανονική και όχι απλά ως προσπάθεια χακεύματος του συστήματος.

Βλέπε και πεοχιλιόμετρα για μία περιφραστική περιγραφή του όρου.

  1. (απλό)
    Έστω πέος εν στύσει μεγέθους 22 εκατοστών, το οποίο έχει συνευρεθεί σεξουαλικώς το 2009 265 φορές. Να υπολογισθεί ο δείκτης των πουτσοχιλιομέτρων ΠΧΛΜ.

Λύση: Αν μπ=22 και f=265, τότε ΠΧΛΜ = (22 * 265) / 100.000 = 0.0583, ήτοι 58,3 πουτσόμετρα.

  1. (σύνθετο)
    Έστω πέος του οποίου το μέγεθος εν στύσει έχει πάρει τιμές από 18 εκατοστά έως 23 εκατοστά κατά τη διάρκεια της σεξουαλικά ενεργής ζωής (ΣΕΖ) του κατόχου του, η οποία για τις ανάγκες της παρούσας άσκησης υπολογίζεται σε 52 έτη. Κατά τη διάρκεια της προαναφερθείσας ΣΕΖ, ο κάτοχος του πέους συνευρέθη σεξουαλικώς άπαξ όλες τις εργάσιμες ημέρες (πλην ΣΚ). Να υπολογισθεί προσεγγιστικά ο δείκτης πουτσοχιλιομέτρων ΠΧΛΜ.

Λύση: Με την παραδοχή ότι η διαφορά Δ του μεγέθους του πέους προέκυψε γραμμικά κατά τη διάρκεια της ΣΕΖ, υπολογίζουμε τον μέσο όρο του μεγέθους χωρίς στάθμιση για τα έτη. Έτσι το μέσο μέγεθος μπ διαμορφώνεται σε 20,50 εκατοστά. Σ' ότι αφορά το f, υπολογίζεται ότι το υποκείμενο ήταν σεξουαλικά ανενεργό για 104 ημέρες κατ' έτος (52 εβδομάδες * 2 ημέρες του ΣΚ), άρα ήταν σεξουαλικά ενεργό για 261 ημέρες, χωρίς να υπολογίζονται τα δίσεκτα έτη, δεδομένης της εκφώνησης για προσεγγιστική λύση. Συνεπάγεται ότι το f διαμορφώνεται σε 13.572 (52 έτη * 261 ημέρες).
Έτσι, ο δείκτης ΠΧΛΜ ισούται με (20,50 * 13.572) / 100.000, δηλαδή με 2,7823 πουτσοχιλιόμετρα.

Μεχρι το απειρο κι ακομα παραπεραααααα (από Vrastaman, 30/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κυρίως σε πονήματα ερωτικής λογοτεχνίας, κλασικής αλλά και αγοραίας, για: το γυναικείο στήθος, το αιδοίο, τον κώλο και στα δύο φύλα.

Στην πρώτη περίπτωση η αναφορά έχει να κάνει με το μέγεθος του στήθους (όταν άρχισε να χρησιμοποιείται ο όρος τα ροδάκινα ήταν ροδάκινα και όχι αυτά τα γενετικώς τροποποιημένα φρούτα σε μέγεθος καρπουζιού που σήμερα ονομάζονται ροδάκινα) και την σφριγηλότητα της επιδερμίδας.

Στην δεύτερη περίπτωση η αναφορά συνδέεται με τρία χαρακτηριστικά: υφή, σχήμα και χρώμα. Αναλυτικά: το άτριχο ή ελαφρώς χνουδωτό της επιδερμίδας, την γραμμή που σχηματίζουν τα εξωτερικά χείλη του σε ορισμένα αιδοία και το χρώμα της επιδερμίδας. Για να χαρακτηρισθεί ένα αιδοίο ως ροδακινάκι πρέπει να πληροί και τα τρία χαρακτηριστικά. Να είναι αφενός ξυρισμένο και αφετέρου τα εξωτερικά του χείλη να σχηματίζουν μία αβαθή γραμμή που να θυμίζει ροδάκινο. Εννοείται ότι δύσκολα θα χαρακτηρισθεί ως ροδακινάκι αιδοίο “μαύρης γαζέλας” ακόμα και αν πληροί τα ανωτέρω δύο χαρακτηριστικά.

Σε ότι αφορά το χαρακτηρισμού κώλου η χρήση του όρου είναι μάλλον αδόκιμη και στις περιπτώσεις περιγραφής ανδρικού κώλου γίνεται κυρίως για ομοφυλόφιλους.

Έχει χρησιμοποιηθεί κατά κόρον σε μεταφράσεις Άρλεκιν ιστοριών soft core αλλά και μεταφράσεις Bukowski και Burroughs.

  1. Ως χαϊδευτικό το ροδακινάκι χρησιμοποιείται και για την προσφώνηση αγαπημένου προσώπου με ή χωρίς σεξουαλική αναφορά.

Ενίοτε δε και ως υποκοριστικό ερωτόλογο, το οποίο μας προέκυψε από τότε που νομίσαμε ότι οι Γάλλοι χρησιμοποιούν λέξεις φρουτολαχανικών για να εκφράσουν ναζιάρικα τον έρωτά τους (mon petit chou) και αποφασίσαμε να τους μιμηθούμε αλλά το λαχανάκι μας πήγαινε πολύ και βρήκαμε το ροδακινάκι. Στην πραγματικότητα βέβαια το αυθεντικά Γαλλικό “petit chou” αναφέρεται σε μικρό γλύκισμα. Σε κάθε περίπτωση βέβαια το ροδακινάκι είναι αρκετά τρυφερό ερωτόλογο νομίζω.

  1. - ...η Μαρία ήταν μελαχρινή με άσπρη επιδερμίδα και ένα στήθος μικρό ροδακινάκι... (από εδώ)

- Αχ … τρελός είσαι Τσάρλι.
- Ναι τρελός από έρωτα Νέλυ δεν το καταλαβαίνεις;» και με μία κίνηση έβαλε το χέρι του στο ροδακινάκι της Νέλυ.
- ΑΑΧ αχ τι κάνεις εκεί διάολε: Τι κάνεις;
- Θέλω να πάρω τους χυμούς σου Νέλυ.
(από εδώ)

-... Ο κωλαράκος μου είναι άτριχος και η υποψία χνουδιού τον κάνει να φαίνεται σαν λαχταριστό ροδακινάκι... (από εδώ)

- Χυδαίος, πρόστυχος, βρώμικος: ότι και να πει κάποιος για αυτό το αριστούργημα του Burroughs δεν θα μπορέσει να συλλάβει τις πραγματικές διαστάσεις αυτού του μυθιστορήματος. Άγριο σεξ με αγόρια με “νόστιμο κωλαράκι ωσάν ροδακινάκι”, μια αρσενική πουτάνα που πηδάει εκείνο τον πατριώτη και σκέφτεται “επιτέλους, να και μια τεκνατζού σωστή” μας δίνουνε μια ιδέα για την ηθελημένη προκλητικότητα αλλά και ερεθιστική συνάμα πραγματικότητα του συγγραφέα (από εισαγωγή στο βιβλίο του Burroughs “Γυμνό Γεύμα”)

  1. - ...ήταν γράμματα από τον πρώτο καιρό της γνωριμίας τους και αλληλογραφία με τους συγγενείς,
    πάντα ο πατέρας μου ξεκινούσε με τη λέξη «ροδακινάκι μου»... εδώ)

- Έλα βρε ροδακινάκι μου, έλα να κάνουμε αγκαλίτσες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified