Selected tags

Further tags

Το τέλος του γνωστού ανέκδοτου, που παρέμεινε σαν αμηχανοαυθόρμητη απάντηση στο σχόλιο «Καλό μουνί!!!!!». Επίσης λέγεται για οποιοδήποτε αντικείμενο χαρακτηρίζεται ως καλό.

Η απάντηση έρχεται αυθόρμητα και ως αστεϊσμός, αφού μηχανικά το μυαλό των συνομιλούντων πάει στο ανέκδοτο που παραθέτω:

Πέμπτος όροφος, κτίριο κάπου στη 765746η λεωφόρο της Νάβα Γιόρκα. Νταβατζής, κάργα στη μαστούρα οργιάζει με τις υπαλλήλους του. Βγαίνει στο μπαλκόνι με μία από αυτές και επιδίδεται σε ακροβατικά σεξουαλικά. Εκεί, σε μια πιρουέτα, η γκόμενα γλιστράει και καταποντίζεται. Ο νταβατζής τύφλα και απορημένος μπαίνει μέσα στο δωμάτιο και συνεχίζει με άλλη παρτενέρ. Η προηγούμενη γκόμενα πέφτει από τον πέμπτο όροφο -γυμνή εννοείται- και καρφώνεται με το κεφάλι σε κάδο σκουπιδιών, σε σκυλίσια στάση.
Εκεί παραδίπλα γυρίζει ένας αλκοολικός άστεγος, που ψάχνει τους διπλανούς κάδους. Ξαφνικά γυρνάει, βλέπει την γκόμενα. Γδύνεται γρήγορα και αρχίζει να την γαμάει. Τελειώνει, κατεβαίνει και συνεχίζει τον δρόμο του. Χαμένος όπως είναι ο δρόμος τον ξαναβγάζει από το ίδιο στενό, οπότε αφού έχει ξαναγεμίσει, ρίχνει άλλο ένα στα γρήγορα. Η κατάσταση αυτή συνεχίζεται, και κάποια στιγμή, μονολογεί:
- Καλό μουνί... δε λέω, αλλά γιατί το πετάξανε;

- Κοίτα τι περνάει....
- Καλό μουνί!!!!
- Ναι, αλλά γιατί το πετάξανε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μαλακία στα φλωρατζήδικα, καθώς και για τις μωρές παρθένες που δεν θέλουν να βωμολοχήσουν σε δημόσιο χώρο. Πρβλ. και μακακία που θυμίζει τον πίθηκο μακάκο, ενώ η λαλακία θυμίζει τον λαλάκη, το γνωστό ευτραφές και μπουλουκοειδές παιδί που τον κάνει τρόμπα για οποιοδήποτε λόγο, πίνει γάλα Πουστλέ και δεν πρέπει να πάει στα βαθιά όταν κάνει μπάνιο. Κατά τον Διαστροφικό Γλωσσολόγο, «η λέξη προκύπτει από τη λέξη λάκης με αναδιπλασιασμό της πρώτης συλλαβής για λόγους έμφασης».

  1. η συγκεκριμενη δηλωση νιωθω οτι με προσβαλλει. δεν ειναι δυνατον να πεταγεσαι και να λες φιλε μου οτι ο καθενας γραφει οτι λαλακια του κατεβει εδω μεσα. να σεβεσαι τον εαυτο σου και μετα τους αλλους.ποτε δεν ξερεις ποιος κρυβεται πισω απο ενα nick name. το θεωρω απαραδεκτο για το υφος του noiz , και οφειλω , επειδη τυχαινει να γνωριζω πολλα ατομα απο εδω , σε πληροφορω οτι η πλειοψηφια , δεν λεει ....«λαλακιες».
    στο κατω κατω ποιος εισαι εσυ που θα κρινεις ποιος λεει τι εδω μεσα. τοσο ξερολας εισαι πια;

(Δεν πλακώνονται μόνο στο σλανγκρ, αλλά και εδώ).

    1. Δε θα μας φτάσεις ποτέ στη λαλακία. Όσο κι αν το παίζεις τζόβενο στις αγοροπαρέες σου, ότι και καλά βλέπεις τσόντες από μικρή και αυνανίζεσαι συχνά και άλλα τέτοια, δεν έχει να κάνει. Η λαλακία στον άντρα δεν είναι ούτε αστείο, ούτε κάτι γλυκούλι που κάνουμε για να περνάμε καλά. Είναι σκοτεινό και άρρωστο. Ένας εθισμός που καταλαμβάνει μεγάλο κομμάτι της ημέρας μας, τόσο στο σχεδιασμό όσο και στην εκτέλεση. Η γυναίκα για να αυνανιστεί θέλει να είναι ζεστά και άνετα, με την ταινιούλα της, το παπλωματάκι της, το μπανάκι της και όλα τα ωραία. Όχι πως δεν απολαμβάνει και ο άντρας τα παραπάνω. Αλλά αν χρειαστεί, μπορεί να βαρέσει λαλακία πίσω από ένα σκουπιδοντενεκέ σε σκοτεινό σοκκάκι, χρησιμοποιώντας για υλικό το τελευταίο φωτορεπορτάζ του Έψιλον με εικόνες από νεκρά παιδιά στο Μπαγκλαντές. Εσύ μπορείς;
      (Συμβουλές για κυρίες που δεν θα βρείτε σε γυναικεία περιοδικά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα εκκρίματα του γυναικείου αιδοίου κατά τη διάρκεια του γυναικείου οργασμού, αποτελέσματος στοματικού έρωτος, ήτοι αιδοιολειχίας, καθότι κατά την απορροήν των προς την επιφάνειαν των αισθητηρίων της του παρτενέρου γλώσσης, ομοιάζουσιν ως προς την αχινοσαλάτας γεύσιν.

Βεβαίως, υπάρχουσιν αιδοία τύπου τυροκομείου, παραγωγοί εκκριμάτων σαφώς διαφορετικής υφής και γεύσεως, άτινα δεν χωρούν εις το παρόν λήμμα.

- Τι έγινε χτες, ρε Μάικ; Το' πνιξε το κουνέλι η μικρήτελικά;
- Μπα... Μόνο αχινοσαλάτα έφαγα... Πάλι δε μ' άφησε...

(από Vrastaman, 27/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ρήματος φασώνω. Άνδρας ο οποίος φασώνεται με διάφορες κοπέλες.

Ο Γιώργος έχει εξελιχθεί σε μεγάλο φασωτή. Κάθε βράδυ φασώνεται με άλλη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγωγο του ρήματος φασώνω. Η κοπέλα η οποία συμμετέχει ενεργά σε φάσωμα. Παραπέμπει ηχητικά στο «μαθητευόμενη», το οποίο συμβολίζει τη διάθεση για μάθηση / φάσωμα.

- Η Τούλα, παρότι ντροπαλή, πλέον έχει γίνει αστέρι!
- Ε τι περίμενες; Τόσα χρόνια φασητευόμενη κάτι έμαθε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση κατά την οποία κάποιος έχει να φασωθεί πολύ καιρό.

- Πού 'σαι ρε μαν, όλα καλά;
- Άσ 'τα να πάνε φίλε, είμαι σε αφασία εδώ και 3 μήνες. Δεν παίζει γκόμενα.
- Κατάλαβα... Κουράγιο!

Φάσες (Αγριοπερίστερα). Η έλλειψη τους συνιστά αφασία  (από GATZMAN, 28/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η σφαλιάρα στον κώλο κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης, όταν από την καύλα το σεξ περνάει σε φάση «χτύπα-με-στον τοίχο-και-σύρε-με-σε σπασμένα-γυαλιά». Συνήθως γίνεται στα τέσσερα, αλλά οι ψιλές μπορούν να αρχίσουν να πέφτουν ακόμα και στα προκαταρκτικά. Ενίοτε σερβίρεται με βρωμόλογα.

Κύριο συστατικό επιτυχίας του κωλοσκάμπιλου είναι να πετύχει κανείς το σωστό «πλατς», προσγειώνοντας το χέρι με εκλεπτυσμένη δύναμη πάνω στο κωλομέρι, πράγμα που απαιτεί ιδιαίτερη επιδεξιότητα, σε ώρα μάλιστα που το μυαλό έχει βαρέσει κόκκινα.

Σε πιο γενικευμένη χρήση, το κωλοσκάμπιλο σημαίνει την σφαλιάρα στον κώλο γενικώς και αορίστως, χωρίς απαραίτητη σεξουαλική πρόθεση (βλ. παράδειγμα 3).

  1. (από εδώ)
    «Από Θεσσαλία και κάτω,ειδικότερα Αθήνα και Πελοπόννησο,η κατάσταση γίνεται τραγική.
    Ναι μεν είναι ωραία κομμάτια,αλλά ο κώλος τους έχει ραντεβού με το πίσω μέρος από τα γόνατα.
    Την έχεις την τύπισσα στα 4,βαράς κωλοσκάμπιλο και ο κώλος βρίσκει στις φτέρνες.
    Αντίθετα,από Όλυμπο και πάνω,η κατάσταση αλλάζει ριζικά...Εκεί έχει άλλα γούστα....»

  2. (από μπουρδελοσυζήτηση)
    «Ασε εχω κανει του κοσμου τα ταματα στον Αγιο Σουφριο αλλα δεν βλεπω να μας ξαναερχεται. Ηταν πραγματικη Ιεροδουλος!!

Παντως για να ειμαστε και εντος τοπικ, γουσταρω πολυ να ριχνω κωλοσκαμπιλο.»

  1. (από εδώ)
    «Επί του θέματος τώρα, συμφωνώ με τον republican πως η τιμωρία είναι αναπόσπαστο μέρος της εκπαίδευσης -γιατί για εκπαίδευση στα βασικά μιλάμε, όχι;- απλώς δεν είμαι βέβαιος αν η χειροδικία είναι η σωστή έκφραση αυτής της τιμωρίας. Θεωρώ αυτονόητο βέβαια πως όταν λέμε »χειροδικία«, εννοούμε όλοι κανένα κωλοσκάμπιλο ή καμιά στο χέρι και όχι σκηνικά Quake III. »

βλ. και κωλοχτύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άλλη λέξη για τις βρισιές: σχηματίζεται από τις βωμολοχίες και τα βρωμόλογα, έτσι για να δώσει περισσότερη ένταση στο μπινελίκι. Ενίοτε υπονοούν τη σεξουαλική απόχρωση που μπορεί να έχουν τα βρωμόλογα (βλ. παράδειγμα)...

  1. (τις ευχαριστίες για την ασίστ στον φίλο μου Νίκο!)
    - [...] και την βάζω στα τέσσερα και μου αρχίζει τα «σκίσε με καύλαρε» και κάτι τέτοια... Ε μου γυρνάει το μάτι και την αρχίζω σε κάτι βωμόλοχα και κωλοσκάμπιλα που έγινε κόλαση!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο εκθηλυμένος γκέι. Μαρτυρείται στην Ελληνοφρένεια, στον διάλογο με τον καμπαρετζή (βλ. μήδι).

Υπάρχουν διάφοροι ευσεβείς σλανγκο-λογισμοί για την προέλευση της έκφρασης, από τους οποίους ο σημαντικότερος είναι ότι για να θυμιάσεις πρέπει μοιραία να σπάσεις καρπό. Πλην, το σπάσιμο του καρπού, γνωστό και ως σύνδρομο καρπιαίου σωλήνος αποτελεί την διαφορική διάγνωση με την οποία διακρίνεται ο λεβεντομαλάκας απ' τον τρεντόπουστα. Σε περαιτέρω εκφυλιστική μορφή του, γίνεται αυτό που οι επιστήμονες ονομάζουν τσαγιέρα, ενώ μια ακραία παρενέργεια αν δεν αντιμετωπιστεί έγκαιρα είναι και αυτό το κάψιμο της βάτας. Όλα αυτά αρχίζουν, λοιπόν, από το απλό σπάσιμο ή και τίναγμα του καρπού που θυμίζει θυμιάτισμα στην εκκλησία.

Σύμφωνα με άλλες ευσεβείς θεωρίες, το ίδιο το θυμιατό παρομοιάζεται με άνθρωπο, ο οποίος περπατά λικνιστά σαν λικνιζόμενο θυμιατό. Είναι δηλαδή ο τοιούτος συμπολίτης μας, αυτό που αποκαλείτο από τους αρχαίους ημών προγόνους ως ἁβροβάτης. Εξ ου και η έκφραση το κουνάει το θυμιατό.

Εφόσον μάλιστα η υποδοχή του θυμιατού παρομοιαστεί ανατομικώς με την ανθρώπινη έδρα, τότε μπορούμε να πούμε βάσιμα για τον τοιούτο ότι το βάζει το καρβουνάκι στο λιβανιστήρι. Η υποδοχή του λιβανιστηριού συνδέεται εξάλλου στο φαντασιακό με την έδρα που περιμένει το «καταναλίσκον πῦρ», όπως φαίνεται και στην αντιστροφή θα σου χέσω το λιβανιστήρι, όπου το Πονηρόσκυλο αναφέρει και την σχετική θεολογική αλληγορία. Σχετική, επίσης, και η απειλή «θα σου κάνω τον κώλο βουλγάρικο θυμιατήρι».

Ασφάλουσλυ στην γκεουλοπρεπή εσάνς του όρου έπαιξαν ρόλο και όλοι οι όλα τα θυμιατά πάνω μου μιτρομανείς πρωκτοσύγκελοι, (μην ξεχνούμε ότι ο Γιάννης Τσαρούχης συνήθιζε να ζωγραφίζει την αυτοπροσωπογραφία με πλήρες outfit ρωμηού μητροπολίτη να θυμιατίζει), και, κυρίως, το ανέκδοτο με τον παπά που θυμιάτιζε στην Μύκονο, βλ. εδώ.

Μεγεθυντικό: βουλγάρικο θυμιατήρι.

  1. Εναλλακτικώς, ως θυμιατό μπορεί να χαρακτηριστεί ο αρειμάνιος καπνιστής, βλ. θυμιατίζω.

Πάσα: κυρ-Πατσούλης.

  1. (Δες)
    - ΣΚΑΙ εκεί; Θα ήθελα για μια διαφήμιση...
    - Τι διαφήμιση;
    - Για ένα καμπαρέ στον Πειραιά...
    - Καμπαρέ στον Πειραιά; Έχει και ναύτες;
    - Ωχ ρε Μήτσο, σε θυμιατό πέσαμε ρε πούστη...
    - Θυμιατό;
    - Λιβανιστήρι!
    - Εξαπτέρυγο...
    - Σε θυμιατό πέσαμε. Μπορείς να μου δώσεις κάποιον να μιλήσω σοβαρά;
    - Για τον Τσαρούχη τι γνώμη έχετε;
    [...]
    - Δηλαδή τα κορίτσια εκεί στο καμπαρέ πετάνε τα στήθη έξω;
    - Ρε θυμιατό δεν είναι για σένα αυτά... Εσύ είσαι σκέτο λιβανιστήρι!

(από Khan, 30/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρήμα χαρακτηρισμού προς ομοφυλόφιλους άντρες, το οποίο δηλώνει ότι λόγω της μεγάλης πίσω οπής τους, θα βούλιαζαν μέσα στο νερό.

- Δες το Τάσο πώς κουνιέται ρε!
- Καλά, αυτός βουλιάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified