Selected tags

Further tags

Από το χάρβαλο που προέρχεται κατά μια ακόμα ετυμολογία από το άρβαλον, (απ’ τη ρίζα -ρα- > ρήγνυμι (γ>β) > ραβάσσω > αρραβάσσω (α, ευφωνικό.) > αραβέω > άραβος > αρβαλώ) που σχετίζεται ως προς τη σημασία με το ρήμα αρβελίζω που σημαίνει κόβω σε μικρά κομμάτια.

1. Σημαίνει κάτι που είναι χάρβαλο, σαράβαλο, ξεχαρβαλιασμένο, και γι’ αυτό κάνει θόρυβο.

Όπως έφη ο acg, χάρχαλο είναι το ξεχαρβαλωμένο πράγμα, κάτι που έχει προ πολλού χάσει το αρχικό του σχήμα· βρίσκοντας σύμφωνο τον xalikoutis πως χάρβαλο κατράβαλο είναι παιδική λέξη για το χάρχαλο ή το σαράβαλο (εδώ).

Όταν αναφερόμαστε σε κτίρια, οικοδομήματα ή κατασκευές σημαίνει ερείπιο, ρημάδι.

2. Για πρόσωπα είναι ένας μειωτικός χαρακτηρισμός που σημαίνει χαζός, βλάκας, μαλάκας που έχει πάρει ψηλά τον αμανέ.

Aν αναφερόμαστε σε ηλικιωμένους δίνεται έμφαση στη μεγάλη ηλικία και υπονοείται πως είναι ανήμπορος σωματικά, ξεκουτιασμένος, ραμολί.

3. Στον πληθυντικό χάρχαλα σημαίνει αρχίδια, προφανέστατα αντί του χαρχάλια.

Οι εκφράσεις μου ‘κανες τ’ αρχίδια χάρχαλα ή μου τα ‘κανες χάρχαλα είναι ταυτόσημες με τις: μου ‘σπασες/ζάλισες τ’ αρχίδια, μου τα ‘πρηξες/ζάλισες.

4. Κυρίως στον πληθυντικό σημαίνει τα άχρηστα μικρά κομματάκια, θρύμματα, σκουπίδια που προέρχονται από την κατεργασία/επεξεργασία κάποιας πρώτης ύλης για να δημιουργηθεί κάποιο χρήσιμο αντικείμενο / προϊόν.

Εξού η φράση είναι για τα χάρχαλα σημαίνει πως κάποιος ή κάτι είναι άχρηστο/για τα μπάζα, για τα σκουπίδια, για τα τσακίδια, για τον πούτσο.

5. Όταν αναφερόμαστε σε μια κατάσταση είναι συνώνυμο του μπάχαλο.

Υπάρχουν και τα κάργα σχετικά:

6. ο χαρχάλας, χαρχαλάς,

7. η χαρχάλα,

8. η χαρχάλω,

9. Τα ρήματα χαρχαλεύω, χαρχαλίζω, χαρχαλώ σημαίνουν κάνω θόρυβο ψάχνοντας, ψαχουλεύοντας, ανακατεύοντας διάφορα πράγματα αλλά και χαϊδεύω, πασπατεύω, γαργαλεύω, σκαλίζω, αφρατεύω το χώμα, μαστορεύω.

Σχετικό και το Κερκυραϊκό χαρχαλιάζω που σημαίνει «δοκιμάζω».

Όταν ένα ζευγάρι χαρχαλεύεται σημαίνει πως ερωτοτροπεί, βρίσκεται στα προκαταρκτικά.

Προέρχονται από το χαλεύω (με αναδίπλωση του χαλ-, κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα) που σημαίνει ψάχνω (αναζητώ, ζητώ, γυρεύω, θέλω –από το «σκαλίζω» ή το «χαλώ»: διαλύω τα ενωμένα, αραιώνω τα πηχτά, ανοίγω τα κλεισμένα).

Μια άλλη ετυμολογία τα θεωρεί ηχομιμητικά.

  1. «…είχα κι εγώ ένα χάρχαλο αμάξι εικοσαετίας που δεν το κινούσα σχεδόν καθόλου παρά μόνο αν χρειαζόταν για το παιδί...»

  2. «…Πολλοί πιστεύουν ότι είμαι ηλίθιος και μηδαμινά ταξιδεμένος που δε γουστάρω τη Σαλόνικα. Τουλάχιστον για το δεύτερο είναι πολύ σωστοί. Μα δε μπορώ το άναρχο μπάχαλο, πρασινοτσιμεντένιο με βούλες από πολιτισμό μεταφρασμένο σε δυο-τρία πέτρινα χάρχαλα σε κεντρικά σημεία…»

  3. «-σιγά ρε θείο. Και εμείς αγαπήσαμε αλλά δεν κάναμε έτσι. Κάναμε χειρότερα.
    -ρε χάρχαλο , δεν την αγάπησα. Αλλά η γυναίκα είναι απίστευτη. Σε περίπτωση που είσαι ολίγον πιτσιρικάς και ολίγον πουτανοκαψούρης, άνετα και με συνοπτικές το κάνεις το έγκλημα...»

  4. «…Ένα παιδαρέλι, ένας δανδής, ένα χάρχαλο. Δεν ηξεύρω κιόλας, αν ημπορούσε, κατά τη σκαμπρόζικη ιδέα του Βάρναλη, να γαμεί. Έχει το μυαλό ενός μεγάλου παιδιού. Ό,τι και να ειπεί είναι παρόλες και λύματα. … Ο Σιδώνιος με την ποίησή του, θαρρεί ότι θα φωτίσει τον κόσμο. Και γι’ αυτό τα δίνει όλα για την ποίηση. Και τη ζωή και το θάνατο. … Ωστόσο από το ζωηρό Σιδώνιο λείπει το καίριο. Εκείνο που δεν έλειψε βέβαια από τον Αισχύλο. Του λείπει η χάρη της αληθινής γνώσης. Του λείπει η φυσική διαλεκτική με τη σκληρότητα του κόσμου και της ζωής, που είναι ανεκλάλητα αδυσώπητη. Εντελώς αναγκαία όμως για τη μεγάλη τέχνη…»

  5. «…Εγώ έτυχε να αγοράσω απ’ αυτόν τον χάρχαλο, το φίλτρο αέρα που έχει το VTEC αφού τσακωθήκαμε μέχρι να τον πείσω ότι το φίλτρο που κάνει για το δικό μου είναι αυτό του μοντέλου 1998 (δεν υπήρχε στον κατάλογο το μοντέλο το δικό μου....και ήταν και 2003 ο κατάλογος!!!) ήθελε να του πάω και όλας το mail που μου έστειλαν απ’ την Αμερική κάποια παιδιά που μου έλεγαν ότι είναι ίδιο το φίλτρο με του 1998. Ποτέ ξανά απ’ τον τύπο γιατί το υφάκι μου την δίνει στον εγκέφαλο...»

  6. «…Αυτό το χάρχαλο ο Δεξιοκουμουνιστής όπου υπάρχει μάσα μέσα είναι. … Μας έχουν ζαλίσει τα ούμπαλα με τη μουσική του. Και λοιπόν; Όταν θέλει να προβληθεί κάνει τον κουμουνιστή μετά το γυρίζει στη δεξιά για να τα κονομήσει…»

  7. «…Όσο για τη Λάτσιο δε με νοιάζει που ήταν άουτ το γκολ. Με νοιάζει που έξυνε τα χάρχαλα του. Και το γκολ μέτρησε…»

  8. «…Ρε συ μ..1 τι πράγμα είναι αυτό με σένα ρε τρεις μέρες τώρα; τι ζόρι τραβάς και τους έχεις κάνει τ’ αρχίδια χάρχαλα των ανθρώπων εδώ μέσα; Σεβάσου ρε κακομοίρη το χώρο που σε φιλοξενεί. κι εγώ αλλόθρησκος είμαι αλλά σέβομαι το χώρο εδώ μέσα…»

  9. «…Κατά την πορεία της μεταφοράς ο αγωγιάτης-αγγειοπλάστης έπρεπε να επαγρυπνεί μην τυχόν εκτραπεί ο γάιδαρος από τη μέση του δρόμου και προσκρούσουν τα τσίκαλα σε κανένα τράφο ή δέντρο και γίνουν χάρχαλα….»

  10. «Β…ς Μ…ς – Το προσωπικό μου πουλέν εδώ και χρόνια. Κάτι όμως μου λέει, ότι θα είναι λίγο για τα χάρχαλα. Μην με ρωτάτε να σας εξηγήσω, το είδα σε όνειρο…»

  11. « Είτε αποποινικοποιήσουμε είτε όχι (την ινδική κάνναβη) το ίδιο χάρχαλο θα γίνεται. Μην την ψάχνετε…»

  12. « Μα είναι δυνατόν κάποιοι γραφειοκράτες, καρεκλοκένταυροι, δεινοσαυρίσκοι του χειρίστου είδους να εκθέτουν έτσι μια ολόκληρη χώρα και κανείς να μην κάνει κάτι επιτέλους; Δεν υπάρχει πολιτική ηγεσία, σ’ αυτό το χάρχαλο που λέγετε ΥΠΑ, να τρίξει λίγο τα δόντια;..»

  13. «…Η άμυνα όπως καταλάβατε έκανε μεγάλο παιχνίδι όμως το κλειδί ήταν ότι στη μεγαλύτερη διάρκεια του αγώνα το κέντρο ήταν συγκροτημένο κι όχι χάρχαλο…»
    (όλα απ’ το δίχτυ)

  14. - Πώς και δεν ακούγονται τα πιτσουνάκια;
    - Θα χαρχαλεύονται ακόμα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Κατά τον Αντώνιο Ν. Βάλληνδα (Πάρεργα: Φιλολογικά πονημάτια 1887) σημαίνει «κώδων κακοήχως σημαίνων».

Επίσης, «το βελανίδι που μαζεύεται το φθινόπωρο» (όπως αναφέρει εδώ ο xalikoutis).

Σήμερα:

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα,

  • σημαίνει την άσχημη γεροντοκόρη, τη χοντρή και πλαδαρή γυναίκα.
  • σήμερα χρησιμοποιείται σαν το πουτάνα και τα συναφή όπως λέει εδώ ο xalikoutis. Συνώνυμο το χαρχάλω (κατά μια έννοια).

    Όμως, αρχικά, σήμαινε τη χοντρή και πλαδαρή πουτάνα που ‘χε χρόνια στο κουρμπέτι (οπότε αφενός πεπειραμένη, αφετέρου γριά, για το λειτούργημα) στυλάκι: «κλάσε λιγάκι μωρή, να βρω το δρόμο» -ίσως εδώ(;!) να έγκειται κι η πιθανή συγγένεια με το «χαρχαλεύω».

2. Τρύπα (που εύκολα συσχετίζεται με το πουτάνα).

3. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκινήτου ή μοτοσικλέτας, αλλά όχι μόνο) ουσιαστικά έχει την ίδια ακριβώς έννοια με το χάρχαλο, το χάρβαλο και (κατά μια έννοια) με το χαρχάλω με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας και/ή υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

4. 'Οταν πρόκειται για χρήματα σημαίνει

  • το εύκολο, μαύρο χρήμα που προέρχεται από διαπλοκή,
  • τη μεγάλη μάσα, το φαγοπότι μεγάλων ποσών.

    5. Η έκφραση μ’ έφαγε η χαρχάλα κατά το Λαρ’σινό Λεξ’κό σημαίνει τον ήπια, τα ‘παιξα, τα ‘φτυσα, τα είδα όλα.

6. (Στην Κρήτη, κυριολεκτικά), η σφενδόνα. Προέρχεται απ’ τη διχάλα κι αυτή απ’ το αρχαίο χαλή (χηλή) - αφιερωμένο στον xalikoutis που το ‘χε απορία εδώ.

Παρεμπιπτόντως, απ’ εδώ προέρχονται:

  • τα Κρητικά: το χαχάλι, η χαχαλόβεργα και τα Χιώτικα: το χάχαλο, ο χάλος, το χαλούνι, ο χαχάλης (το κλαδί ή το ξύλο ή σίδερο που καταλήγει σε διχάλα –το δικράνι - αλλά και το σχήμα V),
  • η Κρητική χαχαλιά (η χούφτα - και σαν μονάδα μέτρησης μικροποσοτήτων).
  1. «…Όντας όμως πρακτικός άνθρωπος, σκέφτηκε πως αν έλεγε πως παντρεύεται για την περιποίηση του ορνιθώνα του, σίγουρα θα τον εκλάμβανε (η γριά προξενήτρα) για κανέναν αγροίκο ορεσίβιο και ασφαλώς θα του φόρτωνε καμιά χαρχάλα…»

  2. «…Παραπονείται επίσης, στον έναν από τους δυο σιδηροδρομικούς …. ότι στις τουαλέτες του τρένου που πήγε πριν από λίγο να κάνει την ανάγκη της, δεν είχε νερό. Ο σιδηροδρομικός, …., το παίρνει κατάκαρδα. -Έλα εδώ μωρή καριόλα!.. Που θα μου πεις εμένα πως δεν έχει νερό το βαγόνι!.. Που δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα, κωλόβλαχα!.. Έλα εδώ μωρή φακλάνα. Να σου δείξω εγώ αν έχει ή δεν έχει νερό το τρένο... Γιατί φεύγεις μωρή χαρχάλα; Έλα ‘δω!....»

  3. «… η ωραία κίνηση ήταν η πάσα πριν το γκολ! Εκεί που αδειάστηκε η άμυνα! Από κει και πέρα ο παίκτης ήταν ελεύθερος πια με καθαρό οπτικό πεδίο είδε την χαρχάλα που άφησε ο πορτιέρο και με ένα καλό τωόντι σουτ έγραψε…»

  4. «…Και με αυτά τα λόγια σηκώνει το μαστίγιο και το κατεβάζει πάνω στον πισινό μου. Αυτή τη φορά, το χτύπημα δίνεται έτσι ώστε η λουρίδα να χωθεί σαν φίδι ανάμεσα στα σκέλια και να προσβάλει την χαρχάλα που χάσκει ανοιχτή…»

  5. «…Ναι, υπάρχει το ταξί. Αλλά κοστίζει περισσότερο από μια κακοσυντηρημένη χαρχάλα που δυστυχώς τα ΚΤΕΟ επιτρέπουν να κυκλοφορεί….»

  6. «…Εδώ συζητιέται αν το Samsung Omnia (WM 6.1) θα είναι καλύτερο από το iPhone και θα είναι η χαρχάλα της Nokia με το «φοβερό» Symbian Touch UI καλύτερο; Χα Χα….»

  7. «…Μα η τελευταία Νομαρχιακή απόφαση του Ψωμιάδη δεν ήταν και πάλι χαρχάλα χρήμα στον εξυπνάκο μας από την καύση σκουπιδιών; έλεος πια!! …»

  8. «…Ο Προϊστάμενος της Διεύθυνσης επί ΠΑΣΟΚ έβγαζε από τις επιτροπές 19,000€. Αυτό είναι γραμμένο σε αγωγή Πασοκτζή Προϊσταμένου που αντικαταστάθηκε τον Αύγουστο του 2004 και ζητάει αποζημίωση γιατί αντικαταστάθηκε «παράνομα» και ζημίωσε. Γι' αυτό και το μένος της κυρίας που φαίνεται ότι είχε γλυκαθεί στην χαρχάλα. Όλα τα άλλα (διδακτική εμπειρία κλπ) είναι φούμαρα για αφελείς….»

  9. «…ο “τζάμπα” λιγνίτης δυστυχώς η ευτυχώς τελείωσε για τις επόμενες γενιές. Τώρα τα κοράκια βάλαν μάτι στα υδροηλεκτρικά Αώο, Αχελώο, Αξιό κλπ. Εκεί είναι το ζουμί και η χαρχάλα….»

  10. «…Γιατί μ’ έφαγ’ η χαρχάλα μαζί σ’ πια Νάσου. 2 χρόνια μι πιλατέβεις…»

  11. «…Η χαρχάλα στην κολότσεπη μία φέτα ψωμί με ζάχαρη ή ξυσμένη ντομάτα με ρίγανη στο χέρι, δίπλα μας το αυτοσχέδιο πατίνι με ρόδες τα μεγάλα ρουλεμάν της παλιάς αλωνιστικής και μπρος για κατηφόρες, φωνάζοντας στους άδειους δρόμους και στις όμορφες γειτονιές...»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ετυμολογικά σχετίζεται με το χάρχαλο.

Ουσιαστικά είναι συνώνυμο με το χαρχάλα.

1. Όταν πρόκειται για γυναίκα χρησιμοποιείται (πολύ συχνότερα απ’ ότι το χαρχάλα) μειωτικά και σαν βρισιά (συχνότατα πακέτο με το «μωρή»)και σημαίνει:

  • την άσχημη γεροντοκόρη, αυτή με τα πλαδαρά μάγουλα, την πουτάνα,
  • (κυρίως) την κουτσομπόλα, αυτήν που ανακατώνεται και φέρνει αναστάτωση όπου χώνεται, την κότα (ως προς τη χαζομάρα, την πουτανιά, τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά), την άχρηστη που το παίζει κάποια.

    2. Όταν πρόκειται για κάποια μηχανή (συνήθως αυτοκίνητο, μοτοσικλέτα και όχι μόνο) σημαίνει ό,τι ακριβώς τα χάρχαλο, χάρβαλο και (κατά μια έννοια) το χαρχάλα, αλλά χρησιμοποιείται σαφώς λιγότερο με έμφαση στο ό,τι κάνει θόρυβο λόγω παλαιότητας ή/και υπερβολικής χρήσης, ενώ εννοείται πως είναι προς αντικατάσταση (που θα έπρεπε να έχει ήδη γίνει αλλά αναβάλλεται για οικονομικούς λόγους) γιατί είναι ξεχαρβαλωμένη, σαραβαλιασμένη.

  1. «..Αχ ρε Β.. τι άδικος είναι ο κόσμος! Εκείνη η χαρχάλω του Α.., του έφερε γούρι και ξαναβγήκε Πρωθυπουργός, ενώ εσύ με την πανέμορφη Μαρία μόνο δυσκολίες έχεις!...»

  2. «…Κώλο έχει ωραίο αλλά βυζιά μικρά. Κρίμα. Με άριστα το 10, ένα 7.6 με τίποτα, είναι λίγο, και 8 είναι πάρα πολύ και ξεφεύγει. 7 με τάσεις ανόδου, αν σφίξει λίγο το σώμα γιατί είναι λίγο χαρχάλω. Γεμάτο 7-άρι λοιπόν….»

  3. «…Η Τζένι ΜακΚάρθι δεν είναι, πάντως, και του κατηχητικού. Έχει κι αυτή τα άπλυτά της στο ενεργητικό της. Το 2006 η γνωστή Αμερικανίδα πορνοστάρ Τζίνα Τζέιμσον (τι να μας πει μωρέ η χαρχάλω; Ξέρει τι κάνουνε με τις σαμπάνιες αυτή;) είπε σε μια συνέντευξή της ότι έχει διαβάσει δυο φορές το βίο της Σαπφούς της Λεσβίας με την Τζένι. Η 38χρονη Αμερικανίδα, πάντως, δεν αρνήθηκε τα πάντα. Είπε μεν ότι δεν κάνανε σεξ με την Τζίνα. Παραδέχτηκε, όμως, ότι είχαν ψιλοφτιάξει ιμάμ μπαϊλντί παρέα….»

  4. «…Το Πάσχα είχα στείλει την κόρη μου στον πατέρα της να περάσει εκεί μαζί με την τωρινή του σύζυγο και τα παιδιά της Λέμε καμιά φορά ότι αν κάνεις κάτι κακό σου γυρνάει πίσω. Εγώ βλέπω το αντίθετο. Αυτοί περνάνε μια χαρά. Αυτή βολεύτηκε βρήκε ένα κωθώνι να δουλεύει όλη μέρα γι’ αυτή, τα παιδιά και την μάνα της, ενώ αυτή κάθεται όλη μέρα και κοπροσκυλάει στο σπίτι και είναι όλα μέλι γάλα. Σαν πασάς η χαρχάλω.»

  5. «…-Αν το θέλετε σε ψιλά, δηλαδή λίρες νομίσματα, βεβαίως να σας το κάνουμε. Χαρτονομίσματα όμως δεν μπορούμε να σας δώσουμε!;!;!; -Τι λες μωρή χαρχάλω που δεν μπορείς να μου το κάνεις όταν εχεις ένα ταμείο γεμάτο χαρτονομίσματα; Σου είναι δύσκολο να κανεις τις πράξεις;..»

  6. «…Χαρχάλω, η πρώτη μου μοτοσικλέτα μια ΜΖ150 του 1972. Νοείται η βαβουριάρα, άχαρη, ατσούμπαλη και ζημιάρα μοτοσικλέτα. Συνηθισμένο όνομα για τις παλιές μονοκύλινδρες ή δικύλινδρες μοτοσικλέτες που εγκατέλειψαν στην Ελλάδα μετά τον Β' παγκόσμιο πόλεμο οι σύμμαχοι και οι γερμανοί,(κυρίως Norton, BSA, και BMW, αλλά και Zundapp, NSU, και Horex. Σ΄ αυτές οι δαιμόνιοι έλληνες προσάρτησαν καρότσι στο πλάι ή τις έκοψαν στη μέση και κόλλησαν καρότσα με σασμάν και διαφορικό! Έγιναν εργαλεία δουλειάς, «εκτελούνται μεταφοραί», που έδωσαν ψωμάκι στη φτωχολογιά και ανέστησαν φτωχογειτονιές. Οι παλιοί είχαν μια περίεργη σχέση μ' αυτές, αποστροφής αλλά και αγάπης…»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει:

1. Επίχρυσο περιδέραιο με μπαρόκ διακοσμητικά στοιχεία, μέρος της γυναικείας αστικής φορεσιάς των Ιωαννίνων αλλά και πολλών άλλων περιοχών της Ελλάδας.

Ο Πετρόπουλος διασώζει πως χαρχάλια ήταν τα κοσμήματα - κουδουνάκια που φορούσαν οι ανατολίτισσες χορεύτριες στα πόδια τους.

Προέρχεται από το τούρκικο halhal.

2. Σαρκώδης έκφυση - κρεμάμενη σάρκα απ’ όπου προκύπτουν:

  • το λειρί (και κακάλι) αλλά και το κάτω από το ράμφος σάρκωμα του πετεινού,
  • στον πληθυντικό, χαρχάλια: τα αρχίδια (με έμφαση στο κρεμάμενο άμα χαλαρά, της εμφάνισής τους), (όπως σωστά λέει ο lykos εδώ),
  • η κλειτορίδα (πάλι από τον Πετρόπουλο, που παρεμπιπτόντως, παράλληλα με το γνωστό και κλασικό γλωσσίδι αποκαλεί παραψώλι τη μεγάλη σε μέγεθος κλειτορίδα).

    Η συνηθέστερη ετυμολογία είναι πως προέρχεται απ’ το μεσαιωνικό καρακάλλιον που είναι υποκοριστικό του αρχαίου καράκαλλον που σχετίζεται με το λατινικό caracalla που σημαίνει κουκούλα.

Κατά δεύτερη ετυμολογία, προέρχεται απ’ το κάλλαιον με αναδίπλωση του κα-, αντικατάσταση του κ από χ κι ανάπτυξη υγρού στην προπαραλήγουσα λόγω της παρουσίας υγρού στη λήγουσα (κακάλλαιον – κακάλι- χαχάλι – χαρχάλι). Παρομοίως ετυμολογεί εδώ κι ο Βασίλης-7. Έτσι πιστεύω πως ετυμολογούνται και τα: καρκάλια, κάκαλα.

Παρεμπιπτόντως – για να βοηθήσω στην εδώ απορία των Bes, Bubis - το καρκάλι με την έννοια: κεφάλι, γκλάβα, κούτρα, μέτωπο και νιονιό μπορεί να έδωσε (το πιθανότερο) ή να προέρχεται απ’ το χρησιμοποιούμενο γύρω απ’ τη Χαλκίδα καρκαλί = ψωλοκέφαλο.

3. (Στον πληθυντικό) μύτες, ακίδες, οδοντωτό/ζικ-ζακ περίγραμμα (σχήμα του λειριού του πετεινού) με έμφαση στο ότι κρέμονται (συναντάται και σαν «χαχάλια») απ’ όπου προκύπτουν:

  • διακόσμηση σε καπέλο,
  • το δαντελωτό τελείωμα - φινίρισμα ενός εργόχειρου.

    4. Με ηχομιμητική ετυμολογία προκύπτουν:

  • το ποτάμι, το αυλάκι με νερό (και χαρχαλιά). (Στην Κρήτη κι όχι μόνο)

  • ο νερόμυλος (Στην Ευρυτανία)
  • χαρχαλία (επιπλέον του κοχλίδαι), τα σαλιγκάρια κι ειδικότερα το κέλυφός τους. (Στα Ποντιακά)

    Πιο σλανγκικά:

5. Οποιαδήποτε μηχανή, συσκευή, κατασκευή που δεν λειτουργεί σωστά, κάνοντας θόρυβο είτε επειδή είναι χαλασμένη, σαραβαλιασμένη, ξεχαρβαλωμένη είτε επειδή είναι πολύ παλιά. Εδώ η έννοια είναι πολύ κοντά στα χάρχαλο, χάρβαλο, χαρχάλα, χαρχάλω, .

6. Μειωτικός χαρακτηρισμός για πρόσωπα, παρόμοιος (αλλά κάπως ηπιότερος) με την υβριστική έννοια του αρχίδι, ρεμάλι. Πιο περιπαικτικός όταν τονίζεται το –χάλι.

  1. «..ξαφνικά αντιλαμβάνεται να τον ακολουθεί ένας παπάς, με το θυμιατό του δε, να τον λιβανίζει, αρχίζει να επιταχύνει το βήμα του το ίδιο όμως κάνει και ο παπάς, ψάχνει με αγωνία να βρει σπίτι με φως. Βάζει τις φωνές: “βοήθεια χωριανοί ένας παπάς με ακολουθεί και με θυμιατίζει με τα χαρχάλια του” …»

  2. «…Το πρόβλημα είναι ότι μερικοί ακόμα νομίζουνε ότι λόγω της θέσεως τους είναι αρχηγοί κράτους. Όχι κύριοι, με την στάση σας αποδεικνύεται δυο πράγματα: ότι έχετε κόμπλεξ κατωτερότητας και ότι νομίζετε ότι έχετε πιάσει τον Χριστό απ’ τα χαρχάλια!...»

  3. «…Επειδή δεν είχαν εμφανιστεί ακόμα οι χαρτοπετσέτες και τα αλουμινόχαρτα, όσες βοηθούσαν στην ετοιμασία έπρεπε μεταξύ άλλων να κόψουν και τετράγωνα κομμάτια χαρτί «με χαρχάλια» από γυαλιστερές κόλλες ή στη χειρότερη περίπτωση εφημερίδες, όπου θα τύλιγαν τα εν λόγω γλυκά…»

  4. «Δοκίμασα να σ' αρνηθώ για ν' αγαπήσω άλλη, μα αλάργο σου μοιάζει η ζωή με τ’ άνυδρο χαρχάλι!....» (Κρητικές μαντινάδες)

  5. «Το βότο γκαλίζει στο χαρχαλία»: (Το νερό πηγαίνει στο μύλο)

  6. «…είναι γνωστό το καλαμπούρι που λένε δήθεν για Πόντιους αλλά μάλλον από άλλη ράτσα θα ήταν αυτός που την έπαθε: Έβαλε να βράσει σαλιγκάρια αλλά η κατσαρόλα λέει στράβωσε, έλιωσε και τα «χαρχαλία» τα τσέφλια δηλαδή δεν είχαν βράσει…»

  7. «Πουλί που τη φωλιά θωρεί στο γυρισμό χαρχάλι μ' ίντα ψυχή και δύναμη να ξαναχτίσει άλλη...»

  8. «..μιλάμε το αμάξι δε πήγαινε μια. Δεν κρατούσε ρελαντί οι στροφές έπεφταν... ο θόρυβος του ήταν απαίσιος έκανε σαν χαρχάλι...»

  9. «…Έκανα σύνδεση σε γνωστή εταιρεία η οποία μου προμήθευσε ένα χαρχάλι μόντεμ το οποίο δεν μου δίνει την δυνατότητα να συνδέσω 2 υπολογιστές….»

  10. «..Ρε θα ήταν καλύτερο να πάρω μαζί κάμερα 10 μεγκαπίξελ και χαρχάλι κινητό ή καλό κινητό με κάμερα 5 μεγκαπίξελ;…»

  11. «…Ένα χαρχάλι της κακιάς ώρας, που τον έχουν διώξει από άλλα 2 σχολεία (και θα τον διώξουν κι απ' αυτό), με μόλις 3 μέρες εδώ, πήρε τη βάση του μικροφώνου, και μου 'ριξε μια στην πλάτη (εγώ καθόμουν, δεν είχα πάρει χαμπάρι)…»

  12. «..Καλά βρε χαρχάλι!! Τι παπαριές έγραφες στον Πέρι στα σχόλια στο βιντεάκι του Πάνου; Φίδι; Είναι δυνατόν να πιστεύεις εσύ με τα αδιάψευστα στοιχεία ότι η Βουλγαρία επί κατοχής ήταν κομμουνιστική;…»

Γιαννιώτικο χαρχάλι (από sstteffannoss, 03/01/11)χαρχάλια (από sstteffannoss, 03/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτό που έχει κάθε γυναίκα ανάμεσα απ' τα πόδια της. Το μουνί.

- Πώς τα πάω για αρχή;
- Γαμάς καλά και κώλο και μέρδουλο. Έχω καιρό να γαμηθώ έτσι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στο επίκαιρο θέμα του πότε θα συνταξιοδοτηθούν οι συνταξιολάγνοι νέας κοπής, στα 67, 70 κτλ, αλλά στην ιδιάζουσα χρήση του ρήματος μεταξύ των μπουρδελιάρηδων.

Χρησιμοποιείται λιγότερο στην ενεργητική φωνή για να περιγράψει αγαπούλη που φιλοδοξεί να βγάλει την εκλεκτή του από το επάγγελμα, και, ίσως πρέπει να τα βρει και με το κύκλωμα που την εκμεταλλεύεται. (Το ρήμα χρησιμοποιείται περισσότερο σε πιο λάιτ καταστάσεις τουρίστριες λ.χ. ή τρύπερ).

Περισσότερο χρησιμοποιείται στην Μέση Φωνή για να περιγράψει κορασίδα, της οποίας η συμπεριφορά αλλάζει επειδή είναι στα έρλυ θέρτηζ και πάνω και επιδιώκει να συνταξιοδοτηθεί. Λ.χ. μια λικνιτζού με καλά προσόντα είναι πιθανόν να αρχίσει ως ταλιμπάν φραπεδιάρα για να φτιάξει το όνομά της, άμα γίνει σταρ συμπεριφέρεται ως μη μου άπτου ντίβα, και στα έρλη θέρτηζ συμπεριφέρεται ως σούπερ-γκουφουέ μήπως συνταξιοδοτηθεί από κάποιον από τους αγαπούληδες. Ομοίως και με εσκορτίδια που αναζητούν μόνιμους πούτσους. Νταξ το φαινόμενο δεν είναι και τόσο σημαντικό καθ' εαυτό, αλλά απασχολεί συζητήσεις στα μπουρδελοσάη, είτε σχετικά με αγαπούληδες που διερωτώνται πώς να συνταξιοδοτήσουν, είτε σχετικά με κορασίδες που αλλάζουν εμφανώς συμπεριφορά, όταν οδεύουν προς την σύνταξη.

- Τι γίνεται με την Τζέσικα; Από πότε άρχισε τα γλωσσόφιλα στην πριβεδιά;
- Οδεύει προς σύνταξη. Πατημένα τα τριάντα, βλέπεις και ψάχνει κάποιον μερακλή να την συνταξιοδοτήσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα υπολείμματα σπέρματος που βρίσκονται στον πούτσο κάποιες ώρες μετά την μαλακία και θυμίζουν τυράκι.

  1. Για γκόμενα που αποφασίζεις να ενδώσεις: - Άντε, και το τυράκι δικό της

  2. - Ποιος θα φτιάξει καφέ; Πας εσυ;
    - Ναι, μήπως θες να φάω και το τυράκι;

Βλέπε και τυρί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πούτσος, συνεκδοχικώς και το γαμήσι.

Έριξα χτες 3 μαγκούρες και ησύχασα.

Η μαγκούρα στη βουλή.... Απο 0:54-1:06 !!! (από GATZMAN, 05/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πελέ (άκλιτο)

  1. τα αρχίδια στα καλιαρντά, αλλά και στα γιαννιώτικα, όπου επιπλέον, κάπως γενικότερα, τα αντρικά γεννητικά όργανα, τα αχαμνά.
    Υπάρχει και το Σερραίικο «πελιέ».

Όσο για την ετυμολογία:
Α. Όπως αναφέρει ο poniroskylo στην εδώ λίστα με τις επιρροές της ρομανί στα καλιαρντά (ανεβασμένη στις 13/11/10 – απόρησα που ακόμα έλλειπε το λήμμα, εξού και ένα stimulus) ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά ετυμολογεί ως εξής:
πελέ, το = όρχις, νεότερος παραπλανητικός τύπος του μπελέ. (Η.Π. 1971) πελέ μάλλον από το τσιγγάνικο pelo (=όρχις). (Η.Π. 1980)
< pelo = αρχίδι, pele = αρχίδια (πληθ.) (sic απ’ την εδώ λίστα του poniroskylo)

[Σημειώνω πως στην έκδοση του Νοεμβρίου του 2010 (ο Πετρόπουλος πέθανε το 2003) σημειώνεται σαν διόρθωση πως:
πελέ, μάλλον από το τσιγγάνικο pelo (=όρχις), χωρίς τίποτε άλλο -και
δίνονται επιπλέον σαν συνώνυμα τα (βλ. και σχ. του aias.ath):
μπελέ (το οποίο δεν το ετυμολογεί αλλά εικάζει σαν παραπλανητικό όρο του «μπαλά»), φλοκοντορβάρες (τώρα γιατί όχι «φλοκοντορβάδες» απ’ το τούρκικο «torba» που έδωσε το «ντορβάς» που εννοιολογικά ταιριάζει γάντι· δεν ξέρω) και μπαλά (που εικάζει πως προέρχεται από το «μπάλα»· (κι αυτό απ’ το ιταλικό «balla») εξάλλου είναι κατανοητότατο απ’ όλους το «μπαλάκια» που είναι... δίπλα (νταξ μάγκικα)· ακόμη κι αν θεωρηθεί εμπνευσμένο απ’ τ’ αγγλικό «balls»].

Το λεξικό της Ρομανί του Ε.Ε.Κ.Α.Α.Ε. δίνει χωρίς ετυμολογία:
«πελό»: όρχις, με πληθυντικό «πελέ», υποκοριστικό «πελορό» και ομόηχο «έπεσε».
Επιπλέον, για τον πληθυντικό «πελέ»: αχαμνά και ομόηχο «έπεσαν», «πέσανε»,
δίνοντας το παράδειγμα: «χαλά εκ τεκμάβα κάι πε πελέ»: έφαγε μια κλοτσιά στα αχαμνά του.

Επειδή δεν υπάρχει μια Ρομανί αλλά πολλές (και επειδή έχουν επηρεαστεί από τις γλώσσες των γύρω), τα «πελό -πελέ» (pelo – pele) τα βρήκα ακέραια στις: Ανατολικής Σλοβακίας, Ουαλική, Bugurdži (Σέρβικη, Μαυροβουνίου), Gurbet (Σέρβικη), Gurvari, Hungarian Vend (Ουγγρικές), Κοσοβάρικη Arli, (ευρέως) Μακεδονίτικη Džambazi, Burgenland (Αυστριακή), Dolenjski (Κροατική), Kalderaš, Lovara (Ρουμάνικες αλλά και αλλού), Prekmurski (Σλοβενική), Sepečides (Βολιώτικη και Σμυρναίικη), Sinte (Γερμανόφωνες περιοχές), Ursari (Ρουμάνικη), Sofia Erli (Βουλγάρικη) και με μικροπαραλλαγές στις Βόρειας Ρωσίας και Λιθουανίας(σαν pêlo), Κριμαίας (σαν penlo), Λατβίας (σαν pelò) και Romungro (γύρω απ’ τα Καρπάθια σαν peele) –οι περιοχές αναφέρονται ενδεικτικά, μια και καθεμιά απ’ τις Ρομανί είναι άλλη λιγότερο κι άλλη πολύ περισσότερο εξαπλωμένες κι αλλαχού.

Β. Όμως οι Γιαννιώτες το χρησιμοποιούν κάργα, όπως το «αρχίδια», σαν τοπικό ιδιωματισμό. Δεν γνωρίζω αν το πήραν από τους ομιλούντες τη ρομανί ή το αντίστροφο (το θεωρώ ελάχιστα πιθανό –εξού και το βασικότερο stimulus). Όμως, λόγω … Αλή πασά, έψαξα και βρήκα το (πολύ κοντινό στο «μπελέ») πολυσήμαντο τούρκικο «bel» που, εκτός από τα ανατομικά «μέση», «λαγόνια», περιοχή νεφρών, σημαίνει και «αχαμνά», «σπέρμα», «σπερματικό υγρό» κ.ά..

Τώρα αν η λέξη της Ρομανί έχει ετυμολογία τούρκικη ή το αντίστροφο ή και οι δυο τους μια άλλη, δεν το ξέρω, ούτε το υπονοώ, ούτε το αποκλείω. Δεν είμαι ο ειδικότερος για να αποφανθώ και διατηρώ (για όλα) κάθε επιφύλαξη. Κάνω απλώς μια πρόταση που αν ο (γνώστης της τουρκικής) Πετρόπουλος δεν ανέφερε το «μπελέ», δεν θα μου περνούσε απ’ το φτωχό μυαλό μου (άσε που συχνότατα το –π αρέσκεται ν’ αλλάζει με το –μπ).

  1. Όσο για τον άλλο ορισμό· (αν και δε την κόβω για αρκούντως σλαγκική την παρομοίωση με τον μέγα Πελέ) θεωρώ πως λείπει η αναφορά (εξού και το τελευταίο stimulus) στην αξιοσέβαστη dona Celeste Arantes, στην οποία αναφέρονται πλείστοι όσοι ποδοσφαιρόφιλοι (κι όχι μόνο) με τη φράση:
    «Θα κλάψει η μάνα του Πελέ» (παρόμοιο με το «θα κλάψουνε μανούλες»), όταν θέλουν να δηλώσουν πως «θα γίνει χαμός / θρήνος / κλαυθμός και οδυρμός», επειδή κάποια ομάδα θα υποστεί δεινή ήττα σε σημείο απόλυτης ξεφτίλας (ενίοτε υπονοείται αναπάντεχα) / θα τον πιεί.

Πάντως, πιστεύω πως η εν λόγω μάνα μάλλον μοιάζει τη μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ οπότε και εξού.

1.α. - Οι επιθέσεις πιστεύω ότι θ' αρχίσουν μόλις δουν να φτιάχνουμε ένα υποτυπώδες στράτευμα...τώρα μόνο από χαλβάδες «κινδυνεύουμε»...σαν αυτόν που επιτέθηκε στο Ναύαρχο με 40 στρατιώτες για να πάρει 20 μονάδες σίδερο και τα πελέ του Ναύαρχου!!! (Μιλούν για διαδικτυακό παιχνίδι).
- Ε βρε Bull με τα πελέ σου! ….Bull άσχετο. Τον Κιάσσο τον βρίζετε ακόμα η ηρέμησαν τα πράγματα;
- Ποιόν;;;;;; Δεν υπάρχει παίκτης μ' αυτό το όνομα στον ΠΑΣ!!!!!!!!! όσο για τα πελέ...έτσι τα λέμε εμείς εδώ για να μην είμαστε χυδαίοι...
- Και εδώ (Σέρρες) ψιλοχρησιμοποιούμε αυτή τη λέξη αλλά όχι συχνά. Αν και το λέμε πελιέ. Να ακούγεται λίγο πιο χωριάτικο…

1.β. …- Στην όλη φάση του Άρη μου άρεσε που πήγε στην κερκίδα με τα παγανέλια και έδειχνε τα πελέ του, μακάρι σε αυτό το τσαμπουκά που κουβαλάει να τον ακολουθήσουν και άλλοι.
- Ναι ρε παιδιά, τους έδειξε τα πελέ του αλλά και εμείς θα μπορούσαμε να κερδίσουμε αν παίζαμε 11 εναντίον 11. Οπότε πήραμε και εμείς τα πελέ μας...

1.γ.
…-Την κακολόγησες τόσο πολύ την Αθήνα α…., που αυτή θα σ' εκδικείται, να ξερς. Σ' λέει... δε σε αρεγε εδώ τόσο καιρό ε, αϊ σύρε τώρα εκεί, πότε ολόκληρος να μουλιάζεις και πότε τα πελέ σ να ξεπαγιάζεις
-Τ ο κρύο μ' αρέει ορέ... Φοράς ό,τι θες παραπάν και τα πελέ τα ζεσταίνσ.....
- Ικιόν τον καύσωνα δε μπόρεγα, ...τα πελέ ς τότε....δεν έχς πως να τα στραγγάς απ’ τον ίδρωτ…

(όλα απ’ το δίχτυ και ενδεικτικώς γιαννιώτικα)

2.α. …Όσο ο ίδιος ο Έντι Γκόρμλεϊ δεν ξέρει τι θα δει μέσα στο γήπεδο από την ομάδα του, τόσο θα πηγαίνει στα τυφλά η Μπρέι και θα γίνει καμιά κηδεία ολκής που θα κλάψει η μάνα του Πελέ…

2.β. Έχω παρατηρήσει ότι το σε διαφορετικές ώρες κατα την διάρκεια της ημέρας τρέχει καλύτερα η σύνδεση. Γενικά κλαίει η μάνα του Pele με τις ταχύτητες !!!...

2.γ.
- Δεν θέλω να μιλήσω γιατί θα γίνεται ρόμπα περί βοήθεια διαιτησίας. Απλά θυμήσου το 2005 το πέναλτι που κέρδισε ο Παπαδόπουλος μέσα στο Καραϊσκάκη που έκλαιγε η μάνα του Πελέ μετά από αυτό…

2.δ. - Ο Σεφτσένκο έκλαιγε μετά, λολ - Και η μάνα του Πελέ έκλαιγε με αυτά που έβλεπε!!...(αναφέρονται στον αγώνα ποδοσφαίρου Oυκρανία - Ελλάδα 0-1 που η Ελλάδα προκρίθηκε στο Μουντιάλ)»

(όλα απ’ το δίχτυ)

Ο Pele κι η μάνα του (Για να ξέρουμε για ποια μιλάμε) (από sstteffannoss, 07/01/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πεοδείκτης όχι μόνο δείχνει τον πέοντα, αλλά άργκιουαμπλjυ και του μοιάζει, εξ ου και οι εκφράσεις τον κάνω γραβάτα και σιδερώνω τη γραβάτα.

Εδώ μας ενδιαφέρει η γραβάτα γραμματέα / γραμματέως. Φανταζόμαστε μια αναγεννησιακή (που λέει κι ο Βράστα) γ(ρ)αμματέα με εξαντρίκ ντύσιμο γραφείου να φοράει ένα άσπρο πουκαμισάκι, του οποίου δοκιμάζονται άγρια οι αντοχές καθώς τεντώνεται από δύο ευβαρείς και ευμεγέθεις βυζούμπες, και στην μέση μία λεπτή γραβατούλα να ασπαίρει όπως και τα κουμπιά του πουκαμίσου που πάνε να σπάσουν. Στη συνέχεια σκεφτόμαστε την ως άνω γ(ρ)αμματέα γυμνή με τις βυζούμπες σε κοινή θέα και ανάμεσά τους αντί για γραβάτα τον μπαργαλάτσο μας να κόβει βόλτες πάνω κάτω, ισχνός ο καημένος μέσα στο διάσελο από τις βυζάρες. Όντως, ως γραβάτα (γραμματέα) εννοούμε το ισπανικό, την βυζομαλακία.

(Σ.σ.: Έχω την εντύπωση ότι είναι εισαγόμενη σλανγκιά).

Φοβερές βυζούμπες έχει η Άννα. Πολύ θα ήθελα να της έκανα μια γραβάτα.

(από Khan, 08/01/11)(από Khan, 04/02/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified