Το γαμήσι.
Σχετικές φράσεις:
- Της θεώρησα τα βιβλία.
- Της έλεγξα τα βιβλία.
- Χτες περαίωσα ένα μικρό για να διώξω τα χαλίκια.
(φίλος Λευτέρης)
Το γαμήσι.
Σχετικές φράσεις:
- Της θεώρησα τα βιβλία.
- Της έλεγξα τα βιβλία.
- Χτες περαίωσα ένα μικρό για να διώξω τα χαλίκια.
(φίλος Λευτέρης)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δευτερόκλιτο επίθετο... Αναφέρεται σε αυτόν / αυτήν που επιδίδεται στη γενετήσια πράξη μόνο όταν ο σύντροφος έχει απαραιτήτως κάποιο πρόβλημα, ενώ ο ίδιος είναι συνήθως φυσιολογικός / -ή...
Προσοχή... Είναι πολύ εύκολο να τον μπερδέψετε:
α. το αρσενικό με τον σαβουρογάμη...
β. το θηλυκό με την πουτάνα σε οποιαδήποτε μορφή...
Ο Μανώλης είναι μεγάλος ψυχοκαβλιάρης... Έχεις δει την γκόμενά του; Ίδια η προηγούμενη... Όρκες και οι δύο...!!
Got a better definition? Add it!
Ουσ. (ουδ). Αναφέρεται στη γυναίκα που έχει τη δυνατότητα επιτόπιων στροφών όταν βρίσκεται επί του αντρικού μορίου, με χαρακτηριστική άνεση. Χορεύτριες, γυμνάστριες της ενόργανης και γενικά κοντόλιγνες γυναίκες μπορούν εύκολα να χαρακτηριστούν με αυτό τον όρο.
Got a better definition? Add it!
Αράμπικα ή Coffea arabica είναι ποικιλία καφέ από την αραβική χερσόνησο και την απέναντι Αιθιοπία και Σουδάν. Στην μπουρδελιάρικη ιδιόλεκτο είναι, όπως μας πληροφόρησε Επισκέπτης εδώ, το φραπέ, δηλαδή η εταιρική χειρομαλακία, που προσφέρεται από αφρογενή κορασίδα σε στιπτιτζάδικο φραπενείο.
Μπορούμε να πούμε ότι ως αράμπικα μπορεί να εννοήθει γενικά μια αφρογενής εργάτρια του σεχ, ιδίως όμως μία που προσφέρει φραπέ λ.χ. σε στριπτιτζάδικα ή μασατζίδικα, καθώς και η ίδια η πράξη του φραπέ από Αφρογενή φραπεδιάρα.
Λίγο πιο φλώρικα λέγεται και Μοκατσίνο.
Το λήμμα αποτελεί ταπεινή απότιση τιμής στην Παγκόσμιο Ημέρα Frappernité, δηλαδή την 27η Φεβρουαρίου.
Εφτασα 03:00 και το μαγαζί ήταν α΄δειο από πελάτες... μόνο 6-7 κοπέλλες είχε (2 αράμπικα), δυνατή μουσική και στο video wall πορνόταινία !!! (Εδώ).
Το ουκρανάιζερ ήταν ντεφραπεϊνέ, κι έτσι αναγκάστηκα να πάρω πριβεδιά μια νόστιμη μαυρούλα για αράμπικα στον χιλιοχυμένο καναπέ του παταριού.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται συχνά και για ανθρώπους με την έννοια έρχομαι στα ίσα μου, στανιάρω, να συνέρχομαι...
Άντε γ@μήσου να ισιώσεις.
Βλέπε και σάχνω.
Got a better definition? Add it!
Υποκοριστικό του «Κωνσταντίνος».
Δήλωνε αρχικά άνθρωπο που προσέχει πολύ την εμφάνιση του και τους τρόπους του, αργότερα απέκτησε τη σημασία του θηλυπρεπή.
Λαϊκό άσμα του Χιώτη:
Να μου λείπουν
οι ντιντήδες οι μοντέρνοι,
θέλω άντρα
ν' αγαπάει και να δέρνει.
Got a better definition? Add it!
Πουτσοπόλιταν τεύχος 69: Είναι στιγμές που έχουμε έρθει σε αμηχανία, γιατί οι συνηθισμένες λέξεις δεν αρκούν για να αποδώσουν το ύφος της σκέψης που προηγείται του λόγου. Κυρίες μου, ναι, εσείς εκεί, πείτε, γιατί αποκλείεται να μην σας έχει τύχει: Πώς αποκαλείται το μόριο του συντρόφου σας, όταν απευθύνεστε σε αυτόν; Να λοιπόν μια κατάσταση - χαρακτηριστικό παράδειγμα της προαναφερθείσας φάσης.
Θες να πεις πχ, «μωρό μου σε είδα στον ύπνο μου απόψε μμμ με είχες τρελάνει, ένιωθα το * σου μέσα μου και τέλειωνα μέσα σε πυροτεχνήματα» (Παράδειγμα - μια φράση βγαλμένη από τη ζωή αχαχά - αυτή ή κάποια αντίστοιχη που περιλαμβάνει τον περίφημο *). Σο, τι βάζουμε κορίτσια στο *;
Τον ήρωα / πρόεδρο / Μεγαλέξανδρο / Τζέκινγκζ Χαν / Κολόμβο / κλπ εξερευνητές, κατακτητές και κονκισταδόρες; Παίζει να θεωρήσει ότι τον δουλεύεις νο νο νο του πέφτει.
Πού είναι αυτή η ουδέτερη λέξη που ταιριάζει στην απελευθερωμένη αλλά καθωσπρέπει κοπέλα του σήμερα; Ε; Αυτό λοιπόν το κενό του λόγου έρχεται να καλύψει ο...
Θανάσης: ένα όνομα με το οποίο κάλλιστα μπορεί η καθεμία να αποκαλέσει το μόριο του συντρόφου της χωρίς να κακοχαρακτηρίζει τον ένα από τους δύο (τ. «είμαι τσούλα» «είσαι μικροτσούτσουνος / γελοίος»). Επικρατεί άλλων συνηθισμένων ονομάτων Κώστας, Νίκος, Γιώργος, Γιάννης κ.λπ., δεδομένου ότι είναι ψιλοάσχετο και φέρει στο νου το Βέγγο («ποιος Θανάσης» κιέτσ'), συνεπώς προσδίδει και μια ευθυμία στο λόγο. Άλλωστε είναι ένα όνομα με διάσημη ό,τι να 'ναι υπόσταση: ατάκα των Απαράδεκτων - μήδι 1 «θες όνομα, θες όνομα ε, θες ένα όνομα; Ε, Θανάσης», στάνταρ λεζάντα του Ελληνικού Cosmo σε αναφορές στον άγνωστο γκόμενο - μήδι 2.
Αντίστοιχης αξίας αλλά στο πιο μεγαλειώδες το Λεωνίδας (παραπέμπει σε πτώση μετά από ηρωική μάχη, όμως δεν ήταν νικητής το παλικάρι σο το αφήνω στην κρίση σας).
Τέλος: προσοχή κυρίες, αν είχατε Θανάση για πρώην και ο νυν το ξέρει, επιλέξτε άλλο, Βαγγέλης ξερωγώ. Κι αν κύριε τέλος πάντων δε σας αρέσει κοιτάχτε να του βγάλετε ένα άλλο και να της το πείτε για καλύτερη επικοινωνία. Αατα.
Τηλέφωνο στο γραφείο για καλημέρες:
-Μωρό μου σε είδα στον ύπνο μου απόψε... (ονειρώδες νάζι)
-Μπα; Καλό; (αυτάρεσκο χαμόγελο)
-Μμμ! Με είχες τρελάνει...
-Άντε πες να γουστάρουμε ντε!
-Αγάπη μου, ήμασταν εκεί, στο κρεβάτι μου, ένιωθα το Θανάση σου μέσα μου, σε κοιτούσα στα μάτια και τέλειωνα μέσα σε πυροτεχνήματα.
-...
-Είσαι εκεί;
-(βραχνά) Πω ρε μωρό, πρωί πρωί, πώς θα πιάσω τώρα το excel που μου 'γινε τούμπανο ο Θανάσης και δε φτάνω το πληκτρολόγιο...
-Άντε, κάνε δουλίτσα, τα λέμε το βράδυ, ε;
Got a better definition? Add it!
Θηλυπρεπές άτομο αρσενικού γένους με τάσεις ανωτερότητας και υπερβολικής επιδειξιμανίας. Επίσης έτσι χαρακτηρίζεται οποιοδήποτε άντρας προκαλεί, φορώντας γούνα και μεγάλα γυαλιά ενώ ταυτόχρονα αλείφεται με λάδι στην παραλία κατόπιν ολοκληρωτικής αποτρίχωσης με μηχανικά ή χημικά μέσα.
-Που πας μωρή αρχοντόπουστα;
-Α να χαθείς, εγώ είμαι καλύτερος από 'σένα και όπου θέλω πάω.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ανήρ ο οποίος αρέσκεται κατά κόρον να αναζητεί ερωτικούς συντρόφους (όποιου γένους επιθυμεί) σε οίκους ανοχής (λαϊκιστί: μπουρδέλα).
Ετυμολογία: μπουρδέλο (=οίκος ανοχής) + τσάρκα (=ο περίπατος).
- Καλά, αυτός ο Γιάννης, πολύ μπουρδελότσαρκας μας βγήκε! Επειδή δεν μπορεί να σταυρώσει γκόμενα μας γυρνοβολάει όλη την ώρα στα μπουρδέλα!
- Ναι, τραβάτε με κι ας κλαίω...
Βλ. και μπουρδελότσαρκα, μπουρδελιάρης, πορνόβιος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Γνωστός τοις πάσι ο ορισμός και το περιεχόμενο της παρτούζας. Είναι η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου για υγιή κοινωνικοποίηση, όπως το αναφέρει αναλυτικά ο Αριστοτέλης.
Εις το ως άνω εκστομισθέν τριπάρτουζο παρατηρείται έντονη συνουσιαστική δραστηριότητα επιτείνουσα την απόλαυση των συμμετεχόντων, άλλως δε τον χαβαλέ αυτών καθώς εκ του γέλωτος μπερδεύουν πού μπαίνει τι. Ο όρος τριπάρτουζο είναι συνήθως απείκασμα αναμνήσεων από χρόνων πολλών και η αχλύ η περιβάλλουσα τα διημειφθέντα τα αναγάγει εις γεγονός κοσμογονικό.
Οι συμμετέχοντες εις το τριπάρτουζο ενίοτε διοργανώνουν χοροεσπερίδες ίνα, ενθυμούμενοι τα πεϊκά τους έπη, βαυκαλισθώσιν αυταρέσκως. Τόπος διεξαγωγής της μυσταγωγίας είναι συνήθως τουριστική νήσος με συμπαρομαρτούν αυτής το άπειρο αλκοόλ. Κατ' εξαίρεση εις Μύκονο το τριπάρτουζο συνομολογείται ως τρίκαβλο ή ιντερσίτι. Εις την μορφή αυτή ευνοημένος είναι πάντα ο δεύτερος του χορού ο οποίος, έχων το γενικό πρόσταγμα, παίρνει, δίνει και παίζει την τουλούμπα στον πρώτο.
(μονόλογος φίλου προς συνομώτη-συνένοχο) :
- Θυμάσαι την Νίκη την αδερφή της Κλάρας της αλληθωροβύζας που την είχαμε τρελάνει στο τριπάρτουζο ένα φεγγάρι στην Ρόδο; Ε, την είδα προχτές και συγκινήθηκα... Τί γούστα είχαμε βγάλει ρε φίλε...
Got a better definition? Add it!