Selected tags

Further tags

Ο στοματικός έρωτας, το τσιμπούκι, ο πεοθηλασμός.

Λεξιπλασία εκ του καλαμπαλίκια (= όρχεις και το όλον πακέτο) + licking (= γλείψιμο). Το γλείψιμο των όρχεων και πέους.

γενικα η κοπελα απο σωμα εχει ωραιο χωρις καμπυλες που να σε αναστατωσουν, βυζακι μεσαιο κρεμαει ωραια, κωλαρακι απον, αν την κοιτας απο πισω δεν σου σηκωνετε, ξεκινησε χωρις προκαταρτικα κατευθειαν περασμα της καποτας αφου πρωτα προσφερε πρωτα αγριο καραμπαλικινγκ.!εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την επιθυμία του άντρα για εκσπερμάτωση, όταν από την αγαμισιά κοντεύει να εκραγεί ο λούτσος του. Σε ιδανική μετάφραση, ο ορισμός αναφέρεται στο «Να φύγουν τα πολλά φλόκια», ώστε κατ' επέκταση να αδειάσει η κύστη.

- Τελικά το έκανες με την Καίτη ρε παπάρα;
- Ναι, ήρθε χθες σπίτι μου.
- Μα αυτή είναι μπάζο ρε μαλάκα.
- Ένα χρόνο με το πουλί στο χέρι είμαι ρε, δεν την πάλευα άλλο. Έτσι το 'κανα, για να φύγουν τα πολλά.

(από HardcoreGR, 07/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Mπω Μπρυμέλ, ο ομορφονιός, ο γαμίκουλας, ο γκραν γαμάω.

Το έχω ακούσει από παππούδες στην Μάνη, ο γούγλης δεν δίνει χτύπημα. Η ετυμολογία πιθανώς να είναι εκ του ιταλικού baci ή του γαλατικού célibataire.

- Ο άρειος πάγος πρότεινε παραγραφή Τζοχατζό για τα υποβρύχια που γέρνουν...
- Τη γλίτωσε, ο καλιμπατσέρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μια απο τις πολλές εκφράσεις που σημαίνει οτι κάποιος είναι γκέυ...

Ρε πρέπει να σου πω κάτι για κάποιον γνωστό μας...
– Ποιόν ρε;
– Τον Τάκη... Έμαθα γιατί δεν έχει γκόμενα εδώ και 4 χρόνια...
– Τι; Τον βιδώνει το γλόμπο;;
– Εε μάλλον...
– (κλασσικά μετά) Και το 'χα πάρει πρέφα ρε συ... Αλλά λέω μπαααα...

Βλέπε την τρίζει την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παρθενοξεκωλίδι = η κοπέλα που ενώ δείχνει παρθένα και μαζεμένη, είναι μεγάλο ξέκωλο.

Ποια είναι παρθένα;;; Η Ρίτσα;; Ρε αυτή είναι μεγάλο παρθενοξεκωλίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση η οποία υπονοεί πως η μεγάλη κοιλιά κάποιου άντρα συνεπάγεται και αντίστοιχο μέγεθος πέους. Είναι δε η μόνη πρέπουσα απάντηση σε πείραγμα φίλων / γνωστών, αλλά και αγνώστων, για το εκάστοτε μπυροκοίλι ή πατσοκοίλι που έχει κάνει ο άντρας.

Παραλλαγές:
1. Άντρας χωρίς κοιλιά, σπίτι χωρίς μπαλκόνι.
2. Άντρας χωρίς κοιλιά, γυναίκα χωρίς βυζιά.

- Ρε μαλάκα Γιάννη, τι μπυροκοίλι είν' αυτό που 'χεις φτιάξει ρε αδερφάκι μου; Σε λίγο δε θα χωράς στην καρέκλα!
- Άσε ρε πιτσιρικά! Κάτω από μεγάλη πέτρα κρύβεται και μεγάλο φίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εργαλείο κοπτικό ή σκαπτικό μεταξύ άλλων για χορτοκοπή.

Σλανγκικώς, μας ενδιαφέρει κυρίως η λειτουργία του ως χορτοκοπτικό μηχάνημα, και μεταφορικώς σημαίνει τον παγγαμικό, αυτόν που γαμάει τα πάντα, και ωσεκτουτού δεν διστάζει να γίνει και σαβουρογάμης. Συχνά στην φράση περνάω (τινά) φρέζαβάζω φρέζα), δηλαδή προσπαθώ να γαμήσω ό,τι καταφέρω χωρίς περιττές αισθητικές (ή άλλες) ανησυχίες. Ο άντρας που αναλαμβάνει ρόλο φρέζας μπορεί να έχει είτε αρνητικό πρόσημο ως σαβουρογάμης, είτε και θετικό ως παγγαμίκουλας ελεήμων. Η εικόνα αναφέρεται σε βίαιο μηχάνημα που τα σαρώνει όλα, μαζί με τα χλωρά χόρτα, και τα ξερά, άνευ διακρίσεων και αξιοκρατίας.

- Ένα, δύο, τρία, τέσσερα, πέντε πιπίνια γιατρέ μου! Του μουνιού το πανηγύρι!
- Τι με λες τώρα, μόνο η μία κάτι λέει, οι άλλες είναι πιπινόμπαζα...
- Γιατί σε χαλούμι; Θα τις περάσουμε φρέζα κι όποιον πάρει ο Χάρος...

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Δοκίμως, είναι ο γεννημένος ημέρα Πέμπτη, όπως ο Σαββατογεννημένος ημέρα Σάββατο.

Σλανγκικώς, είναι το κωλόπαιδο, δηλαδή αυτός που γεννήθηκε ύστερα από πρωκτικό σεξ με εκσπερμάτιση στον πρωκτό και μαγκαϊβερικώς πως το σπερματοζωάριο κατάφερε να φτάσει ως το αιδοίο και να γονιμοποιήσει. Χειρότερος δηλαδή κι από μπατανόπιασμα. Ασφαλώς πρόκειται περισσότερο για ένα πλάσμα του λαϊκού φαντασιακού για να ερμηνευθεί πώς και γιατί κάποιος είναι κωλοπαίδι, κωλοπαιδαράς, δηλαδή είτε δύσμορφος στην εμφάνιση, είτε παλιοχαρακτήρας.

Μου ερμήνευσαν την έκφραση ως εξής: αν μετρήσουμε τις μέρες της εβδομάδας ενώνοντας τον αντίχειρα διαδοχικά με τα διαφορετικά δάκτυλα των χεριών ξεκινώντας από τον μικρό ως Δευτέρα, τότε η ένωση του αντίχειρα με τον δείκτη σημαίνει την Πέμπτη. Η ίδια όμως ένωση του αντίχειρα με τον δείκτη είναι και το σύμβολο της κωλοτρυπίδας.

Οπότε ειρωνικά, ο πεμπτογεννημένος είναι το γέννημα του κώλου. Η έκφραση αποτελεί και τροπή του σαββατογεννημένου. Αν ο σαββατογεννημένος είναι ο τυχερός, τότε ο πεμπτογεννημένος είναι αυτός που έχει σκατά τύχη. Ή, μπορεί, αντιστρόφως, να είναι και αυτός που έχει πρωκτική τύχη, δηλαδή που χέζεται στο τάληρο.

Η (α)γωνία του γερμανού μεταφραστή: η έκφραση υπάρχει σαφώς, αν και είναι σπάνια. Συζητώντας για την προέλευσή της, έπεσα πάνω στην παραπάνω ερμηνεία, την οποία δεν έχω διασταυρώσει. Δηλαδή είμαι σίγουρος για την ύπαρξη του όρου, αλλά όχι απολύτως για την σημασία του. Φαίνεται, πάντως, ότι ο όρος συνδέεται με τον πρωκτό, σημαίνοντας είτε το κωλοπαίδι, είτε τον κωλογαμημένο, βλ. και το μοναδικό διαδικτυακό εύρημα στο παράδειγμα.

  1. Μού σπασε τόσο πολύ τα αρχίδια που τον ρώτησα: «Ρε φίλε, μήπως είσαι πεμπτογεννημένος;». «Δηλαδή;», μου λέει. «Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη, Πέμπτη» του λέω κι εγώ [σ.ς. κάνοντας την χειρονομία που περιγράφεται στον ορισμό].

  2. Prosfata imoun stin toualeta tou grafeiou kai mpike mesa enas synadelfos me ton opoio den ehw polla polla alla pistevw oti einai ligo «pemptogennimenos». Me hairetaei kai mpainei mesa kai xekinaei amesws ti douleia. Klanei syneheia kai dynata enw to haraktiristiko plaf tis prwtis kouradas erhetai na desei sa loukoumas me ti mpoha tis skatilas pou anadyotan apo ti haramada. Den xerw pws kai giati (mou symvainei prwti fora), alla eiha kavlwsei oso den paei allo. (Εδώ).

(από Khan, 26/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δοκίμως είναι (μεταξύ άλλων) είδος λαμπτήρα. Σλανγκικώς είναι ο παθητικός γκέι συναφώς και προς την έκφραση τον βιδώνει το γλόμπο. Δηλαδή η τοποθέτηση λάμπας μπαγιονέτ αποτελεί μεταφορά για την πρωκτική διείσδυση. Τώρα, με λίγη σλανγκική φαντασία, μπορούμε να θεωρήσουμε ότι το πρωκτικό σεχ- μπαγιονέτ είναι πιο βίαιο, δίκην στάσης κεμπάπ από το σεξ βιδωτού λαμπτήρα, που πάει πιο σταδιακά- περιστροφικά. Ο όρος μπαγιονέτ μπορεί να σημάνει και την διείσδυση του πέους εν γένει (ιδίως την πρωκτική), πάντως συνήθως αποτελεί χαρακτηρισμό παθητικού ομοφυλόφιλου, όπως περιγράψαμε.

  1. Σου φάνηκε και σένα ότι είναι μπαγιονέτ ο σερβιτόρος; Αυτό το σπάσιμο του καρπού του ήταν κάπως.

  2. Και βιδωτή και μπαγιονέτ (κάπου εδώ).

(από Khan, 15/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ονομάζονται τα μικροκαμωμένα γκομενάκια χάριν της ρόγας του φραγκοστάφυλου Ribena.

Εμπνευσμένο από τα ριμπενάκια (πλασματάκια από ρόγες) εκείνης της γνωστής διαφήμισης. Αφορά κοντούλες, αδύνατες, αλλά με χυμώδη στήθη και τσίτα κωλαράκια.

- Δες εκεί Μήτσο....
- Πω τσίτα είναι το ριμπενάκι..

(από PUNKELISD, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified