Selected tags

Further tags

Αυτός που είναι τόσο σέξι και λατσότεκνο, ώστε προσελκύει πάνω του όλους (και όλες) τους έγκαυλους.

Για το -μαγνήτης ως γαμοσλανγκοτέτοιο β΄ συστατικό βλ. και τα γκομενομαγνήτης, μαλακομαγνήτης, μουνομαγνήτης, τρελομαγνήτης, τσιμπουκομαγνήτης.

  1. Γιατί στις πουτάνες ομορφάντρα μου; Εσύ τετοιος καυλομαγνήτης που είσαι στις πουτάνες; Χαθήκαν οι καλες κοπέλες; Σα κι εμένα; Σε μενα έπρεπε ναρθείς!!!!!!!! Να μην έχει να λεει κι η κατέ. (Αποκατέ).

  2. Πήγα γκαρσόνι σ’ ένα καφενείο, έκανα και τον τρατάρη. μ’ εκμεταλλεύτηκε ο αρχιτσιφούτης ο καφετζής. Πουροζελέ ήτανε ο κατέ. Με το σχόλασμα ήθελε να μου βάζει χέρι. Τι έφταιγε κι εκείνος ο χριστιανός; Αφού ήμουνα φορτωμένη κι εγώ καυλομαγνήτες! Έτζασα κι από κει, απ’ την πουρομαριονέτα. (Από το pisoglendis-pisoglendis.blogspot.gr).

Got a better definition? Add it!

Published

Σ' ακολουθώ, σε έχω πάρει στο κατόπι.

Διφορούμενη φράση που λέμε πειρακτικά σε κάποιον (με τον οποίον έχουμε οικειότητα) που προπορεύεται.

- Λαλάκηηηη, σ' έχω πάρει από πίσω!
- Επ! Τι έγινε φίλε, καλά είσαι;
- Μια χαρά, τώρα παρκάρω, τα λέμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γνωστή καύλα σε βλάχικη (ας το πούμε έτσι) βερσιόν.

- Νίνα πώς πέρασες χτες στο κλαμπ;
- Τέλεια! Γνώρισα κι έναν τύπο...κάϊλα!

Δες και στον πόυτσο μόυ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από συντόμευση του όρου «γυμνασιακή μαλακία». Κατά τα γυμνασιακά τους χρόνια, οι αυνανιστές, γεννηθέντες το 1990 και πριν, δεν διέθεταν την πολυτέλεια της γρήγορης σύνδεσης στο internet, εύκολη πρόσβαση σε υπολογιστές (σε δωμάτιο με πόρτα κατά προτίμηση) και λοιπές ανέσεις που με τα χρόνια έκαναν την υπόθεση μαλακία κάτι το απλό και ανώδυνο.

Ο γυμνασιακός αυνανισμός λοιπόν, ήταν κάτι το οποίο απαιτούσε κάποια σχεδίαση από το δράστη ως προς την εκτέλεση, και τα δύο μεγάλα όπλα που διέθετε για να βγει νικητής από αυτή τη μικρή τζιχάντ που λάμβανε χώρα μέσα στο βρακί του, ήταν η φαντασία και η μνήμη.

Συντομεύοντας και συμμαζεύοντας λοιπόν, γυμνασιακή καλείται η μαλακία η οποία εκτελείται χωρίς την χρήση οπτικών ή άλλων εξωτερικών ερεθισμάτων και βοηθημάτων, δηλαδή η μαλακία στην απλούστερη και πιο πρακτική μορφή της, καθώς δεν απαιτείται τίποτα πέρα από ένα χέρι και ένα πέος.

- Άσε Μήτσο, τί έπαθα χθες...
- Τί έγινε ρε Κώστα;
- Εκεί που άραζα και έβλεπα την τσόντα μου και ήμανε με το πουλί στο χέρι, πέφτει το internet.
- Αμάν! Και τί έκανες ρε φίλε;
- Έριξα μια γυμνασιακή, έτσι για την τιμή των όπλων.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γαμιόλα ή κοινώς καριόλα.

Έχει διαφορά με την πουτάνα γιατί αυτή πηγαίνει με όλους ενώ η φακιόλα πηγαίνει με όλους εκτός από σένα. Επίσης χρησιμοποιείται και σε καθημερινές εκφράσεις για να δώσει περισσότερη έμφαση.

Εκ του fuck-ιόλα.

- Τελικά τι έγινε με το Μαράκι; Την πήδηξες;
- Όχι...η φακιόλα δεν μου έκατσε.

- Τι έμαθα Κωστάκη; Σε γουστάρει η χωριάτισσα; Θα κάνεις τίποτα μαζί της;
- Για κανένα φακιόλη λόγο! Ούτε να μου τον ακουμπήσει δεν θέλω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ένας αστικός μύθος για ένα παιχνίδι που παίζεται ως εξής:

Τέσσερα ή και περισσότερα καρφιά μαζεύονται σε ένα σπίτι και μη έχοντας τίποτα καλύτερο να κάνουν παίζουν το μπισκότο. Αρχίζουν και βαράνε ταυτόχρονα και όποιος τελειώνει, τελειώνει πάνω σε ένα μπισκότο. Ο τελευταίος που δεν έχει τελειώσει...τρώει το μπισκότο.

Συνεπώς η έννοια του μπισκότου είναι διπλή:

α. Παίζω το μπισκότο: Βαριόμαστε πάρα πολύ, κωλοβαράμε

β. Τρώω το μπισκότο: Αποτυγχάνω παταγωδώς. Σκατάσταση. Κάθομαι στο παγωτό

α.
- Έλα ρε, τι λέει; Τι κάνατε χτές;
- Τίποτα, σκάσανε από εδώ οι άλλοι και μαλακιστήκαμε.
- Και τι κάνατε δηλαδή;
- Παίζαμε το μπισκότο ρε μαλάκα, τι κάναμε, τίποτα....

β. - Ρε, έχεις τσιγάρα;
- Όχι, ούτε εσύ έχεις;;;
- Όχι....φτουυύ. Και τώρα τι θα κάνουμε;;
- Τώωωρα, θα φάμε το μπισκότο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το «μικρότερης ηλικίας αρσενικό που φλερτάρεται από μεγαλύτερης ηλικίας κοπέλα»...

Έχει και το ρήμα «μπισκοτίζω» ...

  1. Μεταξύ φιλενάδων:
    - Τι κάνεις τον τελευταίο καιρό;; Είσαι μόνη;;
    - Όχι ακριβώς.,. μπισκοτίζω!! Βρίσκω μικρά μπισκοτάκια και τα τρώω!

  2. Μεταξύ μεγαλοκοπέλας και νεαρότερου αρσενικού:
    - Είσαι πολύ καλή!!!
    - Αχ μπισκοτάκι μου.. τέτοια μου λες και στο τέλος θα σε φάω!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είμαι γαμαωδέρνουλας (όχι εγώ, η έκφραση το λέει), ο γαμιάς της γειτονιάς κ.τ.ό. Αλλά κυρίως χρησιμοποιείται με ευρύτατη έννοια για κάποιον ή κάτι που είναι πάρα πάρα πολύ καλός σε κάτι, σε ό,τι. Συνήθως λέγεται για αθλητικές ομάδες ή παίκτες, μουσικά συγκροτήματα- άλμπουμ ή τραγούδια, ταινίες, τέτοια πράματα.

  1. Ολο το album γαμάει. Το Dark City γαμάει μανούλες. Αυτή η μελωδία στο 4:40 ΠΟΣΟ ΓΑΜΑΕΙ ΠΙΑ!! Θα την τραγουδάω για πάντα. (Εδώ).

  2. ΤΑ ΚΑWASAKIA ΓΑΜΑΝΕ ΜΑΝΟΥΛΕΣ.... ΕΓΩ ΑΥΤΟ ΞΕΡΩ..... ΤΑ ΥΠΟΛΟΙΠΑ....ΠΕΡΙ ΟΡΕΞΕΩΣ... (Εδώ).

  3. ΤΟ ΜΠΑΤΜΑΝ ΡΗΤΕΡΝ ΟΒ ΔΕ ΝΤΑΡΚ ΝΑΗΤ ΓΑΜΑΕΙ ΜΑΝΕΣ
    ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΛΥΤΕΡΗ ΤΑΙΝΙΑ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ 21ου ΑΙΩΝΑ ΚΑΙ ΟΠΟΙΟΣ ΔΕΝ ΠΑΕΙ ΝΑ ΤΗΝ ΔΕΙ ΣΤΟ ΣΙΝΕΜΑ ΕΙΝΑΙ ΑΔΕΡΦΗ ΚΑΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΝΑ ΑΡΧΙΣΕΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗ ΣΤΟ ΣΟΥΠΕΡ ΚΑΤΕΡΙΝΑ. (Εδώ).

(από joe909, 21/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαέρωσις αρχιδιώνε: η επιτακτική ανάγκη για ξελαμπικάζ που ωθεί πολλούς πεπρησμένους συμπολίτες μας σε μπορντέλα, φραπενέδες κ.ά. ευαγή ιδρύματα.

- στην παραλία, περιτρυγιρισμένος από στρίγκους και μπραζίλιαν, τα αρχίδια μου ζητούσαν επειγόντως εξαέρωση.
(εδώ)

- δεν κρατιεμαι για shemale, βουρ για εξαερωση.
(εκεί)

(από Vrastaman, 21/09/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γαμαωδέρνουλας, γαμιάς της γειτονιάς κ.τ.ό. ή απλούστερα κάποιος ή κάτι που είναι τόσο καλός γενικώς ή στον τομέα του, ώστε γαμάει μανούλες. Πιθανόν να πρόκειται για μετεξέλιξη του γαμάουα, αν και σημασιολογικώς διαφέρει λίγο, μας πάει περισσότερο προς την κατεύθυνση του γαμιά και του γαμάιντερμαν. Γενικά, πάντως, χρησιμοποιείται πολύ λιγότερο από τα παραπάνω και δυσκολεύεσαι να το βρεις στον γούγλη.

- Πολύ καλό σιντάκι.Ευτυχώς ο Σεφ της καρδιάς μας διάλεξε παραγωγάρες και έχτισε γαμάουερ δισκίον .Οι συμμετοχές από Nas και Black Thought γάμησαν μάνες. (Εδώ).

- Ο ποδοσφαιριστής που τρώει παιδιά είναι ο παιχταράς, η παιχτούρα, ο μάγος της μπάλας, ο φοβεγός και τρομεγός, ο μέγας μπαλαδόρος, ο οδοστρωτήρας, ο γαμάουερ, αυτός που κάνει παπάδες, που ζωγραφίζει στο τερέν, που ρίχνει ξύλο μεταφορικά και κυριολεκτικά (Jeanoir στο τρώει παιδιά).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified