Επιδίδομαι ενεργητικά σε πρωκτικό σεξ.
Παθητικό: καρφοκωλιάζομαι.
«φέρτε μου έναν φοιτητή να τον καρφοκωλιάσω»
(από το ομώνυμο τραγούδι των The Loutsa Project).
Επιδίδομαι ενεργητικά σε πρωκτικό σεξ.
Παθητικό: καρφοκωλιάζομαι.
«φέρτε μου έναν φοιτητή να τον καρφοκωλιάσω»
(από το ομώνυμο τραγούδι των The Loutsa Project).
Got a better definition? Add it!
Ορολογία των gay.
Αναφέρεται στο δημοφιλές site γνωριμιών GayDar
- Τον γνώρισα στο Dar.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η τζιβιτζιλού, η λεσβία.
- Ρε, λένε οτι η Πέννυ είναι μπιφτεκού!
- Α, γι'αυτό τόσα κολλητιλίκια με την Ελένη...
Σχετικά: λεσβολιδοσκοπώ, καραλέσβιο, λεσβία από κούνια, λέσβω / λεσβόγκα, αρσενικιά, τριβίδι
Got a better definition? Add it!
Το μπαλαμούτι μεταξύ δύο γυναικών.
- ...και τότε οι στριπτιτζούδες εκεί που χόρευαν, άρχισαν το τζιβιτζιλίκι και φτιαχτήκαμε όλοι!
- Πωωω τι μου λες, δεν το πιστεύω!
Got a better definition? Add it!
Προσφώνηση γνωστού ή φίλου αντί του μαλάκα που είναι πιο βαρύ.
Ρε μαλακιστήρι έλα δώ!
Πού ήσουν ρε μαλακιστήρι τόσην ώρα;
Να σου πω ρε μαλακιστήρι...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Απαντάται και ως "μουνόπορδος", και λαμβάνει χώρα κατά την απομάκρυνση του ανδρικού μορίου από τον κόλπο κυρίως όταν έχει προηγηθεί sex στα 4, καθώς ο αέρας που είχε συσσωρευθεί στο γυναικείο όργανο κατά τη διάρκεια της πράξης, απελευθερώνεται.
(κοπέλα) -Φρρρραπ!
(αγόρι) -Τί ήταν αυτό; Μουνόπορδος ή η φασολάδα;
Got a better definition? Add it!
Αυτή που είναι ξέκωλο και ταυτόχρονα γκόμενα.
Αυτό το μέρος όλο κάτι ξεκωλόμουνα μαζεύει...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
- Είναι μικρός ακόμα αυτός... Δεν έχει απογαλακτιστεί...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Παράφραση του «Απο φωνή ... φωνάρα».
Επίσης:
Από φωνή... κουκλάρα!
Από φωνή... κορμάρα!
Χρησιμοποιείται για όλες τις τραγουδίστριες που είναι ή θέλουν να γίνουν διάσημες και δεν έχουν ιδιαίτερη φωνή, αλλά αντίστοιχα έχουν τέλειο κορμί. Γενικά για όλες εκείνες που κανείς προσέχει το κορμί περισσότερο από τη φωνή τους.
- Καλά την βλέπεις αυτή... είναι που λέμε... και από φωνή... μουνάρα! χαχα
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χρησιμοποιείται για να δηλώσει την ξεπέτα, δηλαδή την σεξουαλική πράξη που κρατά πολύ λίγο σε διάρκεια ή περιορίζεται χρονικά σε μία νύχτα, χωρίς συναισθηματικές δεσμεύσεις.
Έχεις κάνει ποτέ εσύ one night;
Έρωτες χωρίς δεσμεύσεις: ανάβω κεράκι, γαμιολάκι, ελευθερογαμία, ελευθεροσχεσίτες, ένα στα γρήγορα, ερωφίλη, καβάτζα, καβατζογκόμενα, καφέ και πίπα, κοινόχρηστη γκόμενα, ξεπέτα, πηδύλλιο, πισωκολλητός και πισωκολλητή, πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι (ως και σεξάκοι), σέρβις, φιλικό (τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά), φίλοι με προνόμια, fuck buddy, one night.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified