Selected tags

Further tags

Λογοπαικτικός νεολογισμός με αφετηρία αθλήματα, όπως, το γνωστό από την αρχαιότητα πένταθλον, το μοντέρνο πένταθλο και το πιο πρόσφατο Σπέτσαθλον, διαφήμιση του οποίου απετέλεσε την αφετηρία του παρόντος λήμματος. Υπονοεί κυριολεκτικώς ή μεταφορικώς τη μαλακία.

-Τα 'μαθες; Ο Μανώλης θα πάρει μέρος στο Σπέτσαθλο φέτος.
-Δεν τον έχω. Για πέτσαθλο κάτι γίνεται!

-Πάλι πέτσα έκανε ο Τάσος! Αυτός ρε παιδί μου είναι πρωταθλητής στο πέτσαθλο.

-Ο μικρός μου είπε πως θέλει ν' ασχοληθεί με το μοντέρνο πένταθλο.
-Καιρός ήταν ν' ασχοληθεί και με κάτι άλλο εκτός από το πέτσαθλο!

Το σήμα του Masturbathon με ρωμαϊκή καταγωγή. (από Khan, 02/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το προσφιλές strap-on, το ζωνάτο δηλαδή ντίλντο που φέρουν όσες / όσοι επιθυμούν να συνουσιάσουν ενεργητικά αλλά αδυνατούν ελλείψει (λειτουργικού) πέοντος.

Βλ. επίσης: στραπούτσα, στραπονάρι, στραπονιάζω, αστραπόνγιαννος, γαμπρός, κ.ά συμπληρώματα διαστροφής.

1. κουφάλα Μαρκογιαννάκη το γλίτωσες το στραπόνι απ την Κωνσταντοπούλου

2.
Μαρία αν το δεις τράβα να ισιώσεις με κανα στραπόνι την γκεοπαρέα σου... φιλιλα πολλά μωρή μπαλότσα και στον Νικολάκι που έχει περίοδο αυτό τον καιρό !

2.
όταν τελειώσει το μπυρόνι
έλα περσεφόνη
λιώσε με με το στραπόνι
αλλά μάλλον θα με καψουρευτεί σαν χαζόνι
και τελικά θα φάω χυλοπιτόνι
και θα μείνει το στραπόνι
ξεχασμένο πάνω στο κουτί με το πριόνι
να θυμίζει όμορφες στιγμές στο χιόνι

2.
…Κορίτσι μου πολύτιμο
κατακτητή μεγάλε
το πέος σου είναι σκληρό
και δε νομίζω να μπορώ
τέτοια υπέρμετρο δοκό
ξωπίσω μου να βάλω…
(από το ποήμα «Το στραπόνι»)

(από σφυρίζων, 03/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για την κυρίως σημασία βλέπε τον ορισμό του Βραστανδρός με ετυμολογική διερεύνηση. Να συμπληρώσουμε απλώς ότι χρησιμοποιείται συχνότατα με τη σημασία ενός μεγάλου κάζου, μιας καταστροφής, ενός στραπάτσου ή στραπούτσου, μιας κατάστασης άγριας και τραγικής. Συχνά με το ρήμα «πέφτω», «πέφτει πούτσα».

Πιστεύουμε όμως ότι θα πέσει τόσο μεγάλη οικονομική πούτσα που θα έχουμε σημαντικές κοινωνικές ανακατατάξεις. (Από οικονομική ανάλυση σε μπουρδελοσάη- ινσέψιο).

Βασικά ήθελα να βάλω αυτό το μήδι, που συνοψίζει πλείστα όσα εξώφυλλα του περιοδικού Economist για την Ελλάδα και όχι μόνο. (από Khan, 03/04/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικές φιλοφρονήσεις σε κάποιον με πονηρές σκοπιμότητες.

Το χρησιμοποιούσε πολλές φορές ο Μητσικώστας στην εκπομπή Mitsi Show μιμούμενος τον Στέφανο Χίο.

Συνώνυμο: κωλογλειφάδα

- Καλησπέρα Στέφανε, σε παρακολουθώ χρόνια.
- Έλα, ασ' τα αυτά τα κωλομολογλειφάτα, και λέγε από πού παίρνεις.
- Από Καλαμάτα κ. Χίο.
- Κεριά και λιβάνια!!

(από zakk, 03/04/15)

Βλ. και κωλομεγλειφάτο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αναφερόμαστε στις διάφορες σχετικά δόκιμες σημασίες που μπορεί να έχει το λαδάδικο, όπως λ.χ. κατάστημα που πουλάει λάδι ή λάδια αυτοκινήτων, ή το δεξαμενόπλοιο μεταφοράς λαδιών (δες), ούτε στα ιστορικά Λαδάδικα της Θεσσαλονίκης, αλλά στη σημασία που έχει η λέξη στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων, όπου σημαίνει το μασατζίδικο, δηλαδή το γαμαζί, που προσφέρει και καλούα μασάζ με χρήση σχετικών ελαίων του μασάζ, αλλά μπορεί ταυτόχρονα να λειτουργεί και ως φραπενείο, τσιμπουκάδικο, ακόμη και μπριζολάδικο, να προσφέρει δηλαδή διάφορες σεχουαλικές υπηρεσίες στη ζούλα. Συνώνυμα: λαδομάγαζο, ελαιοτριβείο (σλανγιωτατιστί).

Δεν της είπα ότι την ήξερα από το λαδάδικο όπου δούλευε πιο πριν και την είχα πάρει. (Από μπουρδελοσάη)

Σ' άλλα Λαδάδικα αναφέρεται ο Μητροπάνος, αλλά ταιριάζει ο διάσημος στίχος. Σχετικοάσχετο εντέλει

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τσιμπουκλού ή πιπού που έχει γράψει πολλά πεοχιλιόμετρα κάνοντας στοματικό σεξ. Μάλλον βγαίνει από τις τσιμπουκοδρομίες.

  1. ιβανα υπερτατη τσιμπουκοδρομισσα με 9 νταν στο γλυψιμο και αλλα 9 στο γυαλισμα

  2. Είμαι αρκετά περίεργος να δω την καινούρια τσιμπουκοδρόμισσα.

  3. Έχω τις καλύτερες εντυπώσεις από τις τσιμπουκοδρόμισσες της...

(Αμφότερα και τα τρία από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο ιδίωμα των μπουρδελιάρηδων είναι η εργαζόμενη κορασίς σε μασατζίδικο, η οποία προσφέρει απαραιτήτως μασάζ με διάφορα έλαια του μασάζ, και ενδεχομένως διάφορες σεξουαλικές "υπηρεσίες" που προσφέρονται στη ζούλα στα παρόμοια λαδάδικα.

  1. -Προσωπικά σε μασατζίδικα πηγαίνω πιο πολύ για το μασαζ.. και όταν η λαδοκόρη μου κάνει κλικ ανάλογα κρίνω και αποφασίζω. Ωστόσο και σε αυτό δώσε σημασία, λόγω της πολύχρονης ενασχόλησης μου έχω αποκτήσει άλλες σχέσεις τόσο με τις εκάστοτε αφεντικίνες ή σερίφισες είτε με κάποιες από τις λαδοκόρες.. ( και δεν ήταν λίγες). Σχέσεις οικειότητας..και κυρίως εμπιστοσύνης και σεβασμού.. Οπότε πλην ελαχίστων περιπτώσεων πάντα το επιθυμητό αποτέλεσμα επιτυγχάνονταν. Αυτά είναι απλή λογική, όχι αστροφυσική. Και θα μου επιτρέψεις να μην αναφερθώ στην Έφη ή στην κάθε Έφη. Οπως είπα αυτό είναι θέμα συννενόησης μεταξύ της κάθε λαδοκόρης που αποφασίζει αποκλειστικά εκείνη πως θα πορευτεί και του πελάτη.. Τίποτα περισσότερο τίποτα λιγότερο. [...]
    - Ενώ το πήγες ωραία παραπάνω και για συγκεκριμένη λαδοκόρη μιλάς με λεπτομέρειες κλπ ,τώρα τα άλλαξες πάλι μιλάς ότι δεν ζεις εδώ κλπ. Άντε τώρα να βγάλεις άκρη.Εγώ μίλησα ,αφού περιγράφεις και μπαίνεις σε λεπτομέρειες , ότι μία φορά δεν σου έκατσε και την σχόλασες ,τώρα μιλάς ότι σε ενδιαφέρει μόνο το μασάζ και δεν αναφέρεσαι σε τι κάνει η κάθε λαδοκόρη.
    - Εχεις δίκιο αν κάπου δεν ήμουνα αρκετά σαφής. Η κατάσταση έχει λοιπόν ως εξής. Με ενδιαφέρει το μασάζ αλλά και το καλαμάκι εφόσον κρίνω πως η λαδοκόρη μου πάει τόσο εμφανισιακά όσο και ως χαρακτήρας. Με ένα όμορφο παγόβουνο δεν θα πήγαινα με τίποτα. Τόχω κάνει και κλαίω τα λεφτά μου. (Διάλογος σε μπουρδελοσάη)

  2. Να αναφέρω για την ιστορία ότι η κοπέλα υπήρξε και λαδοκόρη οπότε έχει εμπειρία στο "άθλημα". (Από άλλο μπουρδελοσάη).

  3. Νεα αφιξη στο στούντιο, ξανθια με ισια μακρια μαλλια τεως λαδοκορη, οπως μας ανακοινωθηκε απο την ευγενεστατη υπηρεσια. (Επίσης από μπουρδελοσάη)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κατάσταση καύλας όπου το παντελόνι του φέροντος τον μπαργαλάτσο φουσκώνει, στἠνει αντίσκηνο. Χρησιμοποιείται προφ και μεταφορικώς. Βλ. και φουσκοδεντριές.

  1. Οι άνδρες, γράφει η "αρθρογράφος", σκέφτονται μια γυναίκα μόνο όταν έχουν καταναλώσει λίτρα αλκοόλ, ή όταν έχουν φουσκοπαντελονιές και δεν υπάρχει κάποιο εύκολο "θύμα" στην διάθεσή τους για να ηρεμήσουν τις ορμές τους. Στην προσπάθειά τους να κερδίσουν το χρυσόμαλλο δέρας που κρύβεται στο βρακάκι της, άλλα γράφουν και άλλα εννοούν στα μηνύματα. (Σεξομηνύματα)

  2. Εδώ: οι περισσοτεροι θα επαθαν φουσκοπαντελονιες με την Ευα. Η εν λόγω πολιτικός

  3. Εδώ: Δλδ άμα βγάλουν δισκάρα τί θα λέτε; Άστε που το βιογραφικό του τραγουδιάρη εμένα μου έφερε φουσκοπαντελονιές. Τι άλλο θέτε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως γνωστόν, υπάρχουν δύο μεγάλες κατηγορίες ανδρών, αυτοί που συγκινούνται από τα μεγάλα βυζιά κι αυτοί που συγκινούνται από τις μεγάλες ρώγες. Για τους τελευταίους, η απόλυτη ονείρωξη είναι μια ρώγα που, όταν ερεθιστεί, σκληραίνει και μεγαλώνει τόσο ώστε με λίγη ποιητική αηδία να φαντάζεσαι ότι μπορείς να κρεμάσεις και πράγματα από αυτήν και να τα στηρίξει. Πρόκειται για τις περίφημες ρώγες- κρεμάστρα, άλλο να σου τις περιγράφουν κι άλλο να τις βλέπεις, οι οποίες έχουν απασχολήσει και το Λεξικό της Μπουρδελικής (που λεηλατώ τελευταίως).

  1. Το βυζάκι της ήταν μικρό και αθλητικό αλλά όλα τα λεφτά ήταν οι πολύ ευαίσθητες ρώγες-κρεμάστρα που είχε. (Ανασύνθεση από μνήμης από ποστ βυζολάγνου).

  2. εγω παντως κοπελια αν ειχα τις ρωγες σου θα εκανα την κρεμαστρα να κρεμαει ο κοσμος τα μπουφαν. (Από το Τουίτερ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η καύλα ή γκάβλα σε ρυθμό καντρίλιας όμως για να να αραιώνει λίγο η βαρβατίλα.

εδώ
"έχεις καβίλιες ή δεν νιώθεις;"

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified