Πούτσα.
Η Σάσα είναι μεγάλη ψώλα. Αν βάλεις στη σειρά τις καρέσες που έχει φάει, φτάνεις στην Αμερική!
Πούτσα.
Η Σάσα είναι μεγάλη ψώλα. Αν βάλεις στη σειρά τις καρέσες που έχει φάει, φτάνεις στην Αμερική!
Got a better definition? Add it!
Συνευρίσκομαι ερωτικά με κάποιον. Χρησιμοποιείται κυρίως από άντρες για ευνόητους λόγους.
- Τι έγινε τελικά ρε Γιώργο, το πιτσίλισες το μώρακι χτες;
- Άσε ρε μάγκα, έμπλεξα με παρθενοπιπίτσα...
Got a better definition? Add it!
Published
Σπανιότερα χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει το ανδρικό μόριο.
- Άμα δει το κρέας μου να δεις για πότε θα της πέσουν οι αναστολές και το υφάκι!
- Σιγά ρε πουτσαρά!
Και πουτσοκρέας.
Got a better definition? Add it!
Γκέι, ομοφυλόφιλος.
Got a better definition? Add it!
Γουστάρω τρελά!
Βαρβάτη εκσπερμάτιση μετά από πολυήμερη αποχή από το αυνανίζεσθαι!
Γυναικεία «εκσπερμάτιση» με τη μορφή πίδακα από το αιδοίο της ερωτικής μας συντρόφου και αυτοσκοπός του κάθε μουνολάτρη...!
- Μαλάκα τι ερμηνεία ήταν αυτή! Μιλάμε, έχυσα κουβάδες!
- Έχυσα κουβάδες, αλλά είχα να την παίξω και κάνα μήνα!
- Έπαθα πλάκα σου λέω! Τη μια στιγμή μούγκα στη στρούγκα και την άλλη έκανε σαν κόρνα από νταλίκα... Τα υγρά πετάξαν τον πούτσο μου σαν μπαλάκι του πινγκ-πονγκ! Σπαρταρούσε σαν το ψάρι και έχυνε κουβάδες σε σημείο που σκιάχτηκα και μού' πεσε από τη σαστιμάρα.
Σχετικό του 3: μουνόγαλα
Got a better definition? Add it!
Ρήμα που χρησιμοποιείται στην περιοχή Πηλίου και σημαίνει μαλακίζομαι, δεν κάνω τίποτα ουσιαστικό. Επίσης σε ερώτηση σημαίνει «πας καλά;», «είσαι καλά;»
- Πάμε για μπάνιο στη θάλασσα, Κωστή;
- Κουφομπλώνεις; Έχει κρύο...
Got a better definition? Add it!
Ο ήχος ο οποίος παράγεται από το γεννητικό όργανο μιας γυναίκας κατά τη διάρκεια της σεξουαλικής πράξης.
- Πω πω δες αυτό το μουνί ρε!
- Πρέπει να 'ναι και πολύ φλίτσι-φλίτσι!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Χύνω στα μούτρα.
Προφανής παραπομπή στην αγιαστούρα με την οποίαν οι παπάδες ραντίζουν και ευλογούν το εκκλησίασμα.
Σχετικά λήμματα: την έβγαλα ασπροπρόσωπη, τον έδωσα λουκάνικο
- Μα μου, δεν ξέρω, δεν κάνω ... πάρ' τα μωρή άρρωστη, της λέω ... και την ευλόγησα κανονικά ... αφού, μανίτσα μου, της λέω μετά, το ξέρεις ότι οι πρωτεΐνες κάνουν καλό στο δέρμα ... σα μάσκα προσώπου είναι ... μόνο πιο υγιεινό.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ερωτική συνεύρεση, γαμήσι.
Ορισμένοι εννοούν την πρώτη φορά που παίρνεσαι με κάποιαν /-ον, αλλά δεν είναι απαραίτητα έτσι.
Λέγεται και βάφτιση.
- Ρε Μάκη, μας έστησες χτες.
- Παιδιά, χίλια συγνώμη. Μου προέκυψαν κάτι βαφτίσια.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified