Selected tags

Further tags

Ο σεξιστικός χαρακτήρας της λέξης κουνέλι αφορά το
πέος εξ ου και η διαδεδομένη φράση: «το πνίγεις το κουνέλι;»

Το πνίγεις το κουνέλι;

Ο κύριος λόγος για τον οποίο πολλές αστές κυρίες δικαιούνται σύνταξη ΟΓΑ.

(Του αυτού νοήματος και το «γδέρνεις το φίδι«)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Φίδι: ο διπρόσωπος, ο ύπουλος, ο κακός.
  2. Φίδι κολοβό: ο επικίνδυνος διπρόσωπος «φίλος» (άμα έχεις τέτοιους φίλους τι τους θέλεις τους εχθρούς).
  3. (γδαρμένο) φίδι: ταλαιπωρημένο σεξουαλικά πέος.
  1. Φίδι η πουτάνα η πεθερά μου!
  2. Φίδι κολοβό η φίλη της γκόμενάς μου!
  3. Το γδέρνει το φίδι!!!!!

Ψέματα λιέει του φίδι. (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τσουτσουνοπαίχτης, ο μαλάκας με υπόβαθρο, ο μαλακοτεντωτός, γενικά μια άλλη ελληνικούρα για τον Έλληνα Κύριο=Μαλάκα

Ρε μαστούρμπα, μου ζάλισες τα παπάρια μ' αυτά που λες!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ζει απ' τον ιδρώτα του πούτσου του, χρησιμοποιεί δηλαδή το όργανό του για βιοποριστικούς σκοπούς. Απόδοση στα ελληνικά της λέξης «ζιγκολό».

Χ: Άλα της και τσίλικο χλιδάτο κάμπριο το τεκνό...
Ψ: Ποιος, αυτός ρε; Α;υτός είναι επαγγελματίας, τα μασάει από ματσωμένες υπεραιωνόβιες!
Χ: Έτσι εξηγείται, ψωλοδίαιτος ο τύπος, είπα κι εγώ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σε σένα μιλάω κυνηγέ ψωλαρά. Πόσες φορές είδες στον δρόμο μια αφίσα με κλαμπ-μπαρ-κτλ που γράφει με μεγάλα τεράστια γράμματα Ladies Night κάθε Πέμπτη; Πόσες φορές πήγες; Τί αντίκρυσες κάθε φορά; Εσύ ξέρεις...

Για τους υπόλοιπους, ψωladies night είναι το μεγαλύτερο όπλο των κεφαλιών του μάρκετινγκ για να αποπλανούν τον φτωχό πλην τίμιο ψωλαρά και να τον κάνουν να επισκέπτεται συγκεκριμένα μαγαζιά τάζοντάς του λαγούς με πετραχήλια ή έναν χώρο με γυναίκες-υποψήφια θηράματα. Φυσικά κανείς δεν σκέφτεται ότι το δωρεάν ποτό που συνήθως τάζουν οι αχόρταγοι μαγαζάτορες οι περισσότερες γκόμενες το βρίσκουν σε όλα τα υπόλοιπα μαγαζιά από κεράσματα μόνων και μπάκουρων. Το τελικό θέαμα που αντικρύζει κανείς είναι αυτό ενός στρατοπέδου που ετοιμάζεται για άσκηση ή κοινώς αρχιδόκαμπος. Μην πείτε μετά ότι το slang.gr δεν σας προειδοποίησε...

Δημήτρης στην πόρτα του μαγαζιού: - Σήμερα θα γίνεται χαμός, έχει ladies night.
Χρήστος μέσα στο μαγαζί: - Ναι βλέπω... Ψωladies night!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία ακόμη τρανή λαϊκή ατάκα πολύ χρήσιμη όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με κάποιον ο οποίος κολλάει σε λεπτομέρειες.

Πρωταγωνίστρια της φράσης η γνωστή μας άγνωστη Μάρω, η οποία συχνά αναφέρεται μαζί με το μουνί της. Όχι επειδή έχει κάποιο γυναικολογικό πρόβλημα ή επειδή το γεννητικό της όργανο έχει κάποιες παράλογες ιδιότητες, απλά επειδή ο όρος «μουνί» συναντάται πολύ συχνά στις ελληνικές ρήσεις και το όνομα Μάρω βολεύει πολύ στο να σχηματίσουμε ρίμες (η ρίμα δίνει στόμφο, μπρίο και κύρος στην έκφραση - χώρια που αποστηθίζεται ευκολότερα). παραδείγματα :άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως, κάτσε Μάρω να στον βάλω, και πολλά ακόμη που δεν θυμάμαι, αλλά που σίγουρα σας έρχονται στο μυαλό.

Στην ρήση αυτή, η Μάρω αντιμετωπίζει ως πρόβλημα τη μελανότητα του μουνιού της. Εννοείται όχι του οργάνου, αλλά του τριχωτού αυτού. Καταλαβαίνουμε λοιπόν πως η Μάρω γκρινιάζει για κάτι που το έχουν οι περισσότερες γυναίκες. Ενώπιον αυτής της κατάστασης μπορούμε να σκεφτούμε:

***** γιατί τη Μάρω την ενοχλεί κάτι που είναι κάπως αυτονόητο; και που σε τελική ανάλυση δεν της δημιουργεί κανένα πρόβλημα; Οι υπόλοιπες τί να πουνε δηλαδή; ή οι υπόλοιπες γιατί δεν ενοχλούνται; ποιο είναι τελοσπάντων το κόλλημα της Μάρως στον εγκέφαλό της;
***** η Μάρω δεν έχει με τίποτα άλλο να ασχοληθεί και ασχολείται κυριολεκτικά με τρίχες. ***** η Μάρω μπορεί να έχει όλου του κόσμου τα καλά, αλλά την ενοχλεί κάτι ασήμαντο. ***** αφού έτσι κι αλλιώς το μουνί μαύρο είναι, τί έχει να φοβηθεί;

Επομένως από τους παραπάνω συλλογισμούς αντιλαμβανόμαστε πια την έννοια της έκφρασης, δηλαδή ότι κάποιος πνίγεται σε μία κουταλιά νερό, αρπάζεται από κάτι άσχετο και φοβάται / αναστατώνεται / θυμώνει / γκρινιάζει και μας σπάει τα νεύρα.

  1. - Μα σοβαρά τώρα, ο Νώντας δεν θέλει να μου ξαναμιλήσει επειδή δεν του είπα γεια όταν τον είδα;;
    - Ε τι περιμένεις ρε Δημήτρη... Έτσι είναι ο Νώντας, ανάγκη που 'χει η Μάρω, που είν' το μουνί της μαύρο.

  2. - Και εκεί που πηγαίναμε τον πατέρα μου στα επείγοντα, πετιέται και μία χαζή και μου κάνει μία λακκούβα μπροστά στ' αμάξι... γάμησέ τα!
    - Α, ρε Στέλιο... Ανάγκη πού'χει η Μάρω που είν' το μουνί της μαύρο...
    - Τί εννοείς;;;;;

(από ironick, 21/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ατάκα προκύπτει απο τη διάσημη ταινία του David Lean «Η γέφυρα του ποταμού Κβάι», που γυρίστηκε το 1957 και αναφερόταν στο πραγματικό περιστατικό που συνέβη στο β' παγκόσμιο πόλεμο, όπου χιλιάδες αιχμάλωτοι από τον ιαπωνικό στρατό υποχρεώθηκαν κάτω από πανάθλιες συνθήκες να φτιάξουν τη γέφυρα του ομώνυμου ποταμού. Μια γέφυρα που θα σύνδεε τα 415 χιλιόμετρα που χωρίζουν τη Βιρμανία με την Ταϊλάνδη.
Ο όρος αναφέρεται σε παρτούζα πολλών πρωταγωνιστών (μεγάλη απόσταση συνδέσεως), όπου γεφυρωμένα κορμιά λόγω σεξουαλικών περιπτύξεων, παρασύρονται το ένα πάνω στο άλλο σαν τα ξερόκλαδα που τα σπρώχνει ο ποταμός πότε εδώ, πότε εκεί, ρημάζοντας τα πάντα (άθλιες συνθηκες), ενώ το σπέρμα ρέει άφθονο.

- Τι θόρυβο κάνανε οι δίπλα ρε γαμώτο χθες βράδυ;
- Ω καλά... Εκεί είσαι ακόμα; Εδώ μαζεύτηκαν 45 μάστορες και εξήντα μαθητάδες και ...
- Στο γεφύρι της Άρτας το πας;
- Ποιας Άρτας ρε καημένε. Στη γέφυρα του ποταμού Γαμάει το πάω. Η ... παρτούζα!

(από GATZMAN, 04/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει ωραίο σώμα αλλά άσχημο πρόσωπο. Η αντιστοιχία με την γαρίδα έγκειται στο ότι «τρως» το σώμα και πετάς το κεφάλι.

- Τά 'μαθες; Ο Νίκος έβγαλε γκόμενα χτες στο μπαράκι.
- Καλή;
- Γαρίδα. Φοβερό σώμα αλλά μάπα χάλια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τρυφερός εραστής όπως λέγεται στα καλιαρντά, τα (ή καλιαρντή). Αυτός που ως εραστής είναι αγαπησιάρης και πολύ συναισθηματικός. Ενδείκνυται δε να κάνει τακτικά εξετάσεις αίματος προκειμένου να ελέγχει τα επίπεδα σακχάρου καθώς η μεγάλη κατάναλωση σιροπιού τον ανάγει σε ομάδα υψηλού κινδύνου για εκδήλωση διαβήτη.

Ο Ηλίας Πετρόπουλος, στο βιβλίο «Καλιαρντά», λέει για την λέξη:

Βγαίνει από το πιπίλας και γαμούλης (<γαμώ), όπου ο «πιπίλας» είναι ο αγαπητός, ο προσφιλής (από τα «πιπίλα», «πιπιλίζω» και έχει συνώνυμα τα πιπιλάκης και πιλίπης από αναγραμματισμό).

Συνώνυμα του πιπιλογαμούλη:
γατουλογαμούλης, πιλίπης-γατάκης και πιπιλογατούλης.

- Τι κάνατε ρε χθες το βράδυ; βγήκατε τελικά με τους νιόγαμους;
- Άσ' τα..
- Γιατί ρε, δεν περάσατε καλά; τι έγινε;
- Άσ' τα σου λέω... ρε συ τι πιπιλογαμούληδες είναι τούτοι; όλο το βράδυ κουβέντα δεν γύρισαν να μας πουν, μες το μπαλαμούτι και τις γλύκες ήταν, δεν είχαν μάτια παρά μόνο ο ένας για τον άλλον, άσε που κόντεψαν να τα βγάλουν και μπροστά μας... κολλήσαμε από τα σορόπια πια!
- Άντε από 'δω ρε μπαγλαμά, μη δεις ερωτευμένο άνθρωπο, αμέσως να ξινίσεις... να 'τανε η ζήλια ψώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σουηδανία, η [ουσ., κύριο όνομα]

Εξωτική χώρα την οποία πανάρχαιοι χάρτες τοποθετούν βόρεια της Ατλαντίδας, 1000 ναυτικά μίλια ανατολικά της Φρουτοπίας.

Είναι παγκοσμίως γνωστή για τους κατοίκους της οι οποίοι για ανεξήγητους επιστημονικά λόγους φέρονται να είναι όλοι θηλυκά, περί τα δύο μέτρα ύψος, με ξανθά μαλλιά και στήθη που παραπέμπουν σε διαφήμιση του γάλα Αρόζα. Οι εν λόγω κάτοικοι αποδημούν μαζικά κάθε καλοκαίρι στα νησιά του Αιγαίου προς γενική τέρψη όλων των φυλών παραθεριστών (ακόμα και των αλάδωτων).

Τα ανωτέρω χαρακτηριστικά καθιστούν τις κατοίκους της Σουηδανίας την ιδανική προέλευση τουριστών οπουδήποτε νοτίως της Θάσου.

- Τι έλεγε το νησί φετος;
- Μαγεία φιλαράκο, είχε σκάσει καραβιά από Σουηδανία και κάναμε Πάσχα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified