Selected tags

Further tags

Η κλασσική σημασία του όρου, παραπέμπει σε εγκυμονούσα γυναίκα που περιμένει πως και πως να γεννήσει για να λευτερωθεί απ' τους πόνους.

Ο όρος θα μπορούσε να ειπωθεί σε κάθε περίπτωση που επιχειρείται μεταλαμπάδευση γνώσης και αξιολόγηση της κατάστασης. Σε εργασιακό χώρο, στο σπίτι, παντού. Η συσχέτιση της κλασσικής σημασίας με αυτή τη σημασία θα φανεί ακολούθως που θα παρουσιαστεί η χρήση του όρου στην εκπαίδευση.

Ο συγκεκριμένος, όρος μπορεί να λεχθεί υπό μορφή αστειότητας, από εκπαιδευτικούς σε μαθητές, μετά από την ανάλυση ενός δυσνόητου θέμα και τη λύση αποριών που κάνει ο καθηγητής πάνω σ' αυτό.

Ο καθηγητής μετά από εξαντλητικό ξεψάχνισμα του θέματος, ρωτά τους μαθητές αν συλλάβανε το θέμα . Μετά από καταφατική απάντηση της τάξης, άλλοι λένε ναι και είναι ναι, άλλοι λένε ναι και νομίζουν ότι είναι ναι, ενώ άλλοι λένε ναι και ξέρουν ότι είναι ίσως, ότι είναι περίπου, ότι είναι: «άντε πες στο μαλάκα ένα ναι, να πάμε παρακάτω». Μετά λοιπόν το «ναι» της τάξης ο καθηγητής τους απαντά υπό μορφή αστειότητας: «Καλή λευτεριά». Είναι σαν να τους λέει: «Σας πήδηξα νοητικά, με στόχο να σας μεταλαμπαδεύσω γνώσεις».

Υπάρχει ομοιότητα χαρακτηριστικών μεταξύ λαμπάδας και φλεγόμενου από τον πόθο πέους. Άρα μεταλαμπάδευση σημαίνει νοητική συνουσία που καταλήγει στον νοητικό οργασμό. Και επειδή επιχειρείται από έναν (καθηγητή) σε πολλούς (μαθητές), μιλάμε για πολυδυαυλική νοητική συνουσία ή για νοητική παρτούζα. Κι ο καθηγητής πηδάει, πηδάει, μέχρι να θεωρήσει είτε πως είχε καλό βόλι, είτε κουράστηκε. Θεωρεί πως όσοι το συνέλαβαν, πως θα υποβάλλουν το νοητικό σπέρμα σε νοητική επεξεργασία(νοητική κύηση) ώστε κάποια στιγμή να λευτερωθούν από τη νοητική κύηση και να έχουν ως αποτέλεσμα νοητικής τεκνοποίησης, χειροπιαστή και απολύτως συνειδητοποιημένη γνώση.

Θα πει βέβαια κάποιος: «Μα η γνώση γεννά την αμφιβολία και η αμφιβολία τη γνώση». ΟK! Και ποιος είπε πως η νοητική συνουσία παύει.Πολύτεκνοι είμαστε όλοι μας.

Ο καθηγητής λοιπόν, παρόλο που όπως ειπώθηκε, έχει θεωρήσει πως είτε είχε καλό βόλι, είτε πως κουράστηκε, θέλει να επιχειρήσει και αξιολόγηση της κατάστασης λέγοντας: «Το συλλάβατε»;

Ο καθηγητής σαν γριά πουτάνα ξέρει τα άτομα και ψαρεύει αντιδράσεις. Δεν αρκείται σε ένα ναι. Κοιτάει πως το λες το ναι. Μ' άλλα λόγια κόβει μάπα και βγάζει συμπέρασμα. Και όχι μόνο μάπα. Και φυσικά δεν εστιάζει στους πάντες. Εστιάζει σ' αυτούς που είχαν απορίες. Για τους άλλους ξέρει. Γριά πουτάνα είναι.

Επίσης θέλει να ηρεμήσουν τα πνεύματα μετά το νοητικό μποτιλιάρισμα και να επέλθει μια μίνι χαλαρότητα, ώστε τα μυαλά να ξεκουραστούν πριν το επόμενο αρχιδάτο θέμα σκάσει στην πίστα... εεε... στον πίνακα. Γιαυτό τους χαλαρώνει λίγο μετά το νοητικό μποτιλιάρισμα ρωτώντας αν το συλλάβανε, για να τους πει στο τέλος: καλή λευτεριά.

Επίσης θέλει και αυτός σαν εργαζόμενος, να πει καμιά μαλακία, καμιά μπούρδα, όπως το κάνουν, τόσοι και τόσοι εργαζόμενοι μέσα στο εργασιακό τους ωράριο.

Οι αρχές της παραπάνω περιγραφόμενης διαδικασίας ισχύουν βέβαια σε κάθε περίπτωση τέτοιας μεταλαμπάδευσης. Ωστόσο η μεθόδευση προσαρμόζεται ανά περίπτωση.

  1. (Μετά την επίλυση αποριών σε ένα δυσνόητο θέμα, ο καθηγητής ρωτά:)
    (Καθηγητής) To συλλάβατε το θέμα;
    (Τάξη, δια βοής) Ναιαι....
    (Καθηγητής) Καλή λευτεριά!

  2. (Ο τεχνηταράς στον αδαή τεχνικό)
    - Απ' το πρωί σου αναλύω πως θα επιδιορθώνεις τα γαμημένα τα μηχανήματα, κι όλο απορίες έχεις. Με γκάστρωσες.
    - Όχι, εσύ με γκάστρωσες, που θες σώνει και καλά να μάθω εν μια νυκτί όσα έχεις μάθει σε δέκα χρόνια.
    - Ε... τότε καλή λευτεριά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικό και παλαιομοδίτικο ρήμα, που σημαίνει αρπάζω με δόλο, επιτίθεμαι σε γυναίκα έχοντας ανήθικους σκοπούς, δηλαδή στοχεύοντας να της τον φορέσω. Νοηματικά το ρήμα ενέχει την πονηριά και τις υποχθόνιες διαθέσεις που προέρχονται από τις έντονες ορμές.

Πιθανότατα ο αγγλικός όρος είναι το γνωστό shag.

- Τα κατάφερε η κουφαλίτσα ο Νίκος και το κουτούπωσε τελικά το γκομενάκι από τον Βόλο.
- Πότε ρε;
- Χθες, το έφερε από 'δω, το έφερε από 'κει, τα κατάφερε ο πούστης...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαζόχας, η μαζόχα.

Αυτός ή αυτή που αρέσκεται ή την βρίσκει να βασανίζεται σωματικά ή ψυχολογικά. Από το μαζοχιστής, εννοείται.

Λέγεται ειρωνικά. Μαζόχα στο γαμήσι μπορεί να είναι η μάνα μας, ο πατέρας μας, η αγαπημένη μας αδελφούλα, ο σεβάσμιος θείος και μεις να μην έχουμε πάρει χαμπάρι. Μπορεί να είμαστε και μεις και να το ανακαλύψουμε μια ωραία πρωία (ρωτήστε τον Ασκητή για περαιτέρω πληροφορίες). Ο μαζόχας εύκολα βρίσκει το ταίρι του, τον σαδιστή, γιατί ως γνωστόν μάλλον υπάρχουν περισσότεροι τέτοιοι. Τα παιχνιδάκια τους στην αρένα του S&M είναι απαιτητικά, χρειάζονται ένα σωρό αξεσουάρ αν θες να το παίξεις κυριλέ και εξοπλισμένος, αλλιώς μπορεί κανείς να χρησιμοποιήσει και αυτοσχέδια εξαρτήματα, μπαλαντέζες, τον τρίφτη του τυριού, ξυραφάκια, τέτοια. Ναι αμέ. Όσο δυνατότερος ο πόνος τόσο μεγαλύτερη η ηδονή.

Όσο για τον μαζόχα στη συμπεριφορά, είναι ένα εκνευριστικό πλάσμα το οποίο παιδεύεται για καταστάσεις οι οποίες είτε είναι απλούστατες ή θα μπορούσε να τις αποφύγει πανεύκολα. Γιατί κι αυτός, απλούστατα, τη βρίσκει με τα μπερδέματα και τις δυσκολίες. Αλλά δεν θα το παραδεχθεί ποτέ.

Το θηλυκό το χρησιμοποιούμε και για τον χαρακτηρισμό ανδρών.

  1. - Είδες πώς είναι η πλάτη αυτηνής; Γεμάτη τεράστιες γκρατζουνιές. Αν προσέξεις καλά φαίνονται κάτω από το ρούχο.
    - Ε, καλά, καμιά μαζόχα θά 'ναι.

  2. - Τι μαζόχα κι αυτός ο Μιχάλης! Δεν μπορεί να ξαπλώσει, λέει, στο κρεβάτι του, αν δεν είναι τσίτα όλα τα σεντόνια και κάθε βράδυ, ό,τι ώρα και να πέσει για ύπνο, το ξεστρώνει και το ξαναστρώνει από την αρχή!
    - Δεν ξέρω αν είναι μαζόχα, μάλλον για παλιαδερφάρα τον κόβω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τους πιο προσβλητικούς χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιεί ο σύγχρονος Έλλην άνδρας για να περιγράψει μια γυναίκα, συνήθως -αλλά όχι απαραίτητα- νεαρή σε ηλικία, η οποία:

  • ντύνεται, μιλάει και συμπεριφέρεται προκλητικά - μάλλον σ' ένα φτηνιάρικο, βλ. και λάικα, και
  • γαμιέται αβέρτα κουβέρτα, αλλά
  • δεν κάθεται σ' αυτόν, ή
  • τού 'κατσε μία και μετά τον έφτυσε

Η λέξη ξεψώλι σχηματίζεται από το επιτατικό πρόθεμα ξε- σε συνδυασμό με την ρίζα ψωλ-(εξ ης και ψωλή, ψωλόχυμα, ψωλότσεπη και πλείστα άλλα) και, τέλος, την ουδέτερη κατάληξη . Το σύνολο σημαίνει μια γκόμενα που είναι, μεταφορικά και κυριολεκτικά, τελείως και μόνον για τον πούτσο. Την αίσθηση της απόλυτης ξεφτίλας επιτείνει κι άλλο η επιλογή κατάληξης ουδέτερου γένους ώστε η γυναίκα να υποβιβάζεται στο επίπεδο πράγματος - όπως π.χ. συμβαίνει και με τη λέξη τσόλι.

Πολλές λέξεις υπάρχουν που, όπως και το ξεψώλι, αποκρυσταλλώνουν μια βαθιά περιφρόνηση προς τις γυναίκες αλλά, ίσως, καμμιά άλλη δεν είναι τόσο απαξιωτική - ίσως γιατί σχεδόν όλες οι άλλες τέτοιες λέξεις έχουν και κάποιες ψιλοθετικές συνδηλώσεις. Για παράδειγμα, οι λέξεις πουτάνα, γαμιόλα, καριόλα και χαμούρα αφήνουν να εννοηθεί ότι την περί ης ο λόγος δεν μπορεί κανείς να την πάρει στα ελαφρά - όλες αυτές οι λέξεις έχουν και την έννοια της πονηριάς και της υπουλίας. Παρομοίως, λέξεις όπως καυλόμουνο και μουνόσκυλο αποπνέουν κάτι το σκληρό. Η ψωλού, η ψωλομαζεύτρα και η πουτσαρπάχτρα έχουν όσο νάναι μια μαγκιά ενώ ο χαρακτηρισμός πουτσανάφτρα είναι σχεδόν κοπλιμάν. Οι λέξεις ξεκωλόμουνο και ξεκωλοπατόμουνο έχουν σαφώς προσβλητική διάθεση αλλά είναι και τόσο εμφανώς κατασκευασμένες που η ισχύς τους ατονεί. Λέξεις όπως μουνίτσα, καυλίτσα, πουτανοκαυλίτσα, γαμιολάκι, τσουλάκι, ψωλίτσα και ψωλέτα είναι και αυτές συγκριτικά ασθενέστερες από το ξεψώλι, προφανώς λόγω της υποκοριστικής κατάληξης. Τέλος, δυο λέξεις που σημασιολογικά είναι ίσως πλησιέστερα στο ξεψώλι, το καβλοράπανο και ο πουτσομεζές, τείνουν πρωτίστως να βγάζουν γέλιο.

Το επιτατικό πρόθεμα ξε- δεν πρέπει να συγχέεται με το στερητικό ξε-. Το επιτατικό ξε- ενισχύει στο μάξιμουμ την σημασία του ρήματος που ακολουθεί, π.χ. ξεκουφαίνω, ξεσκίζω και ξεκωλώνομαι, ενώ το στερητικό ξε- την αναιρεί, π.χ. ξεβιδώνω, ξεπαγώνω και ξεβρακώνομαι.

- Πέρασε κι η Ντίνα ... με το ξεκωλτέ ως συνήθως κι έσερνε κι έναν μαύρο ... - Ασ' το, μωρέ, το ξεψώλι ... ποιος την γαμεί αυτήνα; - Ο μαύρος;;; (Και πάντως όχι εσύ, φιλάρα). - Άει γαμήσου, ρε μαλάκα ... εγώ φταίω που σου μιλάω ...

βλ. και μουνί, καυλόμουνο, αμαρτωλό, τρύπα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο καθιερωμένος ορισμός είναι τοις πάσι γνωστός: νυχτερινή εκσπερμάτωση, συνέπεια ηδυπαθούς ονείρου (εκ του oνειρώττω).

Στην σλανγκ εκδοχή, το λήμμα περιγράφει κάθε αντικείμενο ή υποκείμενο έμμονου και βασανιστικού πόθου.

1.
- Ο γερομπισμπίκης ενώ είναι με το ένα πόδι στον τάφο κυκλοφορεί με ένα πιπινάκι σκέτη ονείρωξη! - Γάμησέ τα! Κώλοι υπάρχουν, λεφτά δεν υπάρχουν!!!

2.
- Μάγκα μου, έχεις δει το i-Phone; σκέτη ονείρωξη δικέ μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας πολύ ωραίος χαρακτηρισμός ο οποίος μπορεί άνετα και πετυχημένα να αντικαταστήσει το προσβλητικό «χοντρή». Συνώνυμο του νταρντάνα.

- Τι χουφτιάρα γυναίκα είσαι; Ευχαριστιέσαι να πιάνεις...!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς πιάνω, αλλά όχι οτιδήποτε. Χρησιμοποιείται κυρίως για να σεξουαλικά «πιασίματα» και παιχνίδια.

(Γνωστή η ατάκα της ταινίας)
- Τη χούφτωσες; Χούφτωσ' τη χούφτωσ' τη...

(από nick, 22/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη σύνθετη με πρώτο συνθετικό γαμο- (εκ του ρήματος γαμέω, -ώ) και με δεύτερο συνθετικό το -λεβιές. Χρησιμοποιείται για να δηλώσει τα κοινώς χαρακτηριζόμενα ως «ψωμάκια» στις γυναίκες, από τα οποία ο εκάστοτε ερωτικός σύντροφος «κρατιέται», ή καλύτερα «κρατάει» όταν το επιτρέπει / επιβάλλει η ανάλογη στάση στο σεξ. Προφανώς ενδείκνυται για πιο γεματούλες και νταρντάνες γυναίκες.

(Για μία πιο νταρντάνα λοιπόν με πιασίματα)
- Πω πω γυναικάρα μου, τι γαμολεβιέδες είναι αυτοί; (στα πλαίσια αστείου πάντα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι το γκομενάκι που κάποιος έχει αποκλειστικά για το σεξ. Είναι μικρής ηλικίας απαραιτήτως και χρησιμοποιείται ενίοτε ως ρεζέρβα όταν κάποιος ξεμένει...

Τηλέφωνα, μηνύματα στο κινητό και γενικά απρόσμενο ενδιαφέρον μετά από πολύν καιρό σε κάποιο γκομενάκι από κάποιον με τον οποίο κάποτε είχε γίνει κάτι και ξαφνικά έγινε Λούης είναι σαφείς ενδείξεις ότι αυτός την έχει για γαμιολάκι του. Πρώτης τάξεως γαμιολάκια ασφαλώς γίνονται τα άβγαλτα κορίτσια που μαθαίνουν το σεξ από κάποιον και μετά δεν μπορούν να ξεκολλήσουν με τίποτα...

Don't try this at home! :P

  1. - Τι γίνεται με τη δικιά σου ρε Νίκο;
    - Τι να γίνει ρε μαλάκα, έναν μήνα έχουμε να το κάνουμε... Όλο κάτι έχει... Πάλι καλά που έχω κι εκείνο το γαμιολάκι και την παλεύω...
    - Ω ρε πίκρα! Πού να ήσασταν και παντρεμένοι...

  2. - Φίλε χθες πήδηξα εκείνη τη μικρή που σου έλεγα...
    - Έλα!
    - Και ήταν και παρθένα...
    - Έλα ρε μαλάκα! Και τώρα θα την έχεις για γαμιολάκι σου ε;
    - Χαλαρά και βλέπουμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα που τρως το σώμα και πετάς το κεφάλι, όπως με την γαρίδα. Είναι συχνός τύπος γκόμενας, που μπορεί να μην το παραδέχονται όλοι, αλλά όλοι θα ψηνόμασταν λιγάκι να την «φάμε».
Η γκόμενα γαρίδα, που συνήθως από πίσω την βλέπουμε και την λιγουρευόμαστε, αλλά τρομάζουμε όταν την βλέπουμε από μπροστά, φοράει μόνο προκλητικά ρούχα που αναδεικνύουν καμπύλες και πολύ γυμνή σάρκα, τα μαλλιά της είναι πολύ εντυπωσιακά και ψαρωτικά και γενικά φαίνεται αρχικά πολύ καύλα. Αλλά δυστυχώς το πρόσωπό της σε κάνει να αναρωτιέσαι ποια βιβλική κατάρα έπεσε πάνω της και έχει κάτι τόσο δυσανάλογο και χάλια με το σύνολο. Πιθανή λύση η σακούλα και μόνο πισοκωλλητό.
Από έναν φοιτητή στα Χανιά τό 'χω πρωτοακούσει. Είναι λίγο σεξιστικό αλλά τι να κάνουμε...

- Πωω πάρε εκείνη την ψηλή ξανθιά με την κωλάρα...
- ΡΕ, τι λες την ξέρω αυτήν. Μεγάλη γαρίδα σου λέω, δεν φαίνεται από εδώ... Γάμα την είναι η φάτσα της...
- Έλα ρε!...
- Ναι ρε άμα δεν έβγαζε και το μουστάκι θα ταν κανονική γκόμενα-γαρίδα η τύπισσα!!

(από beth, 21/09/08)Ο Μύθος του Καβαλάρη Ακέφαλων Γαρίδων (από Vrastaman, 22/09/08)

Ακόμη: γυναίκα-γαρίδα, ή απλά γαρίδα. Σύγκρινε: γκόμενα-μέδουσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified