Selected tags

Further tags

Όρος που αναφέρεται στην τεχνητή επιμήκυνση του πέους έπειτα από ασύστολο κι επαναλαμβανόμενο αυνανισμό εξαιτίας κάποιας υπερσεξουαλικής γυναίκας, η οποία πλέον παίζει το ρόλο της μόνιμης σεξουαλικής φαντασίωσης.

Αναφέρεται πάντα σε σχέση με γυναίκες οι οποίες ποτέ δεν πρόκειται να κατακτηθούν από το ανυποψίαστο θύμα, το οποίο τις αναφέρει πάντοτε υπό τη μορφή απωθημένου.

Αξιοσημείωτη είναι δε και η χρήση του όρου από επίδοξα (πλην αποτυχημένα) καμάκια κατά τη διαδικασία του ψησίματος.

  1. - Πώπω μαλάααακα, το είδες το μωρό που πέρασε; - Αν το είδα λέει;; Τον έχω κάνει λάστιχο! - Άαα, κι έλεγα τι μου σκουντάει το πόδι...!

  2. - Τι θα γίνει ρε Κοκό; Θα σου κάτσει το Τζενάκι; - Τι να σου πω ρε κολλητέ; Την έχω κάνει λάστιχο τόσον καιρό, αλλά νερό ούτε σταγόνα!

  3. (Καμάκι)
    - (Ψιθυριστά στο αυτί): Μωρόοο μουυυ... Τον έχω κάνει λάστιχο για πάρτη σου!
    - Ρίξε κάνα πότισμα τότε να κουλάρεις...! (+ χαστούκι)

(από Cunning Linguist, 23/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν κάποιος σου την πέφτει, σου κολλάει, θέλει να σε ρίξει στο κρεβάτι κτλ.

Αυτός ο τύπος μου ξηγιέται πολύ στριπ πόκερ ρε παιδί μου!

Δες και ξηγιέμαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ περιγραφική έκφραση που θέλει να δείξει ότι είμαστε πολύ κοντά στον επιθυμητό σκοπό. Χρησιμοποιείται σχεδόν κατά κυριολεξία, ότι δηλαδή είναι στο τσακ να μας κάτσει η γκόμενα, αλλά και μεταφορικά, ότι δηλαδή κοντεύει να τελειώσει μια δουλειά.

- Τι ακούω, Κωστάκη; Η Τζένη δεν σου κάθεται και σε φτύνει;
- Καλά, είσαι και πολύ μαλάκας. Ο μισός μέσα είμαι, ρε. Σαββατοκύριακο πάμε Χαλκιδική κι έχω κλείσει σουίτα στον Καρρά.
- Εεεεεντάξει, στον καναπέ θα κοιμηθείς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, σημαίνει γαμάω –αλλά το λέω έτσι για να το φέρω πιο γλυκά, να μη το κάνουμε θέμα τέλος πάντων. Στην εκδοχή μας τον ακουμπήσανε, θέλει να πει μας τον κάτσανε. Με έναν πιο μουλωχτό ή πιο κομψό ίσως τρόπο, αλλά η ουσία είναι ότι, στο φινάλε, μας τον φορέσανε.

  1. - Αχ βρε Νώντα μου, δεν μπορώ απόψε, έχω λίγο πονοκέφαλο. - Έλα μανίτσα μου, τίποτα δεν είναι, να λίγο έτσι να στον ακουμπήσω, τίποτα δεν θα κάνεις εσύ, ένα τσιμπουκάκι στην αρχή αν ευκολύνεσαι... και μετά αράζεις...

  2. - Καλό το ρεστοράν, Θύμιο; Ακριβό;
    - Έ, όσο νά 'ναι... εξήντα ευρώ το άτομο βγήκε...
    - Α, εντάξει... Σας τον ακουμπήσανε κανονικά...

Χμ, όντως... (από vikar, 10/06/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος έχει μεγάλη ιδέα για το πουλί του.

- Μανταμίτσα, ένα πράμα θα σου πει ο Πίπης, και βάλ' το καλά στο μυαλό σου: δεν υπήρξε γυναίκα που πήγε με τον Πίπη και δεν γούσταρε τρελά.
- Άσε μας βρε Πίπη, ψωλοπερήφανε.
- Άαα, κοίταξε να δεις, η μετριοφροσύνη είναι για τους μ έ τ ρ ι ο υ ς ... Με εννοείς;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι σύνθετη λέξη και χαρακτηρίζει γυναίκες ή πούστηδες. Χαρακτηρίζει δηλαδή μία γυναίκα:
1. που της αρέσει το σεξ
2. πάει με όλους σαν πόρνη
3. έχει διεστραμμένες φαντασιώσεις που τις κάνει συνήθως πράξη
4. που της αρέσουν οι μαλάκες και η μαλακία
5. που γλείφει πούτσους με απίστευτη τέχνη και ομορφιά.

- Μαλάκα και γαμώ η γκόμενα!
- Μη την βλέπεις έτσι! Είναι σεξοπορνοδιαστροφική μαλακοπουτσογλείφτρα. Έχει πάει με τη μισή Αθήνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαλακία εστί: Παλινδρομική κίνηση επί καθέτου άξονος, εκτοξεύοντας υγρά βλήματα επί φανταστικού στόχου.

Ο ορισμός μιλάει από μόνος του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος:

  1. Πηγαίνει με αλλοδαπές
  2. Δεν ξέρει με πόσες έχει πάει.

- Είδα τον Νίκο ρε συ προχτές!
- Τί κάνει αυτός ο μπασταρδομούνης;
- Γιατί τον λες έτσι;
- Όλο με κάτι Αφρικανοπακιστανές τη βγάζει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ξέψωλο. Το ξεψωλίδι. Η ψώλα. Αυτή που αγαπάει την ψωλή, η επονομαζόμενη και ψωλαρπάχτρα. Απαντάται σε όλη την επικράτεια, αν και η λεβεντογέννα Κρήτη έχει δική της τοπική βερσιόν, τη λεγόμενη χανιώλα (χανιώτισσα ψώλα).

- Να σου εξηγήσω αγάπη μου...
- Μη με λες αγάπη σου. Δεν είμαι η αγάπη σου.
- Μα δεν καταλαβαίνεις. Δεν είναι έ-
- Τι δεν είναι έτσι ρε; Πώς είναι; Που βρήκες το ψωλίδι αυτό και...
- Δεν είναι ψωλίδι. Μη μιλάς έτσι για την Κούλα.
- Ναι δεν είναι ψωλίδι. Είναι ξέψωλο. Είναι τσουλί. Ρε άει στο διάολο, που θα μου πεις ότι δεν καταλαβαίνω κιόλας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πισωκωλομπρούμυτο είναι όταν γαμάς από τον κώλο μια γκόμενα που έχει κάτσει μπρούμυτα.

Μιλάμε χθες γάμησα μια γκόμενα πισωκωλομπρούμυτα!

Πισοκωλομπρούμυτο βουτυράτο, ή αλα Μπράντο (από vikar, 26/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified