Selected tags

Further tags

Τεχνητό πλαστικό εργαλείο το οποίο εξομοιώνει το ανδρικό πέος. Γίνεται χρήση του (σαν έκφραση) για άντρες που κουράζονται εύκολα στο σεξ ή δεν έχουν συχνές σεξουαλικές επαφές, οπότε χρειάζονται βοήθεια.

- Είδες τον Κώστα με την Ελένη; Τσαντισμένη την είδα.
- Άσε ρε φίλε, ο Κώστας δεν την πηδάει καλά, τον βλέπω να πηγαίνει για υπερπέος ρεζέρβα και αυτός.

Got a better definition? Add it!

Published

τσαχπινογαργαλιάρα, τσακπινογαργαλιάρα /-ης: Ορισμός που δίνεται σε ανθρώπους παιχνιδιάρικους και πονηρούληδες. Πιο πολύ σε γυναίκες που φλερτάρουν με όλους και γελάνε αβίαστα για όλα ενώ τα μάτια τους λένε πως τα κάνουν όλα σε όλες τις στάσεις.

- Την είδες την Κατερίνα;
- Άσε, της μίλησα για λίγο και έσταζε πόθο για το κορμί μου. Όλο υπονοούμενα. Πολύ τσαχπινογαργαλιάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φτιαγμένη πουτάνα (όχι αποκλειστικά από πρέζα γενικώς φτιαγμένη με ναρκωτικά).

-Φτιαχτήκαμε χθες και μετά την έσκισα σου λέω...
-Εντελώς πρεζοπούτανο ε;

Got a better definition? Add it!

Published

Παίρνω πίπες, κάνω στοματικό σε άντρα.

-Τι έγινε ρε μαλάκα χθες με την γκόμενα;
-Ε μωρέ με πίπωσε και την έστειλα σπίτι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η κοπέλα που έχει ειδίκευση στη στοματική ικανοποίηση του αρσενικού και αυτό την ευχαριστεί κι εκείνη.

Βλ. και πιπού.

-Η Ελένη χθες πήρε πίπα και στον Γιώργο...
-Έλεος την πιπόβια σε όλους πια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η μεγάλη αράχνη, είδος φαρμακερής αράχνης.

Μεταφορικά η μαλακία, ο αυνανισμός.

  1. - Τον έφαγε η μαρμάγκα, έπαθε μεγάλη συμφορά.

  2. - Γαμάει ο Μήτσος καθόλου;
    - Τι να γαμήσει αυτός ρε, τόσους μήνες παίζει μόνο DOTA , τον έχει φάει η μαρμάγκα για τα καλά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται μεταξύ των στρατευσίμων, ότι βάζουν στο φαγητό μια ουσία η οποία εμποδίζει τη στύση (και συνεπώς τις όποιες ορέξεις ή ατυχήματα).

Περισσότερο μύθος παρά αλήθεια, κάτι τέτοιο συμβαίνει λόγω άγχους / στρες / κακής ψυχολογίας / απουσίας γυναικείου φύλου.

Να τρώω το φαγητό απο το μαγειρείο ή λές να έχει αντικούκου μέσα;

Δες και αστικός μύθος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αιδοιολειχία στην ερωτική πράξη, το ορίζει η ίδια η λέξη άλλωστε.

Οι γυναίκες ρε συ τη βρίσκουν ατελείωτα με το γλειφομούνι.

Έτσι εφευρέθηκε το μουστάκι. (από Galadriel, 13/02/09)ετς! (από MXΣ, 11/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική περιγραφή ερωτικών πράξεων.

- Μην την κοιτάς τη Δήμητρα που το παίζει Παρθενόπη. Της αρέσουν τα ξινά, σου λέω. Προχθές τραβιόταν με τον Μηνά στις τουαλέτες του κλαμπ και αν δεν ήταν η μουσική θα την είχε ακούσει όλο το Χαλάνδρι.

Got a better definition? Add it!

Published

Κωλοτρυπίδα, σούφρα, γκρόβερ, ροδέλα, σφιγκτήρας κλπ.

Προέλευση:

Απο την προφανή ομοιότητα με τον ρόζο ενός δέντρου.

- Πολύ χαρούμενο σε βλέπω.
- Πώς να μην είμαι. Χτες βράδυ η Σούλα μου 'δωσε ρόζο!
- Σέβομαι...

(από leouras, 20/01/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified