Selected tags

Further tags

Η πρωκτική τάπα, ή αλλιώς πρωκτική σφήνα, είναι σεξουαλικό παιχνίδι που εισάγεται στον πρωκτό και μένει «σφηνωμένο» εκεί.

Από το αγγλικό anal plug ή αλλιώς butt plug.

Βλ. και πρωκτοτάπα.

  1. Από το διαδίκτυο:

Της έβαλα μια τάπα στον κώλο και της είπα να ντυθεί. Έπρεπε να βγει να πάρει γλυκά χωρίς σουτιέν και κιλότα μόνο με το κοντό φουστανάκι της. Όσο θα έλειπε θα της ετοίμαζα την επόμενη τιμωρία.

2.

- Σκάσε μωρή πουτάνα μη σου βάλω τάπα.
- Τι φάση;

Χλιδαία τάπα (από Khan, 23/03/14)Τάπα με ουρά (από Khan, 23/03/14)Μεταμοντερνιάρικο "χριστουγεννιάτικο δέντρο" στο Παρίσι που ήγειρε αντιδράσεις. (από Khan, 18/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο όρος παρομοιάζει τον τρόπο μετακίνησης των καγκουρώ (με συνεχή πηδήματα) με τον τρόπο δράσης μιας γκόμενας. Ειδικότερα η ερμηνεία της έκφρασης είναι πολλαπλή και εδώ παρουσιάζονται οι τρεις πιο γνωστές:

1ον
Η γκόμενα παρουσιάζει μια παθολογική κατάσταση κατά την οποία αρνείται κατηγορηματικά να περπατήσει ή να τρέξει και προτιμά να χοροπηδά από τον ένα προορισμό στον άλλο.

2ον Η γκόμενα έχει το χαρακτηριστικό, κατά την διάρκεια του σεξ να θέλει να βρίσκεται συνεχώς από πάνω και επιπλέον δεν σταματά να χοροπηδά πάνω στο πέος του αρσενικού ωσάν καγκουρώ.

3ον Είναι η γκόμενα που έχει την τάση να πηδιέται με όποιον και όσους βρει, καθώς απολαμβάνει την πράξη αυτή καθαυτή όσο και τα καγκουρώ. Με την ερμηνεία αυτή η λέξη βρίσκεται συνώνυμη των πεογλείφτρα, χυσαποθήκη, πουτσορουφήχτρα και άλλων γλαφυρών εκφράσεων.

1
-Είδα μια γκόμενα σήμερα που δεν σταματούσε να πηδάει από το ένα σημείο στο άλλο.
-Πρέπει να ήταν καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι.

2 -Έχω βρει ένα καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι και ο πούτσος μου έχει γίνει μωβ.
-Δεν φτάνει που γαμάς, παραπονιέσαι κιόλας, κλαψομούνη.

3 -Καλά, η Μαρία κάνει το καλύτερο σεξ.
-Ισχύει.
-Πού το ξέρεις εσύ μωρή μουχρίτσα;
-Όλοι το ξέρουν, αφού είναι καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι (ακολουθούν οι γνωστές κλωτσοπατινάδες που συνεπάγονται τέτοιες προσβολές στην κοπέλα κάποιου).

Καγκουροπηδηχτιάρικο έτοιμο να χοροπηδήσει σε άλλο προορισμό. (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά μπορεί να σημάνει και την πεολειχία, την πίπα ντε, εκ του μπομπόνα = καραμέλα, γλειφιτζούρι < γαλλικό bonbon.

Αβέλω μπαλόμπα
και νάκα η μπόμπα,
μονάχα τα μπουτ πιασμαντά.

(Μετάφραση: Έχω γίνει χοντρή, και δεν κάνω πια πίπες, μονάχα βάζω συνέχεια χέρι, αποκατέ).

Αθάνατες καλιαρντές επιτυχίες! (από Khan, 14/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Η σύφιλη στα καλιαρντά, εκ των έλκος και Αφροδίτη, όπως στα αφροδίσια νοσήματα.

Που είχαν βαρεθεί να τη βλέπουν στου Συγγρού με την ελκοαφρόδω της να έχει φτάσει ως τα μπούνια. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Λευκαδίτικη παροιμία για την έξαρση της σεξουαλικής διάθεσης την άνοιξη. Περισσότερο από όλα, η παροιμία περιγράφει το αίσθημα πλημμύρας που αισθάνονται πολλά αρσενικά στη θέα των ολάνθιστων κορασίδων που φορούν τ' ανοιξιάτικά τους κάτω απ' τον λαμπρό και ζεστό ήλιο, μετά από μήνες κρύου, μουντάδας και χειμωνιάτικου ντυσίματος.

- Τι γίνεται ρε φίλε πάλι φέτος; - Τι ρε;
- Πήγα για καφεδάκι πλατεία και γινότανε του μουνιού το πανηγύρι. Πρέπει να πήγε εκδρομή το Λύκειο και ήταν ίσα με 100 γκομενάκια με τα σορτσάκια και τα κοντά τους τα μπλουζάκια. Πνίγηκα από φρέσκια σάρκα σου λέω.
- Χαχα, τον Απρίλη και το Μάη το μουνί φαρομανάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιδιωματισμός των Ιονίων Νήσων.

Το χτένι. Οστρακοειδές εδώδιμο με χαρακτηριστικά μεγάλα όστρακα που σερβίρεται ζωντανό με λίγο στυμμένο λεμόνι.

Μεταφορικά, για τη γυναίκα που παρουσιάζει τόσο έντονη σεξουαλική επιθυμία που τα χείλη του αιδοίου της πάλλονται σαν τα όστρακα της καποσάντας.

.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχηγός των ψωλών! Τέλος.

- Έρχεται ο Σωτήρης.
- Πού το κατάλαβες.
- Έφτασε πρώτα η ψωλή του και μετά αυτός. Είναι απλά... ψωλαρχηγός!

(από chrismegas, 13/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: συνώνυμη λέξη της πυγολαμπίδας.
Μεταφορικά: η ανάφτρα, η προκλητική γυναίκα.

  1. Είδα στο δάσος μια κωλοφωτιά και πήγε η καρδιά μου στην κωλότσεπα μαλάκα!

2.Κωλοφωτιά μου... Τι κόλπα είναι αυτά μάνα μου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ορισμός της αντρίλααας... Ψεκάζω κάβλα, ανάβω.
Δοσμένο εξαιρετικά από τον Τάκη Ζαχαράτο - εύσημα στον καλλιτέχνη.

- Σήμερα καβλοψέκασες (!)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κοινώς ο πουτσοκέφαλος.

Αυτός που έχει ανοιχτό το μουνοθηρευτικό του ραντάρ 24 ώρες το 24ωρο. Είναι ελληνάρας, λάγνα υστερόβουλος, ζει για να γαμάει, αναπνέει για να καβλαντίζει. Παραμένει ανάλγητος και απτόητος σε αποτυχίες και στραβοπατήματα, χαλάκι να γίνει θα το φτάσει στα άκρα για να μπει στην τρύπα που θέλει. Αντιπροσωπεύει επί το πλείστον εφήβους αμφισβητήσιμης νοημοσύνης οι οποίοι ενδίδουν στα φυσικά ζωώδη ένστικτά τους για ασύμμετρη συνουσία.

Σε αντιδιαστολή με τον πουτσοκέφαλο ο οποίος χρησιμοποιείται σε ευρύτερες φράσεις εντός πλαισίων χαβαλέ, ο ψωλοδορυφόρος αποτελεί μια σπανιότερη υποκατηγορία η οποία εμφανίζεται αποκλειστικά σε τετ-α-τετ ανδρικές συζητήσεις για ένα μουνί, ΤΟ μουνί, το οποίο έχει καθηλώσει ολόκληρη ομάδα από πουτσοκέφαλους, μεν σκόπιμα, δε απουσίας προφανούς σκοπιμότητας, τους δουλεύει όλους ψιλό γαζί.

- Έχω τρελαθεί με τη Μόνικα. Χτες στέλναμε όλη μέρα μηνύματα. Λες να ψήνεται;
- Μην είσαι χαζός. Θα σε κάνει μπαλάκι της η καριόλα. Αυτές το μόνο που θέλουν είναι 10 ψωλοδορυφόροι πάνω απ' το κεφάλι τους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified