Selected tags

Further tags

Ο τύπος που καυλαντίζει ασύστολα και γενικά το 'χει με την καυλάντα. Αναλυτικό ορισμό μπορείτε να βρείτε στο πρώτο παράδειγμα που κάνει το γύρο του διαδικτύου και όπου υποστηρίζεται ότι υπάρχει διαφορά με τον κλαρινογαμπρό, με την έννοια ότι ενώ ο τελευταίος ναρκισσεύεται και προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή με την εμφάνιση και την συμπεριφορά του, ο καυλάντερ είναι μάλλον λάου-λάου μουλωχτή σιγανοπαπαδιά, που προσπαθεί να ρίξει το γκομενάκι περισσότερο με το λέγειν του (ή το λένειν του αν είναι σταλινογαμπρός) και με την γενικότερη αύρα του που έχει κάτι από υπερήρωα Χαϊλάντερ (λέμε τώρα). Η έκφραση είναι νέας κοπής, αλλά έχει κυκλοφορήσει, τουλάχιστον για να χαρακτηρίσει την φεϊσμπουκική e-καυλάντα καλημεράκηδων, καλησπεράκηδων και καληνυχτάκηδων.

  1. Καυλάντερ (εναλλακτικά Καβλάντερ) (Ο) : Νεαρός αστός που καυλαντίζει ότι κινείται. Πολλοί μπερδεύουν τη συγκεκριμένη λέξη με τον αγαπημένο μας Κλαρινογαμπρό. Οι διαφορές είναι τεράστιες. Ο καυλάντερ ΔΕΝ είναι απαραίτητο να φοράει «V» και να ξυρίζει το στέρνο του. Δεν έχει απαραίτητα μαλλί κλαρίνο. Είναι ο άνθρωπος της διπλανής πόρτας. Ο νεαρός που κάθεται δίπλα μας στο μπαρ. Ο μουτουαλ φρεντ που κάνει λαικ στην κοπελίτσα που ανέβασε το καινούργιο τραγούδι των μπλακ κις ή το «ντου α γονα νο» (για 33η φορά). Ο συμφοιτητής μας στη σχολή. Ο διπλανός μας στα ΜΜΕ. Πολλές φορές ο ίδιος μας ο εαυτός. Δεν έχει αρνητική σημασία. Είναι τίτλος ευγενείας και αγωνιστικοτητας. Όλοι έχουμε τον καυλάντερ μέσα μας. Αφήστε τον ελεύθερο. (Από το Φέισμπουκ).

2. Facebook Καυλάντερ Strikes Back! Γεια σου Φούλη μοντελοπνίχτη!

3. κωλοιρλανδοί..οι Σκωτσέζοι καλύτερη πάστα είναι...Χαιλάντερ και έτσι..οι άλλοι..καυλάντερ και ξέρω γω.

4. Kavlader Mix.

Got a better definition? Add it!

Published

Λολαδερή εκδοχή της τάπας / πρωκτοτάπας.

Το σεξουαλικό αυτό βοήθημα είναι συνήθως βραχύτερο από το συμβατικό δονητάρι και φέρει προεξοχή ασφαλείας προκειμένου να σφηνώνει κοπροστεγώς στις σούφρες μερακλή(ού)δων. Για οδηγίες αποτελεσματικής και ασφαλούς χρήσεως, βλ. εδώ.

Γνωστό στην εσπερία ως butt plug.

- Πάντως εμείς το butt plug στο χωριό μου το λέμε πορδοβούλωμα
(εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ώριμος ηλικιακά ομοφυλόφιλος ή αμφιφυλόφιλος άντρας που συνάπτει σεξουαλικές σχέσεις με νεαρότερους άντρες. Συνήθως έχει μια κάποια οικονομική άνεση. Οι σχέσεις του με τους συντρόφους του, τόσο οι εφήμερες όσο και οι διαρκείς, έχουν χαρακτηριστικά συναισθηματικής «κυριαρχίας» επί του νεαρού και «καθοδήγησής» του, αλλά και οικονομικής ή άλλης στήριξής του, με τον «μπαμπά» να λειτουργεί ως η ώριμη «πατρική» φιγούρα του «γιου».

Λέγεται και «πατέρας», πιο σεβαστικά. :-P

Μάλλον απευθείας μετάφραση του αγγλοαμερικανικού όρου «daddy». Η αίσθηση αιμομιξίας, αν και πιθανώς υπάρχει (νομίζω), δεν είναι το κυρίαρχο στοιχείο αυτής. Πρβλ. και μανούλα, μανούλι, μιλφ και, ίσως, τεκνό.

Από το διαδίκτυο:

  1. i) psaxnw mpampa ston peiraia na tou glufw ta podia, na pairnw ppa kai na me gamaei. paizei tpt;

ii) Psaxno patera na goustari fasi dad son kai ektos krebatiou. Na m feretai san pateras m. Me kaylwnei apisteyta

  1. DaddyHunter. Είμαι 28 χρονών και αναζητώ 2 «μπαμπάδες» (έναν Ενεργητικό και έναν Παθητικό) για ένα τρελό τρίο. Γιατί ένας δεν θα μπορέσει να με αντέξει χρειάζονται 2 για να περάσουμε και οι 3 καλά και ωραία. Παρακαλώ μόνο σοβαρά άτομα, αρρενωπά, str8acting που θέλουν να περάσουν μια νύχτα τρελού και παθιασμένου έρωτα με ένα καυτό γυμνασμένο αγόρι.

Got a better definition? Add it!

Published

Αφιερωμένο στις ανάφτρες... Δεν αναφερόμαστε στο υπερβολικό κούνημα-καβοντόρο... Αλλά το απλό, ελκυστικό κούνημα.

Τι παιδί είσαι συ παιδί μου! Ταπ τουπ ταπ. Την τρίζει την όπισθεν!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση-καμουφλάζ για τους γκέι!

- Δηλαδή το γυαλιζεις το δοξάρι...
- Παρακαλώ ;
- Ο ήλιος καίει για μας τους γκέι...

Βλ. και την τρίζει την όπισθεν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πρωκτική τάπα, ή αλλιώς πρωκτική σφήνα, είναι σεξουαλικό παιχνίδι που εισάγεται στον πρωκτό και μένει «σφηνωμένο» εκεί.

Από το αγγλικό anal plug ή αλλιώς butt plug.

Βλ. και πρωκτοτάπα.

  1. Από το διαδίκτυο:

Της έβαλα μια τάπα στον κώλο και της είπα να ντυθεί. Έπρεπε να βγει να πάρει γλυκά χωρίς σουτιέν και κιλότα μόνο με το κοντό φουστανάκι της. Όσο θα έλειπε θα της ετοίμαζα την επόμενη τιμωρία.

2.

- Σκάσε μωρή πουτάνα μη σου βάλω τάπα.
- Τι φάση;

Χλιδαία τάπα (από Khan, 23/03/14)Τάπα με ουρά (από Khan, 23/03/14)Μεταμοντερνιάρικο "χριστουγεννιάτικο δέντρο" στο Παρίσι που ήγειρε αντιδράσεις. (από Khan, 18/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο όρος παρομοιάζει τον τρόπο μετακίνησης των καγκουρώ (με συνεχή πηδήματα) με τον τρόπο δράσης μιας γκόμενας. Ειδικότερα η ερμηνεία της έκφρασης είναι πολλαπλή και εδώ παρουσιάζονται οι τρεις πιο γνωστές:

1ον
Η γκόμενα παρουσιάζει μια παθολογική κατάσταση κατά την οποία αρνείται κατηγορηματικά να περπατήσει ή να τρέξει και προτιμά να χοροπηδά από τον ένα προορισμό στον άλλο.

2ον Η γκόμενα έχει το χαρακτηριστικό, κατά την διάρκεια του σεξ να θέλει να βρίσκεται συνεχώς από πάνω και επιπλέον δεν σταματά να χοροπηδά πάνω στο πέος του αρσενικού ωσάν καγκουρώ.

3ον Είναι η γκόμενα που έχει την τάση να πηδιέται με όποιον και όσους βρει, καθώς απολαμβάνει την πράξη αυτή καθαυτή όσο και τα καγκουρώ. Με την ερμηνεία αυτή η λέξη βρίσκεται συνώνυμη των πεογλείφτρα, χυσαποθήκη, πουτσορουφήχτρα και άλλων γλαφυρών εκφράσεων.

1
-Είδα μια γκόμενα σήμερα που δεν σταματούσε να πηδάει από το ένα σημείο στο άλλο.
-Πρέπει να ήταν καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι.

2 -Έχω βρει ένα καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι και ο πούτσος μου έχει γίνει μωβ.
-Δεν φτάνει που γαμάς, παραπονιέσαι κιόλας, κλαψομούνη.

3 -Καλά, η Μαρία κάνει το καλύτερο σεξ.
-Ισχύει.
-Πού το ξέρεις εσύ μωρή μουχρίτσα;
-Όλοι το ξέρουν, αφού είναι καγκουροπηδηχτιάρικο γκομενάκι (ακολουθούν οι γνωστές κλωτσοπατινάδες που συνεπάγονται τέτοιες προσβολές στην κοπέλα κάποιου).

Καγκουροπηδηχτιάρικο έτοιμο να χοροπηδήσει σε άλλο προορισμό. (από Khan, 17/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στα καλιαρντά μπορεί να σημάνει και την πεολειχία, την πίπα ντε, εκ του μπομπόνα = καραμέλα, γλειφιτζούρι < γαλλικό bonbon.

Αβέλω μπαλόμπα
και νάκα η μπόμπα,
μονάχα τα μπουτ πιασμαντά.

(Μετάφραση: Έχω γίνει χοντρή, και δεν κάνω πια πίπες, μονάχα βάζω συνέχεια χέρι, αποκατέ).

Αθάνατες καλιαρντές επιτυχίες! (από Khan, 14/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published

Η σύφιλη στα καλιαρντά, εκ των έλκος και Αφροδίτη, όπως στα αφροδίσια νοσήματα.

Που είχαν βαρεθεί να τη βλέπουν στου Συγγρού με την ελκοαφρόδω της να έχει φτάσει ως τα μπούνια. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Λευκαδίτικη παροιμία για την έξαρση της σεξουαλικής διάθεσης την άνοιξη. Περισσότερο από όλα, η παροιμία περιγράφει το αίσθημα πλημμύρας που αισθάνονται πολλά αρσενικά στη θέα των ολάνθιστων κορασίδων που φορούν τ' ανοιξιάτικά τους κάτω απ' τον λαμπρό και ζεστό ήλιο, μετά από μήνες κρύου, μουντάδας και χειμωνιάτικου ντυσίματος.

- Τι γίνεται ρε φίλε πάλι φέτος; - Τι ρε;
- Πήγα για καφεδάκι πλατεία και γινότανε του μουνιού το πανηγύρι. Πρέπει να πήγε εκδρομή το Λύκειο και ήταν ίσα με 100 γκομενάκια με τα σορτσάκια και τα κοντά τους τα μπλουζάκια. Πνίγηκα από φρέσκια σάρκα σου λέω.
- Χαχα, τον Απρίλη και το Μάη το μουνί φαρομανάει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified