Selected tags

Further tags

Ο επαρχιώτης κίναιδος, κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, ή αυτός που συντηρείται από επαρχιώτη εραστή- βουκολομπαρά. Συνήθως χρησιμοποιείται μειωτικά.

Ο Χότζας μας εξηγεί τις λεπτότερες αποχρώσεις των διαφορετικών όρων στα σχόλια του λήμματος γίδι: «Οι τζαζλές λέγανε την έκφραση γιδοτεκνοσυντήρητη για τη λούγκρα που είχε προστάτη-καβαλάρη κάποιον καράβλαχο, τον οποίον χαρακτήριζαν κατσικαδερό ή γιδερό (εξ ου και βλαχα-δερό), ενώ τον επαρχιώτη ομοφυλόφιλο (συνήθως ψηλό και γεροδεμένο ορεσίβιο) τον έλεγαν βλαχοντάνα».

  1. ΑΣΤΑΔΙΑΛΑ που θα μου κανεις και υποδειξεις.γιδοτεκνοσυντηρητη. (Αποκατέ).

  2. Στη χούμση κιμπαροπουρό με λιμπερτόζα και ματσιάρα κουρκουλετζού βακουλοκρεμαστή κωλοτσιτσίρισε με νταμιρόκλυσμα το σκελοσάλιαγκα χωρίς σπανοκουκούλα κι ο τραχανάς η γιδοτεκνοσυντήρητη ζήτηξε τσουκτροκλάκα. (Αποκατέ).

  3. EΙΣΑΙ ΕΝΑ ΧΥΔΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΟ ΧΤΗΝΟΣ.. ΓΙΔΟΤΕΚΝΟΣΥΝΤΗΡΗΤΗ ΦΑΚΙΡΟΠΙΠΙΖΑ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέος σε στύση που θυμίζει την πίπιζα των φακίρηδων, κατά τον Ηλία Πετρόπουλο, ή, ίσως, -θα προσέθετα κατ' εικασία-, το φίδι που σηκώνεται και ανεβαίνει λόγω του παιξίματος της πίπιζας.

  1. «Ξυπνάω, χρυσή μου, καὶ ντικέλω τὴ γουδέλα τοῦ Μιχάλη φακιροπίπιζα, καὶ παθαίνω ταράκουλο μάγκνουμ. Νὰ τοῦ βάλω ἕνα πανὰκι, νὰ τὸ κάνω ἱστιοφόρο, τὸ μανάρι μου». (Από αυτηκοία Αίαντος στο άλμπουρο στα σχόλια).

  2. Εσύ μωρή γκουνιότα, τι αβέλεις; Μουτζό; Την φακιροπίπιζα σου μωρή τι στην έδωκε το παιδί από την Βακουλή ;;;; (Από το συσιφόνι)

  3. - Ποιον θα μπουκετώνατε; (θρεντ στο μπουρντέλα κόμ)
    - Από ποιόν να αρχίσω και με ποιό να τελειώσω... το ποντικομούρη τον Παπανδρέου, τον γλοιώδη τον Ευαγγελάτο, τη σκατόφατσα τον Κακαουνάκη, τη ρουφοκαυλέτα τη Πάνια, τη Νικολούλη (απλά μου σπάει τα αρχίδια όταν μπαστακώνεται η γυναίκα μπροστά στη TV παρασκευόβραδο, για να βλάπει ποιόν ψάχνει πάλι, αντί να μου κάνει καμία φακιροπίπιζα. Φταίω έγω να μπουρδελοτσαρκέψω;) και πααααρα πολλούς ακόμα...

  4. καλε μην στεναχωριέσαι!!! Και φακιροπιπιζα να είναι εγώ δεν κάνω διακρίσεις του πούτσου! (Από το tweet tunnel)

  5. EΙΣΑΙ ΕΝΑ ΧΥΔΑΙΟ ΑΝΘΡΩΠΟΜΟΡΦΟ ΧΤΗΝΟΣ.. ΓΙΔΟΤΕΚΝΟΣΥΝΤΗΡΗΤΗ ΦΑΚΙΡΟΠΙΠΙΖΑ [...] ΔΙΟΤΙ ΠΙΣΩ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΝΩΝΥΜΙΑ ΣΑΣ ΦΙΦΟΣΚΟΥΛΙΚΙΑ ΜΟΛΥΣΜΕΝΑ ΚΑΝΕΤΕ ΤΟΥΣ Μπουάβω Με-σικ ΜΑΓΚΕΣ ΕΝΩ ΕΙΣΤΕ ΘΡΑΣΥΔΕΙΛΑ ΚΑΡΑΜΟΥΤΖΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ.... ΕΛΑ ΝΑ ΜΑΣ ΤΑ ΜΠΕΝΑΒΕΙΣ ΑΠΟ ΚΟΝΤΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΥΔΑΙΑ ΨΑΜΟΣΚΕΛΑ ΛΟΓΙΑ ....ΕΙΣΑΙ ΕΝΑ ΧΤΗΝΟΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΦΤΑΙΣ ΕΣΥ ΑΛΛΑ ΟΙ ΤΖΑΣΛΟΙ ΤΗΣ ΖΟΥΓΚΛΑΣ ΠΟΥ ΕΠΙΤΡΕΠΟΥΝ ΣΕ ΧΥΔΑΙΑ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ ΣΑΝ ΚΑΙ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΟΥ ΝΑ ΣΥΜΠΕΡΙΦΕΡΟΝΤΑΙ ΜΕ ΤΕΤΟΙΟ ΣΙΒΙΤΖΙΛΟΥ ΣΑΡΜΑΛΛΑ ΚΑΝΙΒΑΛΛΙΣΤΙΚΟ ΤΡΟΠΟ... (Ξέσπασμα εδώ).

(από Khan, 01/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα από τα -ων ουκ εστι αριθμός- ρήματα που είναι ταυτόσημα με το «ικανοποιώ σεξουαλικά ένα θηλυκό». Ενδεικτικά ρήματα της συνομοταξίας: βολεύω, καβαλάω, ιππεύω, (της τον) σφυρίζω κλπ. Συνήθως ακούγονται σε συζητήσεις αντροπαρέας, μεταξύ καφέ και οφθαλμόλουτρου.

Κώστας: Ωπ, μαλάκα τσέκαρε την αλόγα απέναντι, νομίζω με κοζάρει.
Βαγγέλης: Την μπρόκωσα προχθές. Δε'ν'κακό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

H σεξουαλική επαφή ανάμεσα σε δυο καραπουστάρες.

- Ποιος είναι ο άνδρας ρε; Ο Βασιλάκης ή ο Σωτηράκης;
- Χαχα... κωλοτρίβονται ρε, τι άντρας μου λες τωρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση της φυλακής που βρίσκει εφαρμογή και στην κοινωνία. Περιγράφει αυτόν που, στην αυλή της φυλακής, το παίζει μάγκας αλλά το βράδυ τοποθετεί το μαξιλάρι κάτω απ' την κοιλιά του, έτσι ώστε ο κώλος να τουρλωθεί καλύτερα για τον γαμιά του.

Πρώτη καταγραφή στο βιβλίο «Παροιμίες του υποκόσμου» του Ηλία Πετρόπουλου.

- Μαλάκα μου, πέτυχα στο δρόμο τον Μπίλλη και μού 'πε πως άμα ξανακάνω τίποτα με την αδερφή του θα με σαπίσει στο ξύλο.
- Έλα μωρέ Σάκη που φοβάσαι τον Μπίλλη. Αυτός είναι όλη μέρα παλικάρι και το βράδυ μαξιλάρι. Ένα «χου» να τον κάνεις θα λακίσει.
- Ωραία, γιατί είχα ήδη κανονίσει γαμησάκι σήμερα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα, σε αντιδιαστολή με τον μονότρυπο γκέουλα. Καλιαρντίζων σεξισμός, ο δεύτερος απαξιωτικότερος για την γυναίκα μετά το νέτο-σκέτο τρύπα.

Από το δουπού: patsis.

Όμως, ο πούστης- όπως τον αποκάλεσε καταδηλωτικά ο εντολοδόχος του- παραδόξως τα έβαλε με τη λεσβία την Εύη! Κάνε στην άκρη, κυρά μου δίτρυπη, της είπε, εμείς θα τα βρούμε με το παλικάρι εδώ! Αυτή η βρισιά, το δίτρυπη, μου έμεινε από τότε ως ό,τι πιο υποτιμητικό και αδιάντροπο είχα ακούσει για τη γυναικεία ύπαρξη! (εδώ)

(από σφυρίζων, 24/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανκοπρεπέστερη εκδοχή τση πουτάνας, με ό,τι καλό ή κακό συνεπάγεται.

Γιατί όμως το πουτανί να θεωρείται πιο πουτανιάρικο από την πουτάνα; Δράττομαι της ευκαιρίας να επισημάνω και να πανηγυρίσω τον σχετικό κανόνα τση σλανγκογραμματικῆς: παν γένος ουδετεροποιούμενον εκγκαυλίζεται.

Ετς, το πουτανί θα προκαλεί πάντα περισσότερο σοκ και πέος από την σκέτη ποττάνα. Ετς, και η αμαρτωλή Καυλάουρα πάντα θα τρώει τη σκόνη του αμαρτωλού Λίλιαν.

Βλ. επίσης: χαζοπουτανί, πουτανάκι.

Ασίστ: Πάτσμαν, από το δουπού.

1.
τα πουτανί που ήρθαν απ το ανατολικό μπλόκ ξελογιαζουν παντρεμένους και διαλύουν οικογένειες

2.
Ο μουρόχαυλος! Μαλθακός σαν τον μακαρίτη τον πατέρα του είναι. Κάθεται ένα πουτανί σαν τη Φροσάρα, να τον ξεζουμίζει και να τον κερατώνει κι από πάνω.

3.
αυτό το πουτανί η ψευτοψυχολόγα η Στέλλα, με τον φασιστικό τρόπο που έχουν όλοι οι μοντεράτορς- αυτή ήταν η χειρότερη, βαθειά κομπλεξικό πουτανί μιλάμε- με διέγραψε, και ξανά και ξανά όταν μπήκα με άλλα παρεμφερή ονόματα, χωρίς ιδιαίτερο λόγο.

4.
Τι να αγαπήσεις από το μέσο εφηβικό πουτανί που τα πετάει όλα έξω μου λέτε ; Ή από έναν παλιόπουστα με τα μαλλιά κοκοράκι;

5.
♪♫ Αχ πουτανί, Αχ πουτανί
Εσύ για όλα φταίς εσύ
Αχ πουτανί, Αχ πουτανί
Σε φάγανε οι πουριτανοί ♪♫

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάπως πιο δόκιμα σημαίνει τρώω κάτι με το κουτάλι.

  2. Καθώς αρχίζουν οι μεταφορές, το κουταλιάζω μπορεί να περιγράψει τον βαθυκούταλο που με περισσή λαιμαργία ρίχνεται στο φαγητό, ή ακόμη πιο μεταφορικά κάποιον που ρίχνεται αρπαχτικά σε οποιαδήποτε ηδονή, λεφτά, ρεμούλα, σεξ, ή που αρπάζει και παντελονιάζει κάτι που δεν του ανήκει κ.ο.κ.

  3. Στα μάγκικα παλαιότερων εποχών και στα καλιαρντά έχει την σημασία βάζω χέρι, χουφτώνω, μπαλαμουτιάζω.

  1. Αυτό που μ'αρέσει σε μένα ειναι οτι ενώ παραπονιέμαι για τις κοιλιές και τα μπούτια μου,συνεχίζω ακάθεκτη να κουταλιαζω το παγωτό (Εδώ).

  2. Μια χαρά είναι οι Έλληνες. Αλλού είναι το πρόβλημα: [...] Είναι ο γερομπισμπίκης που την χούφτωσε, τα χούφτωσε, την κουτάλιασε, τα ενθυλάκωσε και τώρα κατοικεί δίπλα στον επικεφαλής των κατακτητών. (Εδώ).

  3. Αχ, αδερφές και παλικάρια γίναμε μαλλιά κουβάρια. Να οι μπράτες, να τα κουταλιάσματα, να τα ντέζια και τα καυλοκουνήματα, τα κουραβαλιάσματα και τα σαρμελοχαμόγελα. (Αποκατέ).

Got a better definition? Add it!

Published

Την πέφτω πολύ ενοχλητικά και παρενοχλώ σεξουαλικά. Από το τουρκικό murdar, που θα πει βρώμικος.

  1. Είπαμε να κάνουμε πλακίτσα αλλά όχι και να μας μουρντάρει τη γυναίκα ναούμε!!

  2. Έτσι όπως κουνιέται με τη στρινγκαδούρα, εγώ θα φταίω να τη μουρντάρω μετά;!

  3. Άντε Τάκη ένας κεφτές έμεινε, μούρνταρέ τον!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει ένα χρόνο και πάνω να πατήσει στο εδώ.

Είναι ανάλογο με το ξεκουμπισμένος, αλλά στο δεύτερο μπορεί η απομάκρυνση να έγινε βίαια και όχι αφεαυτού.

Ο Μιτζνούρ είναι χαμένος.

Βέβαια δεν είμαι το μοναδικό παράδειγμα

Got a better definition? Add it!

Published