Selected tags

Further tags

Εντελώς τελείως αναχρονιστική σλανγκιά για τα σαφρακιασμένα απομεινάρια του παρθενικού υμένα μετά την ρήξητου.

Προφ εκ του λουλούδι. Παραετυμολογικά, εκ του Λιλιάδα.

Εναλλακτικά: λαλάδια.

1. «Λoυλoύδι της ντρoπής» o ραγής παρθενικός υμένας με τη θέληση της κόρης, πρo τoυ γάμoυ, o καταρακωμένoς με τα λιλίδια.

2. «ληλίδια» ή «λαλάδια» έλεγαν τα μύρτα, δηλ. τις σαρκώσεις απoφύσεις τoυ παρθενικoύ υμένα μετά τη ρήξη.

  1. - Αμάν αμάν αμάν....
    - Α πα πα πα....
    - Βάι βάι βάι...όι όι μανούλα μου
    - Τι ήταν αυτός ο Πέρι βρε Λάουρα...
    - Φεύγει και αφήνει πίσω του λιλίδια...Θε μου φύλαε ήτανε.....

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άντρας που μια γυναίκα τον έχει βάλει μέσα στο βρακί της, και είναι ωσεκτουτού μουνόδουλος, μουνοείλωτας, χαζομούνης, μουνοσαλιάρης, μουνοτρέχας, πουτόπιστος κ.τ.ό.

Μπορεί να έχει και λίγο πιο καυλή έννοια όταν σημαίνει κάποιον που κυνηγάει πολύ το μουνί ως μουνάκιας. Δεν είναι βέβαια καλό κι αυτό, καθώς δηλώνει εξάρτηση, ωστόσο μπορεί η έμφαση να πέσει στο ότι ο κιλοτάκιας είναι γαμίκουλας και όχι μόνο στη μουνοδουλίασή του. Συνήθως πάντως ο όρος είναι μειωτικός, επικεντρώνοντας στην έλλειψη ανεξαρτησίας του κιλοτάκια.

  1. Ορισμός εδώ: Κιλοτάκιας: Κατευθυνόμενα ανδρίδια που χαίρουν μετριότατης εκτιμήσεως και από τις ίδιες τις συντρόφους, μανάδες, φιλενάδες, αδελφάδες που τους κατευθύνουν, διότι τον κατευθυνόμενο πολλές τον επόθησαν, ελάχιστες τον εκτίμησαν.

  2. Εδώ πλήρης ανάλυση:

Είδος ανδρός ανεξάντλητο, αειθαλές και αεικίνητο. Από δω στρίβεις το κεφάλι, από το κει το πας να σου και ένας κιλοτάκιας με χαμόγελο crest να σε κοιτά και να σου λέει: «δεν θα πεθάνω ποτές, ό,τι και αν λες, όπου και αν πας, εδώ κοντά μου θα γυρνάς!».

Διάβαζα τις προάλλες τον «BHMagazino» και «τα λόγια της πιάτσας» του Δημήτρη Θεοδωρόπουλου. Κάπου στα λήμματα της Μπεο-Ψωμιαδο-Μαρινακικής και λοιπών περιόδου, εντοπίζω και το εκ της τελευταίας εσοδείας λήμμα της ελληνικής- προσαρμοζόμενο στα ποδοσφαιρικά- «κιλοτάκιας» που αποκαλεί ο προσφιλής Αχιλλεύς Μπέος βεβαίως – βεβαίως, κάποιον άγνωστο από τον Βόλο. «Τι με λες;» είπα στον εαυτό μου, «έχουν τέτοιους και οι ‘όλα τα σφάζω, όλα τα μαχαιρώνω;».

  1. «Καλύτερα σεισμόπληκτος, ζητιάνος και πρεζάκιας, παρά κυριλέ χλεχλές λούλης και κιλοτάκιας». (Από τους στίχους εδώ).

(από Khan, 17/04/13)Στο 2.00. (από Khan, 17/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βαριά πάθηση που εξευτελίζει την ανδρική υπόσταση και συνίσταται στο να είναι ο άντρας μουνόδουλος, μουνοείλωτας ή κουμπαριστί πουτόπιστος. Εκτενής συμπτωματολογία στο πρώτο παράδειγμα.

Η μουνοδουλίαση θεωρείται γενικά ως πάθηση ενδημική στον κλασικό τον μαλάκα τον Έλληνα και ένας από τους λόγους που φτάσαμε εδώ που φτάσαμε ως άντρες. Χαρακτηριστική της έκφραση τα μετασαββοπουλικά κατσιμηχέσω άζματα, τύπου Πορτοκάλογλου και Μπίλι Χαζούλης.

  1. H οξεία μουνοδουλίαση αποτελεί σοβαρότατη ασθένεια που προσβάλλει άντρες όλων των ηλικιών. [...] Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα είναι:

1) Αντικοινωνικότητα. Κόψιμο επαφών με όλους τους κοντινούς φίλους και συγγενείς, στο ελάχιστο δυνατό, η και εντελώς σε ορισμένες πολύ σοβαρές περιπτώσεις. 2) Μεταβίβαση της ικανότητας του να παίρνει αποφάσεις στην γυναίκα. Δεν κάνει τίποτα χωρίς την έγκριση, η χωρίς την διακριτική αποδοχή της γυναίκας.
3) Ψυχαναγκαστική συμπεριφορά με στόχο την ικανοποίηση της γυναίκας που πηγάζει από τον φόβο του μην τον αφήσει. Το συγκεκριμένο σύμπτωμα είναι ιδιαίτερα σοβαρό καθώς μπορεί να οδηγήσει τον άντρα στο να κάνει κυριολεκτικά οτιδήποτε για να πάει με τα νερά της γυναίκας, ακόμη και όταν οι απαιτήσεις αυτές είναι καταστροφικές η και αντικρουόμενες. Σε αυτό το σημείο η μουνοδουλίαση θυμίζει την πλύση εγκεφάλου που δέχονται μέλη σε αιρέσεις καθώς ο ασθενής δέχεται οποιαδήποτε κριτική στην προσωπικότητα του και προσπαθεί να την αλλάξει. 4) Δραστική αλλαγή προσωπικότητας, αλλαγή συμπεριφοράς και αλλαγή πιστεύω. Αρχικά οι αλλαγές είναι περισσότερο επιφανειακές, με στόχο να ικανοποιήσει την γυναίκα αλλά όσο περνάει ο χρόνος οι αλλαγές γίνονται μόνιμες. Ένα παρακλάδι αυτού του συμπτώματος είναι η τάση υιοθέτησης θηλυκών πιστεύω και συμπεριφορών. Μπορεί να αρχίσει να μοιράζεται τις ακραίες φεμινιστικές απόψεις της γυναίκας η να επαναλαμβάνει γυναικουλίστικες ατάκες.

Άντρες που έχουν πολύ σοβαρές πιθανότητες να προσβληθούν είναι αυτοί με υψηλά σκορ στους συντελεστές α) Βαθμός Απειρίας β) Βαθμός Αγαμίας γ) Έλλειψη Ζωής (Εδώ θρεντ με δεκάδες σελίδες που αναλύει διεξοδικά το φαινόμενο).

  1. τα σκηνικα με τις ακουστικες κιθαρες,και τα ''παρειστικα'',''ροκ'' τραγουδια μεσα σε φοιτητικες συναξεις με νιμου και ποτσους ανακατα,εχουν γραμμενα πανω τους την λεξη μουνοδουλιαση. (Θρεντ: Ο ΓΑΠ έπαιζε κιθάρα για να βγάζει γκόμενες).

  2. Μπιτλς>Λενον>Γιοκο>μουνοδουλιαση>Παντελιδης! (Συνειρμοί εδώ).

  3. Αν εχουν ενα κακο οι Ελληνες αντρες στην συμπεριφορα προς τις γυναικες αυτο ειναι η υπερβολικη μουνοδουλιαση: πχ το να τις παρακαλανε ακομα κι οταν τρωνε ακυρο, να πιανονται θυματα εθελοντικα και να τις χρηματοδοτουνε, πραγματα που δεν τα βρισκεις σε τετοιο βαθμο εξω. (Από το Κοζμοπόλιταν).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχαιότερος επιθετικός προσδιορισμός κατά τον οποίο οι φιλόσοφοι τά 'χουν κάνει όντως μουνί προσπαθώντας να αποδείξουν αν η φράση είναι θετική ή αρνητική ως προς τον προσδιορισμό της. Τελικά το μουνί είναι καλό ή κακό; μας αρέσει ή μας απωθεί;

Αααα μουνί τάκανες. - Είσαι θεόμουνο μανάρι μου - τι μουνάρα είσαι εσύ παιδί μου ; - απαπαπα σαν μουνί καπέλο είσαι - το μουνί της μάνας σου - και άλλα διάφορα που κατά καιρούς μπερδεύουν άπαντες τους κατέχοντες πουλάκι.......

βλ. και μουνί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην οδηγία κατά την οποία η συνουσιάζουσα καλείτε να αρπάξει το ανδρικό μόριο για το οποίο για άγνωστο λόγο ο κατέχων νιώθει υπερήφανος.

Χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από γεωργό ο οποίος τα μπέρδεψε με την τσάπα και προσπάθησε να οργώσει το χωράφι με την τσαπού.

Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ και το ΕΣΟΥΡΟΥ απαγόρεψαν σχετικές αναφορές και παραδείγματα. Την ως άνω αναφορά προσπαθεί να μεταφράσει και το Γερμανικό υπουργείο Οικονομικών.

(από Khan, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ανώτερο είδος άντρα, αυτός που κατάφερε να πηδήξει χωρίς να κουνηθεί καθόλου (βλ. «άραξα»). Απαντάται στις ανώτερες κοινωνικές τάξεις καθώς και στους 300 της ελληνικής Βουλής.

Λέγεται ότι ο πρώτος Αραξοπηδίκουλας ήτο ο πρώην πρωθυπουργός Γιωργάκης ο οποίος κατάφερε χωρίς να κάνει τίποτα να πηδήξει σχεδόν 10 εκατ. έλληνες.

- Σούλα, έλα να μου κάτσεις μωρή. Άφησα τα ευρούλια στο κομοδίνο. - Αμέσως Νικολάκη μου, πού θα βρω καλύτερο πελάτη... πασάκα μου εσυ. ΠΗΔΑΣ ΚΑΛΥΤΕΡΑ ΕΧΟΝΤΑΣ ΕΥΡΩ.!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η στιγμή που ο συνουσιαζόμενος διακατέχεται από αίσθημα βλαχιάς και προσπαθεί να δώσει οδηγίες στο έτερο του ήμισυ προκειμένου να έρθει σε οργασμό. Αναφωνείται φωναχτά, αλλάζοντας το πρώτο φωνήεν σε ου: ρουβοοοοοόλα το.

Ρουβοοοοόλα το μαναραααααάμ! (κοινώς: «χύσε μωρό μου«).

(από Khan, 15/04/13)

Δες και σχήμα γνωστού αγνώστου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά λαογραφικούρα για την εκτός γάμου «διακορευθείσα» κορασίδα που έχει και το θράσος να παριστάνει την παναγία. Γιατί φραγκοπαναγιά όμως; Εδώ πρέπει να ανατρέξουμε στην πατροπαράδοτη περιφρόνηση της ορθολοξίας προς τους δυτικούς. Αντιγράφω από σάη χριστιανοταλιμπάν:

Κυττάξετε τις διάφορες Παναγίες, τις Μadonnes. που ποζάρουνε υποκριτικά, ακόμα κι’ οι θλιμμένες, που κλαίνε, που αυτές είναι ακόμα πιο ψεύτικες! Ξόανα και είδωλα για ρηχούς ανθρώπους. Ο λαός μας, που πήρε μεγάλη και βαθειά παιδεία από τη θρησκεία του Χριστού, επί αιώνες κι’ ας φαίνεται απέξω απαίδευτος, «φραγκοπαναγιά» λέγει τη γυναίκα που υποκρίνεται την τίμια, μα που δεν είναι στ’ αλήθεια, ξεχωρίζοντας έτσι την «Φραγκοπαναγιά» από την Παναγιά, από την αληθινή την Παναγιά, τη Μητέρα του Χριστού και Θεού την αυστηρή Οδηγήτρια (εδώ) Ας αφήσουμε όμως τις συζητήσεις περί του τι συνιστά παρθένα ή ψευδοπαρθένα στους αρμοδιότερους από εμάς θεολόγους κι ας πανηγυρίσουμε την παρθενοφθορά με ένα μικρό σλανγκομουνο(ξε)απάνθισμα για όσα κορίτσια απώλεσαν ότι πολυτιμότερο είχαν:

  1. αγγισμένη
  2. αδιάντροπη
  3. ακολασού
  4. ακουσμένη
  5. αλανιάρα
  6. αλαφριά
  7. ανθολογημένη
  8. ανοιχτή
  9. ανοιχτούτσικη
  10. απαρατημένη
  11. απαριασμένη κατσάκω
  12. αποπλανημένη
  13. ατιμασμένη
  14. αφημένη
  15. αφορισμένη
  16. βρωμoλoύλoυδo
  17. βρωμοθήλυκο
  18. γάνα
  19. γανάδα
  20. γανίλα
  21. δάνεισε το κορμί της
  22. δεν έχει μούτρα καθαρά να βγει στην κοινωνία
  23. δεν της άρεσε o ίσιος δρόμος της ανυπόληπτης
  24. έγινε θέατρο του κόσμου
  25. ελεεινή
  26. ελύσσαξε για άνδρα και λυσσoμάνιασε
  27. έπεσε στον δείνα
  28. έσκισε και λέρωσε τα μεζέα της (μεζέα: τα μεσαία, ο παρθενικός υμένας με τον κόλπο ως ευρισκόμενα μεταξύ της ουρήθρας και πρωκτού)
  29. εσούρε (έτρεξε σε άνδρα)
  30. έχει ακoυστεί η αθυβoλή της
  31. έχει μoύτρα να μας δει η μoυντζoυρωμένη;
  32. έχει φαγωμένα πoλλά κάστανα
  33. έχει φάειπoλλών πανηγυριών χαλβά
  34. έχει φάει την τσίπατης
  35. ζωηρούλα
  36. ήταν ζωηρή
  37. ήταν κυλίστρα πoυ ξώκυλε
  38. θα γεμίσεις λoύπακες μαζί της (αφρoδίσια)
  39. θεάτρα
  40. κoμμένη
  41. κακά της κoυρέματα
  42. κακακουσμένη
  43. κακονοματισμένη
  44. κακοστρατημένη
  45. κακόφημη
  46. κάσα (αχρεία)
  47. κατεργαρούλα
  48. κομμένη
  49. κορφολογημένη
  50. κριματισμένη (αμαρτωλή)
  51. κυλίστρα
  52. λαγγευμένη
  53. μαλαφαρισμένη
  54. μας έκανε την απήραχτη και ατήραχτη
  55. μασκαριλού
  56. μάτωσε την τρύπα
  57. μαυροπρόσωπη
  58. με ξεκούρδιστα βιολιά θα την πάνε στην μάνα της
  59. μεταχειρισμένη
  60. μούντζα
  61. μυσαρά
  62. νερoκoυτσέλα που κυλίστηκε σε βρώμικο νερό
  63. ντροπιασμένη
  64. ξελεγιασμένη
  65. ξεπεσμένη
  66. ξεπλανεμένη
  67. ξεπορτισμένη
  68. ξεσκονισμένη
  69. ξεσχισμένη
  70. ξεσχολιασμένη
  71. ξετσίπωτη
  72. ξευτελισμένjη
  73. οργιά
  74. που και που το κάνει με τον ξάδερφο
  75. παλιοκόριτσο
  76. παραδομένη
  77. παραστρατημένη
  78. παστρικιά
  79. πατημένη
  80. πατσαβούρα
  81. πειραγμένη
  82. περασμένη
  83. περιγέλαστη
  84. περιπαταριά
  85. που και που το κάνει
  86. πουρναροπιδίστρα
  87. ροκοκέφαλη (έχει το μυαλό στο ροκοκέφαλο: μουνί)
  88. σαλιασμένη
  89. σηκοσκελισμένη
  90. σκατογαϊδούρα
  91. σκύλα
  92. σκυλοπηδημένη
  93. σουβάλα (ανήθικη)
  94. στιγματισμένη
  95. στρούντζα
  96. συρομαδισμένη
  97. το δίνει
  98. το έκανε με το θείο
  99. το κάνει
  100. το λέει η περδικoύλα της με τoν ανεψιό
  101. τα αθέατα τα έκανε θέατρα
  102. τα έχει παίξει πρωτύτερα με άλλoν
  103. την πήδηξε o τάδε
  104. της βγήκε το όνομα
  105. τιντομούνα
  106. το άνθος παρθενίας χάθηκε
  107. τρυπημένη
  108. τρύπια
  109. τσολόχα (ερωτιάρα)
  110. φέρτε το γάϊδαρo να καβαλήσει
  111. φιλημένη
  112. φουρλαϊδα (άστατη)
  113. χαϊδεμένη
  114. χάλασε τo συστί τoυ τo βρωμoθήλυκo
  115. χαλασμένη
  116. χανεμένη (ανεπιτήρητη)
  117. χωριολόγα

(Πηγή: Χ.Θ. Οικoνoμόπoυλoς, Περί Παρθενίας, εδώ)

(από σφυρίζων, 15/04/13)(από σφυρίζων, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορά από το μηχανάκι (όπου μπορεί να καθίσουν τρεις πάνω) στη σεξουαλική ζωή, όταν γίνεται τριολέ και συμμετέχουν τρεις στην καβάλα.

Τι να κάνουμε Γιάννη μου; Στις μέρες μας το τρικάβαλο συνηθίζεται.

(από Khan, 21/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας, αυτός που αυνανίζεται.

- Καλά και από όταν χώρισε από τη Μαρία τι κάνει;
- Ε, είναι αυτοαπασχολούμενο το παλικάρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified