Έκφραση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει την χολιγουντιανού επιπέδου επικίνδυνη αποστολή κάποιου να γαμήσει μια χοντρή γυναίκα τύπου Φάλαινα Άντερσον.

Οι ρίζες της έκφρασης εντοπίζονται στη ταινία Free Willy, όπου Willy το όνομα της πρωταγωνίστριας φάλαινας. Η ομοιότητα της γυναίκας όρκας με την προαναφερθείσα φάλαινα γέννησε το Fuck Willy, το οποίο είναι κι αυτό ένα εντυπωσιακό θέαμα.

- Λοιπόν παιδιά, σήμερα έχει Fuck Willy στο πρόγραμμα.
- Καλά ρε σαβουρογαμόσαυρε, πάλι χοντρές θα κυνηγάμε;

(από nobody, 16/08/11)(από nobody, 16/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στην οδηγία κατά την οποία η συνουσιάζουσα καλείτε να αρπάξει το ανδρικό μόριο για το οποίο για άγνωστο λόγο ο κατέχων νιώθει υπερήφανος.

Χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από γεωργό ο οποίος τα μπέρδεψε με την τσάπα και προσπάθησε να οργώσει το χωράφι με την τσαπού.

Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ και το ΕΣΟΥΡΟΥ απαγόρεψαν σχετικές αναφορές και παραδείγματα. Την ως άνω αναφορά προσπαθεί να μεταφράσει και το Γερμανικό υπουργείο Οικονομικών.

(από Khan, 15/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γιαούρτια, εν προκειμένω, είναι τα χύσια.

Η πλήρης έκφραση είναι «στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια». Και τρέχουν στα μπούτια όχι διότι για εκεί προορίζονταν (βλ. μπαντανάς), αλλά διότι το μουνί -ή ο κώλος- αδυνατεί να συγκρατήσει τέτοια μεγάλη ποσότητα σπέρματος και, βασικά, έχει ξεχειλίσει. Υπονοείται ίσως ότι δεν έχυσε μόνον ένας, αλλά πολλοί.

Πρόκειται για παλιά γηπεδική ιαχή η οποία, για κάποιο λόγο, ήταν δημοφιλέστερη στο μπάσκετ απ' ό,τι στο ποδόσφαιρο. Χρησιμοποιείται μεταφορικά για να δείξει την πλήρη κατατρόπωση.

  1. "Στα μπούτια, στα μπούτια τρέχουν τα γιαούρτια". (Ιαχή της εξέδρας)

  2. - Την αρπάξατε πάλι την κατοστάρα, αγορίνα μου ... στα μπούτια τα γιαούρτια, μαλάκες, που πήγατε και να μας κουνηθείτε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Περιλαμβάνει το Χαμούρα και το Σιχαμένη.

Η μέτρια προς άσχημη γυναίκα που είναι πονηρή, μοχθηρή και εύκολη. Έχει μια τάση να κριτικάρει μπροστά ή πίσω από την πλάτη του άλλου, επικαλούμενη την ηθική των άλλων γυναικών. Όμως είναι η πιο ξιπασμένη και σιχαμένη ως προς το πως την μεταχειρίζονται αυτή τα αρσενικά.

-Όσο ήμασταν στο μαγαζί παρακολουθούσε το μπάρμαν πότε πηγαίνει τουαλέτα για να πάει, μπας και του πάρει πίπα. -Και αυτός; - Δεν της έδινε σημασία. - Είναι σιχαμούρα τελικά η Ελένη και μας έλεγε παρτόλες τις φίλες της.

(από Khan, 07/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.

- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η παρά φύση σεξουαλική επαφή χωρίς να τηρηθούν οι απαραίτητες διαδικασίες καθαρισμού με αποτέλεσμα την αλλαγή του χρώματος του ανδρικού μορίου σε χρώμα που θυμίζει το λήμμα.

- Και τι έγινε τελικά, την πήρες από πίσω;
- Άσε... σεράνο...

Βλ. και μεζές, μερέντα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που φέρεται πως διαθέτει μαστόρικη πύρινη υπόσταση και λαιμαργία στην υπέρταση θερμοκρασίας.. Ύστερα από διαρκούς, μικρού ή μεγάλου μήκους ερωτικού φιλμ παρατηρείται ο πυριγενής αντιδραστήρας να ανεβάζει ταχύτατες στροφές... Η ψωλή ή αλλιώς καυλί ή ή, εις την συνουσία προβάλει μια τεράστια σούπερ δύναμη. Το πυροκαύλι αυτό οφείλεται στην πυρίμαχη και σεξουαλική παρόρμηση του πυρόκαυλου να σχίσει, να ξεσκίσει, να τεμαχίσει, να ανοίξει, κάθε λογής τρύπα... Με λίγα λόγια ο άνθρωπος που είναι πολεμική μηχανή στο κρεβάτι, αυτός που φλέγεται μόλις ανάψει, αυτός που μοιράζει φλεγόμενα βέλη, αυτός που ενδέχεται να είναι ο μόνος ερωτικός σύντροφος με 3 πόδια...

- Ρε φίλε ο Μπάμπης λέει κατάφερε τέσσερις ρωσίδες μαζί..
- Μα καλά ρε πυρόκαυλος είναι;

- Μαρίααα τι να σου πωωω, απίστευτος, από που να ξεκινήσω, έβγαζε φωτιές, ήταν σαν πυροσωλήνας σαν πυροτέχνημα αιώνιας διάρκειας..
- Ουυααααου πηδήχτηκες με κάποιον πυρόκαυλο;

- Γιατρέ δεν ξέρω τι έχω μόλις τις γδύνω και τις πετάω στο κρεβάτι αλλάζω, γίνομαι αγρίμι, βγάζω φωτιές τις πονάω αλλά τους αρέσει, πείτε μου κάτι σας παρακαλώ...
- Δεν έχετε κάτι, είστε ευλογημένος, σας ζηλεύω!
- Τι εννοείτε γιατρέ;
- Είστε το 0,0001% του παγκόσμιου πληθυσμού, είστε ένας πυρόκαυλος...

- Μαμά, μαμά ήμουν στην θεία φώναζε και έλεγε του θείου κάψε με, κάψε με, μπήκα στο δωμάτιο και ήταν γυμνοί...
- Αααα
- Μαμά, μαμά σου μιλάω...
- Χμμ, έτσι εξηγείται, ο θείος σου είναι πυρόκαυλος...
- Μαμά τι λες;
- Τίποτα, τίποτα, πήγαινε να παίξεις με τα παιχνίδια σου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται στο σχήμα της κατάληξης του παχέος εντέρου (γνωστό και ως ορθό), το οποίο παίρνει τη μορφή ποτηριού μετά από σεξουαλικά (και όχι μόνο) βάναυση μεταχείριση. Η έννοια της λέξης είναι συνήθως μεταφορική, με αρκετά στοιχεία υπερβολής, δεν είναι όμως λίγες οι φορές εκείνες που χρησιμοποιείται άκρως κυριολεκτικά.

  1. - Τι;! Την γάμησες απ' τον κώλο! Έλα ρε θερίο! και για πες...
    - Τι να πω, απλά της τον έκαμνα ποτήρι.

  2. [...]Το '69 [...] εγνώρισα έναν κατάδικο που του χώσανε γκλοπ στον κώλο, μετά το τραβήξανε έξω με δύναμη και το κωλάντερό του κρεμόταν σαν ποτήρι. [...] (Ηλίας Πετρόπουλος, «Το Εγχειρίδιο Του Καλού Κλέφτη», σ. 77)

κολωνάτο! σωστότατος GATZ! (από PUNKELISD, 18/10/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αιδοίο το οποίο από τη συχνή και επίπονη διείσδυση από ανδρικά μόρια έχει χάσει το σφρίγος και έχει κρεμάσει. Δηλαδή με λίγα λόγια όταν ένα αιδοίο ξεχειλώνει.

Πω ρε Αγησίλαε. Τη θυμάσαι εκείνη τη σαραντάρα που γνώρισα τις προάλλες; Ε, μάπα το καρπούζι. Για να μη στα πολυλογώ το μουνί της ρε φίλε ήταν μπριζολιασμένο και σιχάθηκε η ψυχούλα μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό τοις πάσι ταμπόν, ήτοι το μακρόστενο εκείνο ματζαφλάρι (βαμβακερό ή από συνθετική μετάξη) που τοποθετούν τα θήλεα στον κόλπο τους κατά τη διάρκεια της εμμήνου ρύσεως, της περιόδου, όταν έρχονται οι Ρώσοι, όταν κάνει ντου ο Κόκκινος Στρατός, τις «δύσκολες μέρες του μήνα» (αυτό το τελευταίο κάργα politicalljy correct). Απορροφά αίματα και λοιπά υγρά.

Τίγκα σεξιστικός και πολιτικώς μη ορθός (άρα και κάργα σλανγκιάρικος) όρος, χρησιμοποιείται mostly από λαϊκάντζες, βαρύμαγκες, φορτηγατζήδες και λοιπά μπρουτάλ αρσενικά παλαιάς κοπής, που τους τρέχει η τέστο απ' τα μπατζάκια... Οι εν λόγω αγκαούγκες αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι να προφέρουν λέξεις όπως «ταμπόν», «περίοδος», «σερβιέτα» και λοιπά κλασικά γυναικεία, φοβούμενοι μήπως δώσουν την εντύπωση πως ξέρουν κάτι παραπάνω. Πιστεύουν –έστω σε ένα βαθύτερο επίπεδο συνείδησης– πως άντρες και γυναίκες είναι δυο κόσμοι χωριστοί, πως ο συγχρωτισμός των φύλων και η μεταξύ τους επικοινωνία, είναι πράγματα περιττά, αν όχι επικίνδυνα. Μια αταβιστική νοοτροπία: αρκεί να θυμηθούμε στο σχολείο τι κράξιμο έτρωγαν όσοι έκαναν πολύ παρέα με τα κορίτσια. Στο βάθος όλων των ανδρικών φόβων βρίσκεται ο ευνουχισμός, που ελλοχεύει ως κίνδυνος όταν οι επαφές με το αντίθετο φύλο δεν περιορίζονται στις απαραίτητες γενετήσιες... Για να μην ξεχνάμε και το φόβο του Αρχέγονου Μουνιού που απειλεί να επανενσωματώσει όλα τα δημιουργήματά του δια της κατάποσης, επαναφέροντάς τα στην απόλυτη ανυπαρξία... Εξ ου λοιπόν και όλα τα αρσενικής προελεύσεως σλανγκικά μειωτικά ισοδύναμα: «μουνί» αντί «αιδοίο», μουνοβούλωμα αντί ταμπόν, περιοδόβρακο ή περιοδόπανο για τη σερβιέτα κ.ο.κ. Δαιδαλώδη και άκρως ερεθιστικά θέματα, επί μακρόν αντικείμενα διαπραγμάτευσης σε πολλαπλά επίπεδα: κοινωνιολογίας-ανθρωπολογίας, κοινωνιοβιολογίας, ψυχολογίας-ψυχανάλυσης, γλωσσολογίας, λογοτεχνικής θεωρίας, gender studies, cultural studies κλπ.

Να μη συγχέεται το μουνοβούλωμα με το πορδοβούλωμα.

Εξελιγμένη μορφή μουνοβουλώματος είναι η κατά poniroskylo μουνόκουπα.

Βούλωμα-ταμπόν, μπορεί να μπει και στον πρωκτό, όταν σ' έχει πιάσει κόψιμο και πας κάθε τρεις και λίγο στην τουαλέτα για γκραφίτι. Το χρησιμοποιούν καμιά φορά οι μητέρες για παιδιά μικρής ηλικίας, όχι βέβαια στο Πρωκτικό Στάδιο, συνήθως σε παιδιά του δημοτικού. Τότε δεν γίνεται προφάνουσλυ λόγος για μουνοβούλωμα, αλλά για κολοκυθοβούλωμα, κατά τον παλαιό χρήστη ronso... Οπωσδήποτε θα υπάρχουν κι άλλες ονομασίες...

(στο μπαρ, συνομιλία σερβιτόρου και σερβιτόρας)
— Κώστα, πλληζ, κάλυψε για λίγο και τα δικά μου τραπέζια... Είναι η ώρα να πάω ν' αλλάξω ταμπόν... Στο 'χα πει κι από πριν, κάθε 8 ώρες το αλλάζω...
— Τώρα βρήκες ρε ούζο να πας ν' αλλάξεις μουνοβούλωμα, τώρα που έχει πέσει τέτοιο τρελό χώσιμο; Άϊντε τράβα και σβέλτα, μην κάνεις δέκα ώρες πάνω απ' τη χέστρα, θα σε καταπιεί στο τέλος...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified