Further tags

Δόκιμα, κάτι το κούφιο, το άσφαιρο.

Σλανγκιστί, πέρα του άουτσης πούτσας, τζούφια αποκαλείται και συνομοταξία υπόκωφων πλην βορβορωδών κλανιών. Οι εν λόγω πορδές επίσης αποκαλούνται πούστικες, ύπουλες και μουλωχτές.

Ο Τριαντάφυλλος το ετυμολογεί εκ του σομφός (πωρώδης). Υποψιάζομαι όμως ότι ίσως και να πρόκειται για ονοματοποιία ή παραφθορά του κούφιο.

Από ΔΠ: Νούλις ο Μπισκοτωμένος.

- Εγώ έφαγα σκόρδο, και έχω αμολήσει και μερικές τζούφιες, και αισθάνομαι μία περίεργη αύρα να με περιτριγυρίζει...
(εδώ)

- Μαλλί λαδωμένο, ρουχαλάκια τσικνισμένα και χιλιολεκιασμένα, να αμολάνε τζούφιες κι εσύ στο σαρδελλέ λεωφορείο να προσπαθείς να βρεθείς όσο πιο κοντά γίνεται σε ένα παράθυρο ή μια πόρτα.
(εκεί)

Eκπληκτικό σόλο βιολί από τον John Blake, Jr (από MXΣ, 14/03/11)

βλ. και κούφια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιάς κοπής ρήμα που εννοεί την πράξη της αφόδευσης δηλαδή την αποβολή των περιττωμάτων από τον πρωκτό κατά τη διαδικασία της πέψης.

Με λίγα λόγια είναι το χέσιμο στην γιαγιαδίστικη σλανγκ. Σκοπός του λήμματος είναι να καμουφλάρει τη χυδαιότητα που εκπέμπει το χέσιμο σαν λέξη και σαν έννοια και να του δώσει έναν πιο καθώς πρέπει τόνο.

Το λήμμα προέρχεται προφανώς από την θέση που παίρνει το σώμα όταν κάνουμε τα κακά μας, δηλαδή το χοντρό μας, δηλαδή όταν χέζουμε.

Στις μέρες μας το λήμμα σπανίως χρησιμοποιείτε με σοβαρό ύφος ενώ τις περισσότερες φορές λέγεται χάριν αστεϊσμού.

Η αποτυχία της μακροημέρευσης του λήμματος έγκειται στο ότι η κωδικοποίηση αυτή διαδόθηκε πολύ γρήγορα, με αποτέλεσμα να ταυτοποιηθεί άμεσα με την ίδια την πράξη χάνοντας έτσι το νόημα της ύπαρξής της.

Έχω την εντύπωση ότι αντικαταστάθηκε από την γενική έκφραση «πάω στο μέρος», το οποίο σιγά-σιγά μετατράπηκε σε καμπινέ και κατέληξε να λέγεται τουαλέτα (κυρίως μετά την απενοχοποίησή της και την εδραίωση μέσα στα σπίτι μας), έκφραση που δεν φανερώνει την άμεση επιθυμία μας για τα τεκταινόμενα μέσα σε αυτό.

  1. - Χα χα! εξάρες!
    - Γκγκχχμμ.
    - Τι έχεις βρε Μανώλη; Μια ώρα τώρα σε γλέπω και σφίγγεσαι!
    - Κωστή συγνώμη αλλά θα το τελειώσομε μετά το πλακωτό. Πρέπει να πάω να κάτσω.

  2. - Αργείς;
    - Κάθομαι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά ακούγεται σαν αποτυχημένη κυριλέ προσπάθεια να αποφορτιστεί κάπως το πιο τσαχπίνικο «γλειφοκώλι» σαν προκαταρτικό σεξουαλικών πρακτικών -ντεμέκ ταμπού- μεταξύ ατόμων κάθε φύλου.

  1. Όχι όλοι οι αξιωματικοί, δεν τους βάζω όλους σε ένα τσουβάλι, διότι υπάρχουν και έντιμοι και άνθρωποι με πίστη στον όρκο που έδωσαν. Ομιλώ για αυτούς που φίλησαν τον κώλο των πολιτικών για μια θεσούλα στην ιεραρχία…

  2. Η άποψη ότι το metal είναι ρατσιστικό είναι τόσο ανεδαφική όσο η ίδια άποψη για το Hip Hop. Και ξαναλέω πως αν μια μικρή μειονότητα γκαρίζει «kill black people» (ή «kill whitey»), αυτό δε σημαίνει ότι όλοι οι metal heads (ή οι Hip Hoppers) είναι ρατσιστές. Πάντως, τα περί αντίδρασης κτλ., είναι πλέον άκυρα. Το «cracka» είναι ξερά ρατσιστικό κι όσοι μαύροι επιμένουν να το χρησιμοποιούν λέγοντας ότι δεν είναι αρνητικά φορτισμένη έννοια, ας μου επιτρέψουν να τους λέω «niggaz» ή ας μου φιλήσουν τον κώλο.

(όλα από το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το χέσιμο που ταυτόχρονα συνοδεύεται με κλάσιμο. Γιατί πέρασε η ώρα και δεν κρατιέσαι. Ή γιατί αυτό που έφαγες σε έστειλε κανονικά. Βάρδα να μη συμβεί καταλάθος εκεί που νομίζεις ότι πρόκειται να αφήσεις μια κούφια -και να σου φύγει έστω κι ένα ταρζανίδι στο βρακί...

Στο χεζοκλάνι με το που κάθεσαι φεύγουν αμφότερα την ίδια στιγμή. Έτσι η σκατούλα προωθείται αποτελεσματικότερα, πλην αλλ' όμως ουδείς εγγυάται ευθυχεσία.

Λέγεται και χεσοκλάνι. Κάτι παρόμοιο -ως συνδυασμός- το σκατούρημα και -ως κατάληξη- το μουνοκλάνι.

Ε, καιρό είχα.

  1. - ΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑΧΑ!!!
    - Τι γελά ρε μαλάκα;
    - Σε άκουγα...
    - Αποκλείεται!
    - Ε τι αποκλείεται, γαμήθηκες στο χεζοκλάνι, μέχρι μέσα ακουγόσουνα!

  2. - Πωπω ρεζίλι έγινα, εκεί που περπατούσα άφησα μία και τελικά ήταν χεζοκλάνι μαλάκα! - Δεν έγινες ρεζίλι, κώλος έγινες, μουάχαχα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έντονη, ακατάσχετη και επίμονη εκτόνωση αερίων από τον πρωκτικό μας σωλήνα, συνηθίζεται δε να συμβαίνει σε περιπτώσεις κατανάλωσης όσπρεων και λοιπών πορδογενών εδεσμάτων.

- Πω ρε μαλάκα, τι πορδοσφάχτης είναι αυτός, δεν παίζει να βγω από το σπίτι, ρόμπα θα γίνω.

πορδή (από tractioner, 02/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πούττος=μουνί, κότσιρος=κουράδα.
(που τα μούνναρα στα πούτταρα τζιαι που τα σκατά στα κότσιρα)
Είναι η γνωστή φράση: «από το κακό στο χειρότερο».

- Άκουσες ποιος διορίστηκε υπουργός δικαιοσύνης; Ο Παπαδόπουλος. Αυτός που ακούστηκε κάποτε ότι τα έπαιρνε χοντρά για να καλύπτει τις βρωμιές των μπάτσων.
- Πεεεε.... Που τα μούνναρα στα πούτταρα τζιαι που τα σκατά στα κότσιρα.

Κι από τα σκατά στον Κότσιρα... (από Khan, 09/04/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δήλωση μεγάλης απέχθειας προς κάτι που μόλις είδαμε ή ακούσαμε. Λέγεται με προσποιητή έκφραση αηδίας ή ναυτίας. Αρχικά εφηβική έκφραση που μάλλον δεν ακουγόταν πριν τα ογδόνταζ ή τέλη εβδομήνταζ, αλλά λέγεται ακόμα.

Βλ. και μη χέσω και κατσιμηχέσω

  1. Μαθήματα νέου πατριωτισμού (μην ξεράσω!!!!)
    Μάλιστα, ο τιμημένος, ευφυής, λαλίστατος, σοσιαληστής και άκρως δημοκράτης Πρωτυπουργός μας, μιλώντας στο Υπουργικό Συμβούλιο, έδωσε τον ορισμό του νέου πατριωτισμού.

  2. Το άθλιο, κτηνώδες, αιματοβαμμένο, ελληνικό Πάσχα! Το αηδιαστικό, γεμάτο μίσος ελληνικό Πάσχα! Το γεμάτο υποκρισία, θάνατο, φαγοπότι και πόνο ελληνικό Πάσχα! Το πιο αηδιαστικό, το πιο κτηνώδες, Πάσχα! Για τη Δήθεν γιορτή της Αγάπης! (μην ξεράσω) Για τη Δήθεν γιορτή της Ανάστασης του Χριστού! Μην ξεράσω! Όχι δεν είναι Πάσχα! Είναι η μέρα της σφαγής και κτηνωδίας ενάντια στα εκατομμύρια των αθώων!!

από το νέτι αμφότερα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός ανθρώπου που είναι άμαθος σε μία εργασία (για χειρωνακτικές συνήθως) και κατ' επέκταση κουράζεται εύκολα, μέχρι να πάρει το κολάι.

Η λέξη καβελινάκια προέρχεται από το «καβελίνα / καβαλίνα», περιττώματα ζώων δηλαδή (ο όρος χρησιμοποιείται απ' όσο ξέρω μόνο για άλογα / γαϊδούρια / μουλάρια), τα οποία αφότου έρθουν σε επαφή με το φως του ήλιου δεν αργούν να σκληρύνουν (ξεραθούν).

Το δροσιό είναι οι πρωινές ώρες γύρω στις 06:00 - 08:00 και χρησιμεύει ώστε να τονιστεί η αδυναμία αυτού που δέχεται τον χαρακτηρισμό να φέρει εις πέρας την εργασία του ακόμα και υπό ευνοϊκές συνθήκες, μιας και τα περιττώματα δεν ξεραίνονται εύκολα χωρίς παρουσία ήλιου.

- Αχ, γιαγιάκα, είχαμε πάει εχτές να σκάψουμε κάτι αυλάκια για να φυτέψουμε τομάτες με τον πατέρα μου και κοίτα να δεις πως έγιναν τα χέρια μου!
- Εμ, αφού εκεί πάνω στας Αθήνας όλο ξερομαλακώνετε μπροστά από τα λαπιτόπια σας, έχετε γίνει ντιπ για ντιπ λαπάδες... Τα μικρά καβελινάκια με το δροσιό ξεραίνονται!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται περί ατόμων ποταπών, που προσπαθούν να διαβάλουν άτομα ακέραιας ηθικής και χαρακτήρα, μεταφέροντας τους ευθύνες για πράξεις που δεν τους ανήκουν. Επειδή όμως -ειδικά σε μικρές κοινωνίες όπως αυτές των χωριών- ο κόσμος γνωρίζει πολύ καλά το ποιόν τους, δεν πείθεται.

Τα σκατά συμβολίζουν τις πράξεις για τις οποίες προσπαθούν τα εν λόγω κακόβουλα άτομα να αρνηθούν πως φέρουν ευθύνη.

Η χρήση της λέξης «ξερά» οφείλεται στην τάση αυτών των ατόμων να επαναλαμβάνουν συγκεκριμένες αρνητικές συμπεριφορές, με αποτέλεσμα να «ξεραθεί» η γνώμη του κόσμου για αυτούς, να παγιωθεί δηλαδή.

- Σου ξαναλέω, κυρα-Λένα μου. Άδειο το βρήκα το πορτοφόλι σου στο δρόμο, μα την παναγία! Κάποιος θα πήρε τα λεφτά και το άφησε.
- Άσ' τα αυτά Τιτίκα, ξερά σκατά σε αλλουνού τον κώλο δε χωράνε...! Σε ξέρω τι κουμάσι είσαι του λόγου σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που χρησιμοποιείται για να δηλώσει το αναπόφευκτο του χεσίματος, η χρονική στιγμή του νανοσεκόντ πριν το κόψιμο.

Όταν νιώθεις το τσούξιμο-κάψιμο στον πρωκτό και υποψιάζεσαι πως το νεογνό που ετοιμάζεις να φέρεις στον κόσμο μπορεί να έχει πάρει ξυστά (γλείψει) το ύφασμα από το σώβρακό σου.

- Βασίλη αργείς;;;
- Διαβάζω την Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα ... γιατί;
- Τέλειωνε, έχει γλείψει σώβρακο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified