Το φιλί που δίνεις έχοντας στα χείλη σου μεγάλη δόση από πραλίνα-σοκολάτα μερέντα. Προσφέρει απόλυτη ευχαρίστηση και ηδονή και υπάρχει ο κίνδυνος ζάχαρου σε μεγάλες ποσότητες.
Μπορείτε άπλα να το δοκιμάσετε.
Το φιλί που δίνεις έχοντας στα χείλη σου μεγάλη δόση από πραλίνα-σοκολάτα μερέντα. Προσφέρει απόλυτη ευχαρίστηση και ηδονή και υπάρχει ο κίνδυνος ζάχαρου σε μεγάλες ποσότητες.
Μπορείτε άπλα να το δοκιμάσετε.
Got a better definition? Add it!
Γίνομαι υπερμέγιστος γλείφτης, για προσωπικό μου συμφέρον βλ. Αυτιάς, Γιώργος, γλίτσας λέρας.
- Καλά ρε μαλάκα, αυτός ο γλίτσας κάθε βράδυ στο Galea τη βγάζει;;
- Ρουφάει κώλους ρε.. μπας και του δώσουνε κάνα πόστο...
Got a better definition? Add it!
Κουραδοκατουρλιό, το - (ουσ.) συνθ.
Η συγχρόνιση κοπράνων και ούρων που βγαίνουν ταυτόχρονα και επίτηδες από την κωλοτρυπίδα του ατόμου που ενεργείται εκείνη την στιγμή. Συνήθως η απελευθέρωση και των δύο απορριμάτων, ανακουφίζει, καθώς νιώθεις το κενό που απέμεινε στο στομάχι σου απαλλάσσοντάς σε από τυχόν πονόκοιλους.
Ετυμ. συνθ. εκ του κουράδα (η) + κατουρλιό(< ουρώ + κάτω) (το).
Άαααααααααι! Όλα μαζί έφυγαν!
βλ. και σκατούρημα
Got a better definition? Add it!
Επιτυγχάνω κάτι παταγωδώς.
Αφοδεύω πολλά και δύσοσμα προϊόντα κένωσης. Η πράξη παρομοιάζεται με τον τρόπο ρίψης των βλημάτων όπως πέφτουν από τα βομβαρδιστικά αεροσκάφη, από όπου προέρχεται και η φράση.
Ξα μου, σήμερα στο κίνο 6/6, ΒΟΜΒΑΡΔΙΣΑ !!
Ποο, ο βρωμιάρης ανέβηκε πάνω και βομβάρδισε, θα μυρίζει ένα μήνα...
Got a better definition? Add it!
Με πιάνει ακατάπαυστη διάρροια από τροφική δηλητηρίαση.
Κατά το ήμισυ πιθανολογείται ότι προέρχεαι από το όνομα του δρομέα Σπύρου Λούη μιας και ο δηλητηριασμένος τρέχει προς την τουαλέτα.
Χθες έφαγα βρώμικο έξω από το γήπεδο και με πήγε λούι-αίμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αναφέρεται στην οδηγία κατά την οποία η συνουσιάζουσα καλείτε να αρπάξει το ανδρικό μόριο για το οποίο για άγνωστο λόγο ο κατέχων νιώθει υπερήφανος.
Χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά από γεωργό ο οποίος τα μπέρδεψε με την τσάπα και προσπάθησε να οργώσει το χωράφι με την τσαπού.
Η ΛΟΓΟΚΡΙΣΙΑ και το ΕΣΟΥΡΟΥ απαγόρεψαν σχετικές αναφορές και παραδείγματα. Την ως άνω αναφορά προσπαθεί να μεταφράσει και το Γερμανικό υπουργείο Οικονομικών.
Got a better definition? Add it!
Προσδιορισμός καταναγκαστικής εργασίας κατά την οποία η πίπα που τρως και το «πήδημα»...είναι άξια επαίνου. Συνήθως απαντάται στα χρόνια της θητείας, κατά τα οποία αυτά που τραβάει ο νέωψ μοιάζουν να τον κάνουν μογγόλο.
Got a better definition? Add it!
Το ξεσκούφωτο λουκάρισμα: όταν κάποιος αναγκάζεται να κρύψει μικρή ποσότητα σταφ στην σούφρα του χωρίς υπόθετο. Το χούσωμα είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη πρακτική και εφαρμόζεται μόνο σαν έσκατη λύση απελπισίας σε δύσκολη στιγμή. Δεν πρόκειται για μορφή λαθραίας διακίνησης ουσιώνε.
Το Λεξικό της Ντάγκλας (Λεωνίδα Χρηστάκη και Μάρκου Επάρατου) μας πληροφορεί ότι το λήμμαν ετυμολογείται από τα καλιαρντά όπου η τρύπα λέγεται χους.
- Σύρμα γιατρέ μου, τσομπάς!
- Χαλάρωσε και σγούψε να σου χουσώσω τον φοσμπά μου.
- Ωραίος ο γουίνστον, πούστης με ξένο κώλο.
Got a better definition? Add it!
Απ'το χέζω, χέσιμο, σκατό, σκατίλα, χεσίλα.
Ακούγεται λίγο πιο αηδιαστικό, ίσως και λίγο πιο υγρό. Μάλλον κοντεύει περισσότερο στο τσιρλιό.
Έριξα μια χεσίλα, άλλο πράγμα.
Μ' έπιασε μια χεσίλα... κάτσε καλά!
Got a better definition? Add it!
Υπερβολική εφίδρωση της περιοχής ανάμεσα στους όρχεις και στο μπούτι καθώς επίσης και πάνω από τον βλενογόννο της κωλοτρυπίδας.
Κολλητή, έπιασε πολύ ζέστη αυτές τις μέρες και θα αρχίσουν τα ιδροκώλια.
Γιώργο σήκω από τον καναπέ γιατί το ιδροκώλι σου θα αφήσει σημάδι.
Got a better definition? Add it!