Ο μυξιάρης, που ψάχνει για κοιτάσματα πετρελαίου στα ρινικά του σπήλαια.
- Καλώς το μυξοβοσκό! Βρήκες κάνα κοίτασμα ή θα παγώσουμε πάλι, τόσο ακριβό που είναι το πετρέλαιο;
Ο μυξιάρης, που ψάχνει για κοιτάσματα πετρελαίου στα ρινικά του σπήλαια.
- Καλώς το μυξοβοσκό! Βρήκες κάνα κοίτασμα ή θα παγώσουμε πάλι, τόσο ακριβό που είναι το πετρέλαιο;
Got a better definition? Add it!
Ο ασήμαντος, αυτός που δεν μετράει.
Ο υπερβολικά κοντός.
- Σκάσε ρε πορδοβούλωμα!
- Με αυτό το πορδοβούλωμα θα βγεις; Αυτός είναι ένα κι ένα μίλκο (ήτοι κάτω του 1, 20 μ.).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η υπερβολικά άσχημη με μια δόση δυσωδίας.
Και να με πλήρωναν δεν θα πήγαινα μ' αυτή τη βρωμομούνα!
Βλ. και βρωμόμουνο.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η νοσοκόμα.
- Άσ' τηνα μωρέ τη τσουκαλοχύστρα, που ήθελε να πάρει και γιατρό!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.
- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.
Got a better definition? Add it!
Ο ψευτόμαγκας που κάνει τον καμπόσο εκεί που τον παίρνει.
Κοίτα να δεις που μόλις τα βρίσκει δύσκολα γίνεται λούης, ο κουραδόμαγκας.
βλ. και κουραδόμπεης
Got a better definition? Add it!
Κιτρινιάρης, χλωμός.
Υπερθετικός: Ο χλεμπόνας, η χλεμπόνα.
Δεν κοιτάει τα μούτρα του στον καθρέφτη, ο χλεμπονιάρης;
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει συνευρεθεί με γαϊδούρι (κυρίως θηλυκό) ή που κατά συνήθεια το πράττει. Εκφράζει απαξία.
Ο Μήτσος είναι στάνταρ γαϊδουρογάμης, κοιτάει τη γαϊδούρα του μες στα μάτια και λιώνει!
Βλ. και γιδογάμης.
Got a better definition? Add it!
Ο κλανιάρης, εκείνος που διαρκώς κλάνει δημοσίως (είτε κρυφά είτε επιδεικτικά), εκ του ρήματος πέρδομαι.
- Πω πω βρώμα, την αμόλησε πάλι ο πέρδικας...
Got a better definition? Add it!
Ο βρωμιάρης, ο σιχαμερός.
- Πχχ! Τι πας κοντά στον μπίχλα, δεν σιχαίνεσαι;
Got a better definition? Add it!