Further tags

Ο μυξιάρης, που ψάχνει για κοιτάσματα πετρελαίου στα ρινικά του σπήλαια.

- Καλώς το μυξοβοσκό! Βρήκες κάνα κοίτασμα ή θα παγώσουμε πάλι, τόσο ακριβό που είναι το πετρέλαιο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο ασήμαντος, αυτός που δεν μετράει.

  2. Ο υπερβολικά κοντός.

  1. - Σκάσε ρε πορδοβούλωμα!

  2. - Με αυτό το πορδοβούλωμα θα βγεις; Αυτός είναι ένα κι ένα μίλκο (ήτοι κάτω του 1, 20 μ.).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η υπερβολικά άσχημη με μια δόση δυσωδίας.

Και να με πλήρωναν δεν θα πήγαινα μ' αυτή τη βρωμομούνα!

Βλ. και βρωμόμουνο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νοσοκόμα.

- Άσ' τηνα μωρέ τη τσουκαλοχύστρα, που ήθελε να πάρει και γιατρό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.

- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψευτόμαγκας που κάνει τον καμπόσο εκεί που τον παίρνει.

Κοίτα να δεις που μόλις τα βρίσκει δύσκολα γίνεται λούης, ο κουραδόμαγκας.

Γιά μάντεψε σκατόμαγκα, ο κώλος μου τί μυρίζει», Θανάσης Παπακωνσταντίνου, «Καντηλανάφτης» (1993) (από vikar, 17/08/11)

βλ. και κουραδόμπεης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κιτρινιάρης, χλωμός.

Υπερθετικός: Ο χλεμπόνας, η χλεμπόνα.

Δεν κοιτάει τα μούτρα του στον καθρέφτη, ο χλεμπονιάρης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει συνευρεθεί με γαϊδούρι (κυρίως θηλυκό) ή που κατά συνήθεια το πράττει. Εκφράζει απαξία.

Ο Μήτσος είναι στάνταρ γαϊδουρογάμης, κοιτάει τη γαϊδούρα του μες στα μάτια και λιώνει!

Βλ. και γιδογάμης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κλανιάρης, εκείνος που διαρκώς κλάνει δημοσίως (είτε κρυφά είτε επιδεικτικά), εκ του ρήματος πέρδομαι.

- Πω πω βρώμα, την αμόλησε πάλι ο πέρδικας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βρωμιάρης, ο σιχαμερός.

- Πχχ! Τι πας κοντά στον μπίχλα, δεν σιχαίνεσαι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified