Το «χέστηκες;» Είναι αντίστοιχο του «έκλασες;».
Απλά αυτό αναφέρεται στους γνώστες του «έκλασες;». Έχει την ίδια περίπου χρήση.
Α:
- Τι κάνεις, καλά;
Μ:
- Χέστηκες ρε;
Α:
- ...
Το «χέστηκες;» Είναι αντίστοιχο του «έκλασες;».
Απλά αυτό αναφέρεται στους γνώστες του «έκλασες;». Έχει την ίδια περίπου χρήση.
Α:
- Τι κάνεις, καλά;
Μ:
- Χέστηκες ρε;
Α:
- ...
Got a better definition? Add it!
Η νοσοκόμα.
- Άσ' τηνα μωρέ τη τσουκαλοχύστρα, που ήθελε να πάρει και γιατρό!
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.
- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.
Got a better definition? Add it!
Ο ψευτόμαγκας που κάνει τον καμπόσο εκεί που τον παίρνει.
Κοίτα να δεις που μόλις τα βρίσκει δύσκολα γίνεται λούης, ο κουραδόμαγκας.
βλ. και κουραδόμπεης
Got a better definition? Add it!
Κιτρινιάρης, χλωμός.
Υπερθετικός: Ο χλεμπόνας, η χλεμπόνα.
Δεν κοιτάει τα μούτρα του στον καθρέφτη, ο χλεμπονιάρης;
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται για να περιγράψει φυσικό αέριο (κοινώς κλανιά) που αποτελείται από πολλές μικρότερες συνεχόμενες κλανιές σε αρμονική ακολουθία, εύηχη και ρυθμική...
-Πω πω ρε μαλάκα τι ήταν αυτό;
-Τίποτα ρε, τώρα άφησα μια ψηφιδωτή κλανιά...
-Το ρεφρέν ήταν γαμάτο ρε, ξαναπαίξ' την...
Βλ. και βροντόφωνος η άοσμος, συρρίζουσα η βρομούσα, υπόκωφος η αναισθησιογόνος, κομπολογάτη, υποπουρτίδιο / υποκλανίδιο
Got a better definition? Add it!
Μετά από γερό μεθύσι, γονατίζω και κρατιέμαι από τη λεκάνη της τουαλέτας για να ξεράσω.
Συνώνυμο: προσκυνώ (τη λεκάνη).
- Τι λιώσιμο ήταν αυτό χθες ρε μαλάκα... Τό 'πιαμε το τσίπουρο όλο!
- Άσε, μόλις γύρισα σπίτι δεν την πάλευα, πήρα τη χέστρα αγκαλιά!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Μετά από γερό μεθύσι, γονατίζω μπροστά από τη λεκάνη της τουαλέτας για να ξεράσω. Σαν να την προσκυνάω δηλαδή...
Συνώνυμο: παίρνω τη χέστρα αγκαλιά.
(Εν μέσω γερού πιώματος)
1. - Τι έγινε ρε μαλάκα, πολύ ώρα ήσουνα στην τουαλέτα...
- Φίλε, προσκύνησα κανονικά... Δεν πίνω άλλο!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνώνυμο των αφροδίσιων νοσημάτων στη ναυτική διάλεκτο. Έγινε διάσημο απ' την Κυρά-Όλγα στις περίφημες πατρινές φάρσες.
(Κυρα Όλγα) - Τα μουνιά σας έχουν πιάσει σκουλαμέντρα! Το δικό μου είναι γαρύφαλλο...
Got a better definition? Add it!