Selected tags

Further tags

Το «χέστηκες;» Είναι αντίστοιχο του «έκλασες;».

Απλά αυτό αναφέρεται στους γνώστες του «έκλασες;». Έχει την ίδια περίπου χρήση.

Α:
- Τι κάνεις, καλά; Μ:
- Χέστηκες ρε;
Α:
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η νοσοκόμα.

- Άσ' τηνα μωρέ τη τσουκαλοχύστρα, που ήθελε να πάρει και γιατρό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, ο άντρας ο εξαρτημένος από τον ποδόγυρο της γυναίκας του που δεν έχει μάτια για άλλες.

- Φαντάστηκες τάχαμ' ότι θα σε προσέξει. Σώθηκες. Άσ' τονε ρε τον μουνίκακα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψευτόμαγκας που κάνει τον καμπόσο εκεί που τον παίρνει.

Κοίτα να δεις που μόλις τα βρίσκει δύσκολα γίνεται λούης, ο κουραδόμαγκας.

Γιά μάντεψε σκατόμαγκα, ο κώλος μου τί μυρίζει», Θανάσης Παπακωνσταντίνου, «Καντηλανάφτης» (1993) (από vikar, 17/08/11)

βλ. και κουραδόμπεης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κιτρινιάρης, χλωμός.

Υπερθετικός: Ο χλεμπόνας, η χλεμπόνα.

Δεν κοιτάει τα μούτρα του στον καθρέφτη, ο χλεμπονιάρης;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει φυσικό αέριο (κοινώς κλανιά) που αποτελείται από πολλές μικρότερες συνεχόμενες κλανιές σε αρμονική ακολουθία, εύηχη και ρυθμική...

-Πω πω ρε μαλάκα τι ήταν αυτό;
-Τίποτα ρε, τώρα άφησα μια ψηφιδωτή κλανιά...
-Το ρεφρέν ήταν γαμάτο ρε, ξαναπαίξ' την...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από γερό μεθύσι, γονατίζω και κρατιέμαι από τη λεκάνη της τουαλέτας για να ξεράσω.
Συνώνυμο: προσκυνώ (τη λεκάνη).

- Τι λιώσιμο ήταν αυτό χθες ρε μαλάκα... Τό 'πιαμε το τσίπουρο όλο!
- Άσε, μόλις γύρισα σπίτι δεν την πάλευα, πήρα τη χέστρα αγκαλιά!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μετά από γερό μεθύσι, γονατίζω μπροστά από τη λεκάνη της τουαλέτας για να ξεράσω. Σαν να την προσκυνάω δηλαδή...
Συνώνυμο: παίρνω τη χέστρα αγκαλιά.

(Εν μέσω γερού πιώματος)
1. - Τι έγινε ρε μαλάκα, πολύ ώρα ήσουνα στην τουαλέτα...
- Φίλε, προσκύνησα κανονικά... Δεν πίνω άλλο!!

  1. - Τι έκανες τόσην ώρα εκεί μέσα;; - Προσκυνούσα τη λεκάνη!

(από poniroskylo, 28/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο των αφροδίσιων νοσημάτων στη ναυτική διάλεκτο. Έγινε διάσημο απ' την Κυρά-Όλγα στις περίφημες πατρινές φάρσες.

(Κυρα Όλγα) - Τα μουνιά σας έχουν πιάσει σκουλαμέντρα! Το δικό μου είναι γαρύφαλλο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει συνευρεθεί με γαϊδούρι (κυρίως θηλυκό) ή που κατά συνήθεια το πράττει. Εκφράζει απαξία.

Ο Μήτσος είναι στάνταρ γαϊδουρογάμης, κοιτάει τη γαϊδούρα του μες στα μάτια και λιώνει!

Βλ. και γιδογάμης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified