Selected tags

Further tags

Λέξη σύνθετη. προέρχεται από το πυρκαι το κλανίδι(ουδέτερο, παρετυμολογικό της λέξης κλανιά). Αναφέρεται σε κατάσταση όπου το άτομο που προβαίνει στην ειδεχθή αυτή πράξη χρησιμοποιεί εκτός από την κλανιά του, η οποία μπορεί να διακριθεί σε εκούσια (όταν προσπαθεί από μόνος του να την αμολήσει) και την ακούσια (ως ανθρώπινη φυσική ανάγκη), και όργανα που μπορεί να προκαλέσουν εύκολη και γρήγορη ανάφλεξη, όπως αναπτήρας ή στουπί σε ακραία περίπτωση.

- Ρε μαλάκα Μήτσο, τι στον πούτσο κάνεις με τον αναπτήρα στον κώλο σου; Τον ασβεστώνεις τον τοίχο;
- Τι λες ρε μαλάκα; Προσπαθώ να κάνω πυροκλανίδι!!!

Απαραίτητος ο πυροσβεστήρας. (από nick, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο περήφανη κλανιά. Ηχεί δυνατή και καθάρια ακόμα και μέσα από τα ρούχα, έχει σταθερή ένταση από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν σου ξεφεύγει ποτέ, ίσα-ίσα είναι πιστότατη και ρυθμίζεται το πότε θα την αμολήσεις -κάτι σαν τραγούδι ρε παιδάκι μου, άντε σαν ρέψιμο-, αντηχεί ωραιότατα μέσα στη λεκάνη, εισάγει, συνοδεύει, ή επιλογίζει αριστοτεχνικά το χέσιμο, τραντάζει γλυκά τον πρωκτό και τα κωλομέρια, σκάει αναπάντεχα ωσάν το πυροτέχνημα, δεν μυρίζει, ανακουφίζει, αδειάζει χώρο στο έντερο και ξεφουσκώνει η κοιλιά, σημαίνει υγεία και όχι αρρώστια, σημαίνει αντρισμό άλλο πράμα, είναι η αρχόντισσα των κλανιών. Μετά απ' αυτήν έρχονται οι άλλες, η κούφια, η σφυριχτή, η καυτή, τι να σου πουν όλες αυτές οι βρωμερές καταστάσεις...

- Καλά πέθανα στο γέλιο προχτές στο γεύμα με τους γονείς της Άννας. Εκεί που τρώγαμε, δίνει μια ο γέρος και αμολάει μια κομπολογάτη άλλο πράμα και μετά λέει κιόλας: «Αααχ!» όλος ικανοποίηση και συνεχίζει να τρώει!
- Και η Άννα;
- Νομίζω ότι θα κάνει καμιά βδομάδα να του ξαναμιλήσει.

Οι πιο εκλεκτές αποκαλούνται "καχραμανάτες". (από Vrastaman, 26/09/08)(από jesus, 16/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακραία αλλά και αόριστη απειλή. Η εικόνα ενός κώλου που χέζει πάνω σ' ένα λιβανιστήρι δεν στερείται ενδιαφέροντος, αλλά η έκφραση, βέβαια, δεν κυριολεκτεί - παρεκτός, ίσως, κι αν έχει ως αποδέκτη διάκο, παπά ή, λέμε τώρα, ηγούμενο μοναστηριού.

Το θα σου χέσω το λιβανιστήρι εκφέρεται είτε υπόκωφα μέσα από σφιγμένα δόντια, είτε τσιριχτά με φλέβες πεταμένες. Εκφράζει έντονα μεγάλο θυμό και αγανάκτηση -υπονοείται ότι θά 'ρθω και θα σου ρημάξω ό,τι έχεις όσιο και ιερό.

Η προέλευση της έκφρασης δεν είναι σαφής, αλλά μια εκδοχή ανατρέχει στον συμβολισμό που έχει το λιβανιστήρι στο Ορθόδοξο τυπικό. Το λιβανιστήρι, λοιπόν, -ο θυμιατήρ, που είναι και γαμώ τις λέξεις από την εκκλησιαστική γλώσσα- συμβολίζει «την κοιλίαν τῆς Θεοτόκου, ἡ ὁποία δέχθηκε στά σπλάχνα της σωματικῶς τήν Θεότητα, πού εἶναι 'πῦρ καταναλίσκον', χωρίς νά ὑποστῆ φθοράν ἤ ἀλλοίωση». Μπορεί, συνεπώς, να θεωρηθεί και πολύ βαριά βρισιά.

Ενδιαφέρον έχει επίσης και το γεγονός ότι είναι από τις σπάνιες περιπτώσεις στα Ελληνικά που η εξύβριση των θείων γίνεται μέσω της κοπρολογίας και όχι, ως συνήθως, με αναφορά στην γενετήσια πράξη.

Άλλα σχετικά λήμματα: γαμώ το σταυρίδη μου, γαμώ την πανακόλα, γαμώ το καντήλι σου, βουλγάρικο θυμιατήρι, θα σου γαμήσω το ό,τι έχεις αγάμητο, γαμώ το ταμτιριρί, θα σού γαμήσω το ταμ τιριρί, θα σου ξηγηθώ αλμυρό φυστίκι και, φυσικά, Mecagum και δεν συμμαζεύεται.

Καλά, ας τολμήσει να πει τίποτα τέτοιο και σε μένα ο καραγκιόζης και θα του χέσω το λιβανιστήρι να με θυμάται ... θα τον κάνω εγώ τον πούστη να πει το δεσπότη Παναγιώτη ... γιατί δεν ξέρει ποιος είμαι εγώ μου φαίνεται ...

Ο θυμιατήρ. Λιβανιστήρι από ορείχαλκο επιχρυσωμένο. (από poniroskylo, 26/09/08)Αυτός έχει πολλά λιβανιστήρια (από poniroskylo, 26/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το στίγμα του αγάμητου, κατά την παράδοση. Όποιος το φέρει υποτίθεται πως προδίδει δημοσίως την αγαμία που του έχει ξεχειλίσει από τους πόρους του δέρματος. Τώρα το αν ισχύει αυτό και από επιστημονικής άποψης, προσωπικά δεν το έχω μελετήσει. Στις γυναίκες όμως το πυώδες μπιμπίκι δηλώνει μεταξύ άλλων προεμμηνορυσιακή φάση. Ορμονοδουλειές, δηλαδή.

– Ε άει στο διάολο, σήμερα βρήκε να μου βγει ένα γαμημένο καβλόσπυρο, που έχω ραντεβού με τον Στέλιο, που είδα κι έπαθα να τον ψήσω να βρεθούμε;! Το κέρατό μου μέσα γαμώ!
– Ωχ, και πρέπει να το αναβάλεις, δεν μπορεί να σε δει έτσι, χάλια είσαι!
– Ε αυτό θα κάνω, αλλά πρέπει πρώτα να βρω μια καλή δικαιολογία, μη με πάρει για τρελή. Τρεις μέρες θα πάρει να φύγει αυτή η μαλακία, και μετά θα μού 'ρθει και περίοδος, γάμησέ τα, πώς να τον στείλω για μια βδομάδα και βάλε, μου λες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φυσικά και δε μιλάμε για του πουλιού το γάλα. Μιλάμε για την ανεξίτηλη σφραγίδα κάποιου κοτσιλοβομβαρδιστικού πτηνού. Κάποιου βομβιστή των αιθέρων. Κάποιου φτερωτού χεστικού. Κάποιου ελεύθερου σκοπευτή των αιθέρων. Το κοτσιλόσημο αποτελεί προσφορά του ουράνιου επισκέπτη και αποτελεί πλέον οικόσημο του αποδέκτη του.

Πάντως όπως η τύχη είναι τυφλή έτσι και αυτό χέζει στα τυφλά και εσύ έχεις ραντεβού (με την γκαντεμιά) στα τυφλά. Χέζει από ψηλά, εφαρμόζοντας την ατάκα: Χέσε ψηλά κι αγνάντευε.

Αν τη φας τώρα στο κεφάλι, και το κοιτάξεις απορημένα, τι περιμένεις να σου πει; Λες να παραφράσει τον Καζαντζίδη και να σου πει: «Υπάρχω, κι όσο υπάρχεις θα υπογράφω, σκλάβα την κεφαλή σου θα 'χω και δεν πρόκειται να μην ξαναχεστώ»;

Ρίχνει κατά ριπάς στου κασίδη το κεφάλι κι όποιον πάρει ο χάρος. Μέσω της ρίψης του κοτσιλόσημου, δηλώνει την ύπαρξη του. Παραφράζοντας τον Καρτέσιο, το πουλί είναι σα να λέει: «χέζω άρα υπάρχω». Ο ιπτάμενος κωλανδός δεν κάνει διακρίσεις, ούτε είναι δύσκολος στις επιλογές του αναφορικά με τη ρίψη του αυτοσχέδιου οικοσήμου. Ο ιπτάμενος φίλος χαλαρώνει και αρχίζει να υπογράφει αυτόγραφα στο κεφάλι, στο μηχανάκι (οϊμέ), στο αυτοκίνητο, στο παγκάκι, οπουδήποτε. Τα βομβαρδιστικά βομβαρδίζουν ανηλεώς χωρίς τελεσίγραφα και διαμεσολαβητές.

Τα κοτσιλοβομβαρδιστικά αποκαλούνται επίσης και spitfire (εκ των βρετανικών καταδιωκτικών αεροσκαφών που έδρασαν στο β' παγκόσμιο πόλεμο). Επειδή πολλές φορές ο αποστολέας του κοτσιλόσημου δε διακρίνεται κατά τη ρίψη της κοτσιλοβομβίδας, αποκαλείται ως: στελθ (αόρατος, εκ της τεχνολογίας των μη ορατών πολεμικών αεροσκαφών).

Ο ιπτάμενος φίλος δε χρειάζεται να εμπνευστεί για να δημιουργήσει ούτε τα αυτοσχέδια κονσέρτα του, που τα δίνει σε καλλιτεχνικές γωνιές, στις φυλλωσιές των δέντρων, αλλά ούτε και τα κοτσιλόσημά του που τα μοιράζει απλόχερα. Δημιουργία το να υπογράφει αυτόγραφα του κώλου; Βεβαίως. Μια μορφή δημιουργίας είναι.

Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του κοτσιλόσημου, κατά ISO 9001 καθορίζονται από: το μέγεθος της κωλοτρυπίδας του πτηνού, την πυκνότητά του, την οσμή του, την κατάσταση της υγείας του (μπορεί να 'ναι γριπιασμένο), το σχήμα του, την ώρα παραγωγής του (άλλο πράγμα είναι να 'ναι φρεσκότατο, άρτι αφιχθέν από το φούρνο του, κι άλλο είναι να είναι ξερό και ληγμένο), το ύψος πτήσης, τους ανέμους που πνέουν στην περιοχή.

Το κοτσιλόσημο λειτουργεί ως ρουτινοσπάστης, γιατί ανατρέπει τη στάσιμη ροή των πραγμάτων. Πας για παράδειγμα να αράξεις το αμάξι σου, που το έχεις πλύνει πριν λίγο, κάτω από ένα δέντρο και το πρωί δε βρίσκεις αμάξι. Βόθρο βρίσκεις. Η κοτσιλιά έχει οξύ που οξειδώνει την επιφάνεια και αφήνει στάμπα και μετά πρέπει να βάψεις τον ουρανό, εξαιτίας της φωνής απ' τον ουρανό.

Άλλες φορές πάλι η φάση λειτουργεί ως υποστηρικτικό εργαλείο στο νόμο του Μέρφυ, κάνοντας μια κακή μέρα χειρότερη.

Άλλες φορές πάλι λειτουργεί ως εξισορροπητικός παράγοντας, όταν η τύχη μάς ευνοεί ατέλειωτα. Για παράδειγμα, πάμε και θαυμάζουμε ένα ωραίο τοπίο μαζί με το ταίρι μας, βλέπουμε τον ήλιο να βουτάει στο πέλαγο την ώρα του δειλινού θαυμάζοντας τα μοναδικά χρώματα της πλάσης, κι εκεί που ετοιμαζόμαστε για ζαχαρώματα, έρχεται το κοτσιλοβομβαρδιστικό και πετάει την πινελιά στον πίνακα. Και, ω του θαύματος, αυτή η μικρή πινελιά έρχεται να επιτελέσει ραγδαία αλλαγή στο σκηνικό. Ενώ πριν 1 δευτερόλεπτο είχαμε εικόνες παραδείσου, σε 1 sec, έχουμε σκηνές από την εκδίωξη των πρωτοπλάστων απ' τον παράδεισο, διά της ακούσιας παρεμβάσεως ενός τσιτσιφρίγκου.

Άλλο σκηνικό: Σκέπτεσαι να πας με το νέο αμόρε σου για ένα τρυφερό τετ α τετ, σε ένα υπαίθριο εστιατόριο και να κάτσεις σε ένα κατάμεστο εστιατόριο κάτω από το μοναδικό τραπεζάκι που βρίσκεται κάτω από ένα δέντρο, με πυκνές φυλλωσιές και παχιά σκιά. Και θεωρείς πως οι άλλοι είναι ηλίθιοι που δεν το προτίμησαν. Και ενώ αυτοσυγχαίρεις τον εαυτό σου, σε λίγο αρχίζει να βρέχει μέσα από το sky firewall (τείχος προστασίας από τον ουρανό), όταν ένα σμήνος πουλιών με ελάχιστη διαφορά φάσης το ένα από το άλλο αρχίζουν να βομβαρδίζουν κατά ριπάς το τραπέζι σου όπως οι Αμερικάνοι τη Σερβία. Και βομβαρδίζουν ανεξαιρέτως: κεφάλια, φαγητά, το φως των κεριών, το καινούριο μοντελάκι που αγόρασες από το Κολωνάκι για να κάνεις εντύπωση. Τα βομβαρδιστικά βομβαρδίζουν τα πάντα. Κι εσύ σηκώνεις τη χαρτοπετσέτα ως λευκή σημαία. Αλλά αυτά δεν ξέρουν από διεθνείς συνθήκες. Σε κλάσματα δευτερολέπτου απομυθοποιούνται τα πάντα. Και ρομαντικά σκηνικά και μοντελάκια. Τα πάντα. Τα κοτσιλοβομβαρδιστικά παίζουν με live σενάριο, χωρίς πρόβες και δοκιμές, χωρίς μοντάζ, χωρίς κομμένα πλάνα και σου φτιάχνουν μια ταινία που θα τη ζήλευε κι ο καλύτερος σκηνοθέτης.

Κάποιοι μαζόχες πάλι γουστάρουν να βασανίζονται και κάποιοι θεωρούν τον εαυτό τους γκαντέμη επειδή δεν πέρασαν το βάπτισμα του κοτσιλοχεστικού πυρός.

Κάποιοι άλλοι πάλι λένε: Γούρι... γούρι, και πάνε να παίξουν προπά και λόττο. (Τι κακό κι αυτό να θεωρεί κάποιος κάτι κακό σα γούρι).

Λένε πάλι κάποιοι: αν δεις σκατά στον ύπνο σου, λεφτά θα πάρεις. Το θέμα είναι τι γίνεται αν φας κουτσουλιά στον ξύπνιο σου;

Κάποιοι λένε πάλι, με κοτσίλισε πουλί, ε... σημάδι ήταν πως σήμερα το βράδυ το πουλί μας θα εκπυρσοκροτήσει.

Πολλοί επίσης αντί να κοιτούν την ουσία, το προσεγγίζουν το θέμα φιλολογικά, λέγοντας πως η λέξη κοτσιλιά φανερώνει εκλεπτυσμένη δημιουργία, ενώ η λέξη κουτσουλιά βλαχιά.

-Που λες περνούσα ατάρχα και δεν είχα προσέξει ότι στα σύρματα της ΔΕΗ, την είχε αράξει ένα εκτελεστικό απόσπασμα από περιστέρια. Πριν προλάβω να κάνω κίχ άρχισε τις βολές κατά ρυπάς και μ΄έκανε αγνώριστο.
-Σε βλέπω δόλιε.Το κοστούμι σου έγινε πουά απ' τα κοτσιλόσημα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό δοχείο που έβαζαν στα παλιά χρόνια κάτω απ' το κρεβάτι για να αντιμετωπίζουν τις ακάλεστες, αιφνίδιες επισκέψεις της νυχτερινής ενούρησης (κυρίως αυτής, γιατί άμα τους ερχόταν να κάνουν το χοντρό τους βραδιάτικα, τότε ίσχυε το «χέσε μέσα» με όλη του τη σημασία).

Αναγκαίο σκεύος υγιεινής τότε που τα σπίτια δεν διέθεταν καμπινέδες. Ευτυχώς οι απολίτιστοι αυτοί καιροί παρήλθαν ανεπιστρεπτί, έπειτα από δικαιωμένους κοινωνικοπολιτικούς αγώνες, λάβαρο και ένδοξο σύμβολο των οποίων υπήρξε ο μπιντές, κι έτσι σήμερα εμείς οι πολιτισμένοι απολαμβάνουμε καμπινέδες με ιλουστρασιόν πλακάκια, επώνυμα είδη υγιεινής, τζακούζι, χαμάμ και τα λοιπά απαραίτητα είδη κάθε αξιοπρεπούς σπα.

Η χρήση του καθικιού έχει περιοριστεί πλέον στα νήπια που βρίσκονται στο μεταβατικό στάδιο από την πάνα προς στη λεκάνη της τουαλέτας και ως τέτοιο αποκαλείται σαχλά και δήθεν ευγενικά «γιο-γιο».

Και τα παλιά χρόνια όμως για λόγους ευπρέπειας, το καθίκι λεγόταν «δοχείο νυκτός». Ευπρέπεια ωστόσο που δεν εμπόδισε τη μεταφορική χρήση της λέξης ως βρισιά. Τόσο κλασική και διαδεδομένη πια που δεν αποτελεί καν αργκό, αλλά δεν παύει, ακόμη και σήμερα, κάτω από ειδικές περιστάσεις να είναι ιδιαιτέρως προσβλητική. Σε υπερθετικό βαθμό, ο βρωμιάρης / -α στους τρόπους και κυρίως στο ήθος αποκαλείται και καθίκι «άπλυτο» ή «λερωμένο».

Άλλη χρήση της λέξης γίνεται, ως παρομοίωση, για τα δεικτικού σχήματος καπέλα και γενικά υπερβολικά αξεσουάρ που κοσμούν το κεφάλι και κάνουν τον φέροντα να παρουσιάζει ένα γελοίο θέαμα. Κατά προέκταση, καθίκια λέμε τα πάσης φύσεως κέρατα (ιδίως τα μεγαλόσχημα που είναι κατασκευασμένα από πολύτιμα μέταλλα και κοτρώνες) που φοράει το παπαδαριό στο κεφάλι, όπως καλυμμαύκια, μήτρες, τιάρες κ.λπ.

Μία ακόμη και σχετικά πιο πρόσφατη χρήση της λέξης γίνεται με χαϊδευτικό ύφος όταν πειράζουμε αθώα κάποιον -και χωρίς προφανή λόγο («είσαι ένα καθίκι εσύ!» π.χ. προς ένα χαριτωμένο παιδάκι), αλλά συνήθως σε περιπτώσεις που ο άκακος μπαγαμπόντης προδίδεται για κάτι ασήμαντο και αστείο συνήθως (βλ. παράδειγμα 4).

Γράφεται και καθήκι, προέρχεται από το κάθημαι ή το καθίζω και συνώνυμό του είναι το αγγειό (μάλλον γιατί αρχικά κατασκευαζόταν από πηλό, ενώ η ίδια λέξη, αγγειό ή 'γγειό, μάλλον περιγράφει και άλλα κεραμικά οικιακά σκεύη). Με τη μεταφορική έννοια, της βρισιάς, σχηματίζεται το αρσενικό ο «καθήκης» αλλά και το λιγότερο συνηθισμένο θηλυκό η «καθηκού».

1 – κυριολεκτικά:
Αγλαΐα, το καθίκι! χέζεται το πιτσιρίκι!

2 – μεταφορικά:
- Αυτοί οι Παπαδοπουτσοπουλέοι είναι σαν την «εταιρεία δολοφόνων» ένα πράμα, το 'χουν πάρει γραμμή να γιατροπορεύουν γερόντια και καλά, αλλά στην ουσία τα ξεπουπουλιάζουν...
- Γνωστό κωλόσογο απ' τα παλιά, από πάππο προς πάππο όλοι τους καθίκια άπλυτα! Απ' όπου και να τους πιάσεις λερώνεσαι!

3 – μεταφορικά (για καπέλο):
- Τι, έτσι θα 'ρθεις στη θάλασσα; μ' αυτό το καθίκι στο κεφάλι; Ρεζίλι θα γίνουμε!
- Καλά εσύ κάτσε παραπέρα και κάνε ότι δεν με ξέρεις!

4 – πειραχτικά-χαιδευτικά:
- Είδες χτες Μαμαλάκη;
- Πφφφ… αμάν με το Μαμαλάκη κι εσύ πια. - Βρε είχε ένα κατσικάκι στη γάστρα άλλο πράμα σου λέω, μου τρέχανε τα σάλια!
- Αρνάκι ήταν!
- Α ώστε τό 'δες κι εσύ, καθίκι, ε καθίκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έντονη μυρωδιά.

- Πήγα και κάθισα στη θύρα των φανατικών, ξέρεις εκεί με τα χουλιγκάνια που βγάζουν τις μπλούζες τους.
- Έλα ρε και πως ήταν;
- Σε 5 έφυγα, πέθανα από τη ντούχνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο από καιρό πεθαμένος, αυτός που κοιτάζει τα ραδίκια ανάποδα, που έχει λιώσει για τα καλά κι έχει γίνει λίπασμα, αηδία σκέτη ένα πράμα, αλλά τι να κάνω, να μην το πω;

(καλοκαιρινό ντοκουμέντο)
Βλέπει ο μπάρμπας στο χωριό κάποιους συχωριανούς σε παλιές φωτογραφίες και λέει:
- Ω ρε γαμώτα, κοπριά γινήκαν ούλοι...
Και κουνάει το κεφάλι του και την άλλη στιγμή το έχει ήδη ξεχάσει γιατί αυτός ακόμα είναι ζωντανός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκατά σε συνδυασμό με χώματα.

- Τί νέα;;;;;;;;
- Άσε φίλε... Το πρωί πάτησα κάτι χωμόσκατα με το ποδήλατο.

Δες και νάρκες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φράση που λέγεται με διάφορες παραλλαγές προειδοποιητικά και αφορά κυρίως τους διαφόρων ειδών λεβεντομαλάκες, όσους δλδ. έχουν αρχίσει από καιρό να ξεφτιλίζονται, να χάνουν τη μπάλα, ή που τις λαμογιές τους τους έχουν πάρει χαμπάρι και οι πέτρες, αυτοί ωστόσο, διατηρούν τη λεβεντιά τους και προχωρούν ακάθεκτοι, κάνοντας το λεβέντη. Πράγματι, η λεβεντιά είναι μεθυστική. Όταν κάποιος, ωστόσο, είναι τόσο λεβέντης και τόσο στον κόσμο του, η κατακραυγή μπορεί όντως να πάρει διαστάσεις βροχής από ροχάλες, και η ανταμοιβή του καλλιτέχνη να έρθει σε τάλιρα.

  1. Σύντροφοι δεν βρέχει. Μας φτύνουν!
    (από πασοκτζήδικο blog, πριν την ανάκαμψη)

  2. Ένα θεμελιώδες ερώτημα που οφείλει να θέτει κάθε δημοσιογράφος που σέβεται τον εαυτό είναι το «βρέχει ή μας φτύνουν;».
    Από δημοσιογραφικό blog

(από xalikoutis, 09/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified