Selected tags

Further tags

Η φράση αυτή θα μπορούσε να χρησιμοποιείται μεταφορικά, όπως και η πασίγνωστη παροιμία «κάλλιο πέντε και στο χέρι παρά δέκα και καρτέρι». Στην πραγματικότητα όμως αποτελεί παρηγορία για «ειδικές» καταστάσεις.

Ο λόγος για τις οπισθοδρομικές, στενόμυαλες χαζομούνες που δεν ανοίγουν την πίσω πόρτα προς ευχαρίστηση των ιδίων και των συντρόφων τους. (Τα περιστατικά μπορεί να είναι μεμονωμένα αλλά ουκ παραβλέψιμα).

Τα αίτια του φαινομένου αυτού είναι κυρίως δυο:

1) Ο φόβος για το άγνωστο. Όταν ερχόμαστε αντιμέτωποι με μία εμπειρία πρωτόγνωρη, η οποία δεν μας έχει ξανά συμβεί στην ζωή μας, ούτε την έχουμε αναγνωρίσει κάπου αλλού, τότε η λογική μας είναι αδύναμη. Η λογική λειτουργεί με δεδομένα, και όταν αυτά απουσιάζουν, τα ένστικτα παίρνουν τα ηνία.

2) Η ανεπιτυχής εκκένωση και καθαρισμός του πρωκτού. (Το γράφω κόσμια σε περίπτωση που τρώτε όταν διαβάζετε). Στόχος είναι η αποφυγή της υπέρτατης ταπείνωσης όταν το ματζαφλάρι βγει με επικάλυψη «σοκολάτας».

- Εεεπ Μήτσο, πώς τα πάς, όλα καλά; Έμαθα ότι βρήκες νέτο...
- Άσε που να στα λέω θεά είναι. Και που στο κρεβάτι... σκέτη θύελλα. Το μόνο που με χαλάει είναι ότι δεν αφήνει το «απο πίσω».
- Χαλάλι ρε Μητσάρα. Κάλλιο μούνος και στο χέρι παρά κώλος και καρτέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ιαπωνική τέχνη, κατά την οποία η γυναίκα παίρνει το γεύμα της με λίγο σπέρμα ή το πίνει σαν το γαλατάκι.

Αυτό το μωρό εκεί πέρα, θέλει ένα γκοκούν να στρώσει!

Got a better definition? Add it!

Published

Ατάκα από τα 80ς που συνοδευέται από κίνηση, που έλεγε όποιος αμολούσε μία βροντερή πορδή, την ώρα που περπατούσε η παρέα.

Τρία άτομα περπατούν παράλληλα μιλώντας. Ξαφνικά ένας από την παρέα κάνει μερικά γρήγορα βήματα μπροστά και τους περνάει... Όταν τον ρωτάνε τι τρέχει; απαντά

- Η κλανιά μου δίνει ώθηση.

Σημείωση: Η κλανιά μπορούσε να ακουστεί και να μυριστεί νωρίτερα...

Η κλανιά μου δίνει ώθηση .... για ακόμα περισσότερες (από kondr, 30/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι λέξεις είναι οχήματα εικόνων. Μεταφορικώς, η κουράς πήρε το tube (κωλάντερο) για να βγει στην παραλιακή, πλην όμως, ένεκα στομαχικών διαταραχών, κατέληξε, αντί του πυθμένος, περιπατούσα εις την επιφάνειαν των υδάτων, χωρίς υποχρεωτικώς να ομιλούμεν διά την Νεκράν θάλασσαν, που γινόσαντε παλιά, τέτοια θάματα... Δηλαδή, πρόκειται περί τσίρλας, ουχί όμως υπό την μορφήν μίλκου, εκτοξευομένου κατά την μέθοδον της σερπαντίνας, αλλά για αφράτο μόρφωμα, που προσιδιάζει μάλλον εις την βιοχλαπάτσαν, χρώματος μουστάρδας ντιζόν ή μερέντας.

Προέρχεται ευλόγως εκ του: κουράς (-δος) + πελτέ(ς) (= πηχτή ντομάτα σάλτσα μετά ή άνευ κομματακίων).

Ποιος βρωμύλος ξέχασε να τραβήξει το καζανάκι; Έχει αφήσει έναν κουραδοπελτέ και ζέχνει όλο το σπίτι. Ουστ γιούφτοι !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μαξιλαράκι-τρυκ που αναπαράγει τον ήχο της πορδής, μόλις εφαρμοσθεί πίεση σ' αυτό.

Η μέθοδος ρομπο-ποίησης των υποψηφίων θυμάτων είναι απλή: Αρκεί δηλαδή να καθίσει πάνω σ' αυτό, κάποιος σοβαρός και εύθικτος κατά τα λοιπά τύπος, στον οποίον αποσκοπείται να προκληθεί αίσθημα αμηχανίας και σειρά (κενών) εξηγήσεων και δικαιολογιών, υπό τα χάχανα των παρισταμένων. Το μαξιλαράκι στενάζει κάτω απ' τα καπούλια του θύματος, που στριφογυρίζει με αγωνία και αιδώ, ενώ τα ακαριαία σφυρίγματα, πλήττουν θανάσιμα το κύρος του θύματος .

Δεν είναι αποτελεσματικό με τους κατά πεποίθηση κλανιάρηδες, οι οποίοι ουδέποτε ερυθριούν, παρά θριαμβολογούν όταν πέρδονται. Άλλωστε το λέει η φράση: «Τον κλανιάρη κι αν μαλώνεις, μες στα γέλια τον λιγώνεις»

Βέβαια, μόνον με την δικιά του πορδή ο καθείς αισθάνεται οικεία. Φυσικά, οι ξένες του βρωμάνε, κατά το: «Καθένας την κλανιά του την έχει μοσχοσάπουνο».

Προχτές, βάλανε κάτι τσογλάνια κλανομαξίλαρο στη θέση του καθηγητή ! Όταν έκατσε και ξεκίνησε παράδοση για την κλασσική εποχή έγινε το έλα να δεις !

Αγγλιστί: whoopee cushion

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμούσα, το μικρό αυτό σκαθαρέ και πλακέ λαχανί έντομο που πετά απότομα και χτυπιέται σαν τρελό στους τοίχους και τα παραθύρια, το οποίο δεν πρέπει να σκοτώνουμε αλλά απλώς να απομακρύνουμε (δεν τσιμπάει), γιατί αλλιώς βρωμάει τρελά, εξού και η λέξη βρωμούσα. Τώρα γιατί λέγεται και κλασοπαπαδιά, δεν το γνωρίζω... Μάλλον μια κλανιάρα παπαδιά είναι ό,τι χειρότερο και πιο σιχαμερό μπορεί να μας έβρει και θυμίζει τη μυρωδιά της σκοτωμένης βρωμούσας...

- ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!
- Αμάν ρε Φωφώ, μην κάνεις πια έτσι με κάθε τι που πετάει! Κλασοπαπαδιά είναι, να, πάει, την έβγαλα έξω, εντάξει είμαστε τώρα;

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ρυπαρή δημόσια πισίνα ή παραλία. Εκ του γνωστού ιερού ποταμού των Ινδών, όπου μαζί με τους λουομένους επιπλέουν κατανυκτικώς, πτώματα ζώων, τοξικά λύματα, κουράδες κτλ υπό τα γαλήνια βλέμματα των πιστών.

Οι πάλαι ποτέ πανέμορφες ελληνικές παραλίες, όλο και γαγγοφέρνουν η μια μετά την άλλη απ' τη μπίχλα, το σκουπίδι και το απόβλητο, επαληθεύοντας τις θεωρίες των ιστορικών, περί ινδοευρωπαϊκής προελεύσεως των Ελλήνων, τουλάχιστον κατά το ήμισυ.

Συνώνυμα: χαβούζα, βούρκος, σκατόλακκος κτλ.

- Πάμε για μπάνιο στον Άλιμο ;
- Πού ρε, στον Γάγγη; Ξέχασέ το φίλε! Τώρα τελείωσα τη θεραπεία για μυκητίαση που κόλλησα πέρυσι ...

(από patsis, 06/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστικόν σχόλιον συνήθως συν-αφοδεύοντος / ουρούντος προς ουρούντα εις δημοσίους αποπάτους.

Εφιστεί την προσοχήν (!) εις τον ουρούντα, ώστε, τινάσσων την κοκκώναν του προς αποστράγγισιν, να μην υποπέσει εις το αμάρτημα του αυνανισμού, με το οποίον ισοδυναμεί το ύποπτον τρεμοπαίξιμό της, πλέον των τριών φορών.

Εν πάσει περιπτώσει, η τελευταία ρανίς, θα μείνει οπωσδήποτε εις το εσώβρακον...

-Πάω για κατούρημα.
-Μην αργήσεις! Πάνω απο τρία τινάγματα είναι μαλακία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραστατική έκφρασις, που υποδηλώνει άοκνον προσπαθείαν επιτεύξεως δυσχερούς τινός στόχου.

Συχνάκις, ο ζοριζόμενος, προκειμένου να φέρει εις πέρας την αποστολήν του, υπερβάλλει τας εαυτού δυνάμεις και πέρδεται. Ανθίσταται δηλαδή ο οργανισμός και προειδοποιεί με ηχητικόν (και όχι μόνον) σήμα τον ζοριζόμενον, οτι έχει εξαντλήσει τα όριά του και οτι εις περίπτωσιν αγνοήσεώς του, ελλοχεύει η κουράς.

Εξ ' άλλου, ο μεταφορικώς ζοριζόμενος/ζόρικος σφίχτης, αντιμετωπίζεται με την έκφρασιν «σιγά, θα χεστείς !» μετά χαχανητών.

Συνώνυμον: Μου' χει φύγει/βγεί - το σκατό/ο Χριστός/η Παναγία/η ψυχή κ.τ.λ.

-Πώς τρέχεις έτσι ρε; Κάνε κι ένα διάλειμμα !
-Άσε, λείπουνε διακοπές οι συνεταίροι μου και μου' χει φύγει το κλανίδι στη δουλειά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά Παπαζέκα, ζόχα είναι η δυσάρεστη οσμή που επέρχεται από τα βρασμένα λάχανα, τα ζόχια.

Ρε μαλάκα, τι βρωμάει έτσι;
– Είναι τα λάχανα που βράζει η μάνα μου στην κουζίνα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified