Further tags

Ο τύπος που είναι χύμα, που κάνει, λέει και φέρεται όπως του 'ρχεται.

Τις πιο πολλές φορές είναι εύθυμος και πολύ κοινωνικός: η ψυχή της παρέας. Κάνει τους άλλους να ξεκαρδίζονται στα γέλια με την ελαφρότητα, την πετριά, την ωραία τρέλα του που σκοπίμως αψηφά τις κοινωνικές συμβάσεις. Άλλες φορές μπορεί να χρησιμοποιείται και με αρνητική διάθεση για κάποιον που είναι ανοργάνωτος, δεν μπορεί να βάλει τάξη στη ζωή του, να βάλει σε τάξη τη ζωή του και είναι φελλός στον αφρό κι όσα παίρνει ο άνεμος. Ή πρόκειται για το ίδιο άτομο από δύο διαφορετικούς παρατηρητές που το περιγράφουν, ή και για δύο διαφορετικά άτομα.

Συνώνυμο: ο μποέμ.

- Πρέπει να βγεις οπωσδήποτε μαζί μας το βράδυ... Θα είναι κι ο Πάκης μαζί. Καλά τί να σου πω... Ο τύπος, εντάξει, είναι φοβερός! Θα πάθεις την πλάκα σου μαζί του!
- Είναι χαβαλές, κι έτσι;
- Τί χαβαλές... Τί πλάκες, τί κουβέντες, τί πειράγματα... Μες στην τρελή χαρά μονίμως! Χυμαδιό τελείως!

- Τί χάλια είναι αυτά; Οι κάλτσες στο γραφείο σου, η τσάντα σου στο ξύλο της κουρτίνας, τα ρούχα σου πεταμένα εδώ και κεί, χώρια τη σκόνη... Πώς είναι έτσι το δωμάτιό σου; Δε σ' αντέχω άλλο... Είσαι χυμαδιό εντελώς! Έλεος!
- Αυτό μ' εκφράζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο Νίκος Φίλης, ο νυν υπουργός της παιδείας (;) μας. (βλ. κατελισμός)


Βλ. εδώ κι εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υβριστικό φολκλοροεπίθημα που δακτυλοδεικτεί τις δυσμενείς συνθήκες υπό της οποίες κάποιος "πιάστηκε" - δηλαδή έγινε η σύλληψή του - και τις υποτιθέμενες δυσάρεστες ιδιότητες που συνεπάγονται.

Το σάη ήδη καλύπτει τα:

Προσθέτουμε και μερικά ακόμα, σίγουρα υπάρχουν κι άλλα:

  • Διαβολόπιασμα, διαολόπιασμα: παιδί προερχόμενο από κακούς γονείς, με αποτέλεσμα το ίδιο να είναι δύστροπο και κακιασμένο.

- Ποιος άλλος θα την έκανε την ζημιά από το διαβολόπιασμα του Κωνσταντή... (Δημήτρης Τσαφαράς, Λαγκαδινό Λεξικό, Εκδ. Μέθεξις, Θεσσαλονίκη, 2013, σ. 52).

- Άκουσα και το «παλαιάς κοπής» "κερατοπιάσματα"... (εδώ)

- Σήμερα Νικόλα, σου την έφερε ο ταβερνιάρης και αλήτης και πουτανόπιασμα με τον όνομα Μπέος. Εσύ και ο άλλος με τα πούρα, ο Ανδρέας. (εδώ)

- εσένα καραγκιόζη ο νταλάρας ούτε να χέσει δεν καταδέχεται ... σκατόπιασμα έπιασες και τον νταλάρα στο στόμα σ (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μεγαγλοιώδης τύπος, ο σάλιαγκας, ο σαλιαμάγκουρας, ο λαδοπόντικας.

Η λιγδοπρέπεια του λίγδα είναι πρωτίστως μεταφορική: οι τσιφούτες γερολαδάδες, οι άπληστοι και διψασμένοι γιά γρηγορόσημο προσοδοθήρες (εφοριακοί, ιατροί, πολεοδόμοι, κλπ), οι μουμουέδες δημοσιοκάφροι που κυνικά παραδέχονται ότι έχουν (στην καλύτερη περίπτωση) σκοτώσει την μάνα τους, οι διάφοροι άρχοντες και -πατέρες της πολιτικής, του παρακράτους, της εκκλησίας, και ταλιμπάν.

- Στο πλαίσιο των κύριων δραστηριοτήτων του, όταν δηλαδή δεν διαφημίζει τη Χρυσή Αυγή, ο Θέμος (ο γλίτσας) Αναστασιάδης εντοπίζεται ενίοτε να πρωταγωνιστεί σε μεταμεσονύκτιες τηλεοπτικές συνεντεύξεις με βιζιτούδες πολυτελείας σε ρόλους που θα ζήλευαν ακόμα και οι κανονικοί νταβατζήδες κι άλλοτε σε ρόλους βιντεοκομιστή προς και από τα Μέγαρα Μαξίμου.(Ν. Μπογιόπουλος, εδώ)

- Αν ήμουν απατεώνας… λαμόγιο και γλίτσας… και δεν θα ήθελα να με ξέρουν μένοντας στο πασοκ, θα έφευγα και θα κρυβόμουν στο συριζα, και θα συνέχιζα να ερωτεύομαι με το πασοκ... (εκεί)

- Είναι δίκαιη η κριτική που ασκείται στη γενιά του Πολυτεχνείου; Είναι εντελώς άδικη αλλά και ύποπτη αυτή η κριτική. Γίνεται κυρίως από αυτούς που απέχουν από τους αγώνες. Κάτι περίεργους τύπους, γλύφτες της εξουσίας, γλίτσες, πελατάκια, τσόλια. (Γρηγόρης Ψαριανός, παραπέρα)

Δευτερευόντως, γλίτσες αποκαλούνται και όσοι τυροβρωμίκουλες που είναι εκ πεποιθήσεως τσακωμένοι με τα σαπούνια, ή οι εργαζόμενοι σε γλιτσογόνα επαγγέλματα (πχ ψήστες, μηχανικοί αυτοκινήτων, κ.ά.).

- Ρε λίγδα κάποιος πρέπει να σου μιλήσει για το Ρεξόνα...

- Ο γλίτσας ο Τέλης κάνει τα πιο βρώμικα μπριζολάκια!
- Μιαμ.

Εκ της γλίτσας (και ουχί της γκλίτσας).

Αγγλιστί: slimeball.

Βλ. επίσης: γλίτσας λέρας, γλίτσης, γλίτζουρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει καρακατακατάντια, ναδίρ. Η κατάντια στην Κρήτη λέγεται έτσι κι αλλιώς και κατήντια ή και κατηντία, μάλλον υπό την επίδραση του αορίστου, (ε)κατήντησα (στην κρητική διάλεκτο σπανίως (ε)κατάντησα). Φτάνουμε στην φουλ έξτρα επαυξημένη κι ενισχυμένη εκδοχή κατηντίαση, εικοτολογώ λόγω κάποιου σλανγιωτατισμού και παρεπίδρασης από την ακουγόμενη, αλλά και κάπως μυστηριώδη ασθένεια καντιντίαση - προσοχή, ίου φωτογραφίες -> candidiasis. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, δηλαδή, ήταν ακόμη πιο εύκολο να κοτσαριστεί στην κατάντια η κατάληξη -ίαση, που κάνει την ηθικοκοινωνική κατάπτωση να ακούγεται σαν καλοπεριγεγραμμένη όσο και δυσίατη κλινική οντόντηντα.

Ίντά' ναι μωρέ η κατηντίασή σου! Με το σώβρακο πήγες στο περίπτερο;;!! όφου-όφου να κουζουλαθώ θέλει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός,-η,-ό που παραπέμπει σε τρολ, όπως το ορίζουν τα σκανδιναβικά ήθη κι έθιμα. Αναφέρεται σε άτομο αντίστοιχων ιδιοτήτων, με αντίστοιχη έκφραση στο πρόσωπο, δηλωτικής του άι κιου του πράγμα που συμπεραίνεται από τα λεγόμενα και τα πεπραγμένα του. Η σύγχρονη μόδα απαιτεί μια παρέα να έχει οπωσδήποτε ένα τρολίκι σε ρόλο γελωτοποιού για να σπάνε οι άλλοι πλάκα με τα καμώματα και τα φερσίματά του(Παρ.2). Κάποιες φορές όμως ο συνωστισμός τους είναι ενοχλητικός, όταν τρολίκια =/> (ίσα ή μεγαλύτερα) άτομα παρέας(Παρ.1). Εξαρτάται το αν είναι ευπρόσδεκτα ή όχι αναλόγως των επικοινωνιακών περιστάσεων. Αυτοί συνίσταται να είναι παρόντες για πλάκα. Σε σοβαρά μητινγκ μπορούν να σε ξεφτιλίσουν. Ο αριθμός συσσώρευσής τους παίζει σημαντικό ρόλο ως προς το ζητούμενο παραγόμενο αποτέλεσμα. Η σημασιολογική χροιά της λέξης κυμαίνεται από βρισιά έως αστειότητα. Συνώνυμα: μόγκολα, πίκπα.


1.- Θά' ρθεις σήμερα σινεμά; Θά'ναι η Καίτη, ο Βρούτος, ο Μπομπ ο Σφουγγαράκης και ο Πάτρικ... Είσαι;
- Άσε με μωρέ, που θα βγω με τα τρολίκια...
2.- Πω, ρε ο Στέφανος δεν παίζεται... Να τον πάρεις στο γάμο σου να σου πει και του χρόνου!
- Έλα ρε, φέρ'τονα σήμερα το παλιοτρολίκι να γελάσουμε... Θα κόψουμε φλέβα απόψε με τους ψευτοκουλτουριάρηδες που φαγώθηκες να βγούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι υποκοριστικό του γύφτος αλλά και το ανήλικο γυφτάκι.

Σημείωση: Με μπολντ κάποια συνώνυμα του "γύφτου".

Να λέμε εφεξής «χασαπόγυφτους» τους αιρετούς που αντιδρούν στην εγκατάστασή τους, «γιούφτους» αυτούς που τους στερούν την κοινωνική βοήθεια, «τσιγκενέ μαχαλάδες» τα αυθαίρετα που έχουν ρεύμα, νερό και λεονταράκι στην πόρτα των λευκών, αμώμων νεοελλήνων, και μπορείτε να διαλέξετε τίτλους και απονομές για τα ονόματα «αθίγγανος», «αράπης», «γυφτσέλι», «γύφτουλας» και τα λοιπά, που πλέον πρέπει να κοσμούν τις δικές μας συμπεριφορές, την αδιαφορία και τη γαϊδουριά.
Πηγή εδώ

  1. Μήπως, συμπατριώτες μου, Αθηναίοι του κέντρου, αρχίσατε να καταλαβαίνετε λίγο περισσότερο τους γύφτους, που όταν ένα γυφτσέλι σκοτώνεται στην άσφαλτο μαζεύονται οργισμένοι και κάνουν θερινά τα σύνορα των συνοικιών τους; Ή δε χαμπερίζετε και τρέχετε σύμφωνα με τη μόδα και τους δήθεν ελληναράδες και τα ρίχνετε στους μαύρους και στους εξωτικούς που φταίνε για τη βίαιη εγκατάλειψή σας; (εδώ)

  2. Μύριες φορές μιλώ και γράφω για γυφτσέλια, αράπηδες , φιλελέδες και εναλλάδες, διατεινόμενος πως υπερασπίζομαι την ιερή ασωτεία του Λόγου. (εδώ)

  3. Η ράπ γενικά είναι πολυ περισσότερο κατανοητή στην Αμπχαζία, στα γυφτσέλια των Βαλκανίων, στους πορτογαλόφωνους γενικώς, σε τούρκους, μογγόλους (πολύ δυνατοί!) και σε ένα σωρό εξωτικούς. (εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες πατσαβουρέξ:

Εκ της πατσαβούρας, στον υπερθετικό βαθμό χάρη στο υποτιμητικό γαμοσλανγκοτέτοιο -εξ.

1.
- γαμωω τηννν πουταναα σουυυ παλιο μαλακισμενηη την νικολετα μην την ξαναενοχλήσεις γτ θα σου γαμησω οτι εχεις και δεν εχεις παλιο πουτανι αντεεε πατσαβουρεξ μπαζοοο εισαιιι εσυ ξεκωλιάρα ψαντεεεε τωραα γτ θα ξεσπάσω σε σενα ολη μου την ψυχολογία!!! .!.‎

2.
- Αγόρασα λάδι 10-40 ημισυνθετικο μάρκας ΜPΜ, 5λιτρο, και ένα φίλτρο λαδιου Πατσαβουρέξ με σύνολο 21€ με ΦΠΑ. το λάδι κάνει 4€ το λίτρο.
- Τι μαρκα λεει το κουτι; Purflux μηπως;

Πατσαβούρα της Βέρμαχτ (από Khan, 16/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπερβολικα άσχημη και αποκρουστική γυναίκα.

Ακόμη αγάμητη είναι η σαπιομούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκωπτικό επιφώνημα αηδίας / ειρωνείας.

Διαφημιστικό μιμήδιο που έγινε βάιραλ σε χρόνο ντετέ λίγο προ των εκλογών του 2012. Συχνά απευθύνεται με μαζοχιστική διάθεση εις εαυτόν, ειδικά όταν κάποιος πρόκειται να σε πηδήξει (Τασούλα εν όψει χουφτώματος Κίτσου, Μπένυ ατενίζοντας προεκλογικά τον Τσίπρα, κλπ). Για να είναι πλήρως αποδοτικό, δέον να εκφέρεται μακρόσυρτα και βουκολικώ τω τρόπω.

Η ανάρτηξις του λήμμαν γίνεται με πάσα επιφύλαξη καθώς δεν γνωρίζουμε εάν θα αντέξει στον αδυσώπουτσο σλανγκικό χρόνο.

- Σε ερώτηση για το πώς σχολιάζει την έκφραση που χρησιμοποίησε ο κ. Τσίπρας από γνωστή διαφήμιση για τον ίδιο ότι «έχει ξεφύγει», ο κ. Βενιζέλος απάντησε: «θα χρησιμοποιήσω και εγώ μια έκφραση από την ίδια διαφήμιση. Τράτζικ»!
(Ποντίκι)

- «Τράτζικ» το δημοτικό συμβούλιο Βάρης - Βούλας - Βουλιαγμένης (εδώ)

- ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ… ΤΡΑΤΖΙΚ: Τρεις και ο κούκος στην ομιλία Βενιζέλου (εκεί)

- Solarium με αποτέλεσμα.....ΤΡΑΤΖΙΚ.....
(παραπέρα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified