Το μέσον, ο γνωστός ή ο γνωστός του γνωστού που συνήθως κάνει τα πράγματα να κυλήσουν στην Ελλάδα για να γίνει η δουλειά σου ή για να ωφεληθείς σε μια κατάσταση.

-Άστα ρε φίλε, πήρα μετάθεση στον Έβρο. -Καλά, δεν έχεις κανένα δόντι να σε φέρει Αθήνα να είσαι μες στο σπίτι σου;

Αν του κάτσεις, μετά τον έχεις δόντι. Δώσε βάση στο νοήμα. (από Galadriel, 07/03/09)

Βλ. και άκρη, βύσμα, κονέ, χαυλιόδοντας. Σχετικά: ρουσφέτι, bluetooth

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται αλλιώς και «άκρη»: η γνωριμία με κάποιο υψηλό πρόσωπο όπου θα κάνει κάτι ευνοϊκό (ρουσφέτι) για εσένα.

- Είχε βύσμα στον στρατό αυτός και τον έκαναν μετάθεση στην Αθήνα.

Αρκάς, Δουλειά δεν είχε ο διάβολος (από patsis, 20/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερβολικά δυνατό μέσον. Αυτό που διεισδύει παντού. Δεν υπάρχουν κωλύματα, εμπόδια και προϋποθέσεις για αυτό. Όταν κάποιο όνειρο φαντάζει αδύνατο, τότε οι ελπίδες πραγματοποίησης του επαφίενται στη χρήση χαυλιόδοντα.

- Μόλις τελειώσω το πανεπιστήμιο θα διοριστώ σε καλή θέση, σε όποιο υπουργείο θέλω.
- Τι γίνεται; Έχεις μεγάλη φαντασία ή διαθέτεις μεγάλο χαυλιόδοντα;

Σχετικά: δόντι, κονέ, bluetooth, βύσμα, ρουσφετοπωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αφιερωμένο στο νονό σύντεκνο Χαλικιούτη.

Η μάνα του λόχου είναι ο επιλοχίας του λόχου.

Θεωρείται μητέρα του λόχου, με την έννοια πως μεριμνά για τη διευθέτηση των θεμάτων που επηρεάζουν την εύρυθμη λειτουργία του λόχου (άδειες, υπηρεσίες, ποινές κλπ).

Η φράση έχει τη ρίζα της από παλιά αλλά έγινε ευρέως γνωστή από ένα επεισόδιο που είχε στο στρατό ο παλιός ηθοποιός Παντόπουλος. Λέγεται πως κάποτε μιμήθηκε τον αυστηρό λοχαγό τους (ο οποίος με το παραμικρό τους έκλεινε στο πειθαρχείο). Τον μιμήθηκε λέγοντας:

«Εγώ βρε γαϊδουρογουρουνοτόμαρα, σας τιμωρώ γιατί είμαι ο λοχαγός, ο πατέρας σας. Σας τιμωρώ γιατί δεν ακούτε με το πρώτο, τον επιλοχία, που σας φροντίζει σα μάνα!»

Μετά το σχετικό ντόρο, η φράση απέκτησε δημοσιότητα.
Για την ιστορία ο λοχαγός ονομαζόταν Κουρουβέλης κι ο επιλοχίας Κοντομίχαλος.

  1. Διάλογος φαντάρων
    - Πολύ αυστηρός ο λοχαγός ρε παιδί. Μας έχει γαμήσει το ταμ τιριρί.
    - Έλα ντε. Αντί να πηδάει εμάς πρέπει να πηδάει τον επιλοχία που στο κάτω κάτω της γραφής θεωρείται και μάνα του λόχου.

  2. Ο επιλοχίας του Λόχου, ή μάνα του Λόχου κατά μία άλλη έννοια είναι αυτός ο τύπος που κάθεται δίπλα στο Διοικητή την ώρα της αναφοράς και σημειώνει καμπάνες, αιτήσεις κτλ.
    Δες εδώ (αντικατάσταση ερωτηματικών)

  3. Ανάμεσα στους πρόθυμους που βγήκαν από την παράταξη ένα βήμα μπροστά, σύμφωνα με τη διαταγή του, ήταν και ο «Επιλοχίας». Δεν επρόκειτο, βέβαια, για πραγματικό επιλοχία, που θεωρείται μάνα του λόχου, αλλά για ένα φανταράκι που σίγουρα δεν τα 'χε ... τετρακόσια! Κοιμόταν και ξυπνούσε με τ' όνειρο να γίνει επιλοχίας, να βγάζει σκοπιές, να επιβλέπει το καζάνι του φαγητού, να δίνει άδειες και να βάζει σε τάξη το κάθε τι στο λόχο και να μείνει μόνιμος στο στρατό.
    Δες εδώ (αντικατάσταση ερωτηματικών)

Παντόπουλος (από GATZMAN, 30/11/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται ιδιαιτέρως εις την στρατιωτικήν ιδιοδιάλεκτον ίνα τονίσει τον φυγόπονο στρατιώτη όστις ωσάν σαύρα κρύπτεται εις μέρη απίθανα εντός του στρατοπέδου δια να γλιτώσει τυχόν αγγαρεία εκ των ανωτέρων του.

- Καραμήτρο;!! Που σαυρίζεις πάλι;;!

- Αυτός ο Καραμήτρος, τι καλός στρατιώτης που είναι. Καλή σαύρα είναι του λόγου του.

- Εδώ είσαι παλιοσαύρα;

- Αφήστε το σαύρισμα και πιάστε γρήγορα δουλειά στα μαγειρεία.

- Να πας να βρεις αυτή την σαύρα τον Καραμήτρο και να του πεις να τσακιστεί γρήγορα στο διοικητήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική αργκό, είναι ο Υπερθετικός για το βύσμα, δηλαδή ο φαντάρος (ή και μόνιμος) που έχει κάποιο «μέσο», κάποια «άκρη» και κάνει γι' αυτό καλύτερη θητεία, ή το ίδιο το μέσο. Ο όρος είναι σαφώς πιο δυνατός από το βύσμα. Σημαίνει είτε ότι το μέσο είναι πολύ δυνατό, λ.χ. κάποιος σημαντικός πολιτικός ή στα ανώτερα κλιμάκια των Ενόπλων Δυνάμεων, είτε ότι ο φαντάρος έχει πολλά διαφορετικά μέσα. Επίσης, μπορεί να λανθάνει σεξουαλικό υπονοούμενο, ότι δηλαδή ο φαντάρος έχει γίνει σουρωτήρι από τα πολλά βύσματα που έχει, τον παίρνει δίκην φις - πρίζας κ.τ.ό.

Πάσα: Mr Cadmus.

  1. Για καλή θητεία βρείτε μπάρμπα που έχει άκρες. Συνεπώς δεν θες μόνο βύσμα. Θες πολύμπριζο. (Εδώ).

  2. Γεια σας, για να γινει καποιος δοκιμος στις ειδικες δυναμεις και πιο συγκεκριμενα στα αλεξιπτωτα απ οτι καταλαβαινω ειναι αρκετα δυσκολο... Θα ηθελα να ρωτησω ποσα ατομα περιπου περνουν δεα εδ σε καθε εσσο ; στα αλεξιπτωτα ποσα περιπου ; Για τα αλεξιπτωτα το βυσμα θα πρεπει να ειναι πολυμπριζο σε σχεση με δεα λοκ Ή δεα πεζοναυτων ας πουμε; Οταν εννοουμε χοντρο βυσμα ; Εννοουμε κ πολιτικο προσωπο ; (Εδώ).

  3. Καλά πες μας τι βύσμα είναι και μέτα κανονιζόμαστε αν και μου φάινεται πως δεν ξέρεις καν τι βύσμα έχεις (πολύμπριζο μάλλον έχεις) . (Εδώ).

Αράπη σούστα από την έμορφη Χίο.  (από Mr. Cadmus, 11/02/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη φανταρίστικη κυρίως, αλλά και τις συναφείς αργκό χρησιμοποιείται σαν επίρρημα.

Όταν αναφέρεται σε αντικείμενα σημαίνει πως βρίσκονται σε άριστη κατάσταση από πλευράς συντήρησης και λειτουργικότητας, αλφαδιασμένα στη θέση τους όπως προβλέπεται, έτοιμα προς επιθεώρηση κι απ’ τον πιο απαιτητικό λχία, δίκα, και λοιπούς στρατόκαυλους.
Αντίθετο: μουνί έως μουνί καπέλο.

Όταν αναφέρεται σε άτομα, στην καλύτερη περίπτωση δηλώνει τα εξόχως πειθαρχημένα φιτ μαχίμια στην τσίτα που με ηθικόν ακμαιότατον μόλις που κρατιούνται μην κάνουν ντου να ελευθερώσουν Κύπρο και Πόλη, ή σαν εναλλακτική να μετάσχουν σε καμιά Νατοϊκή. Συνηθέστερα, δηλώνει αυτούς που μετά από κατάλληλο τέντωμα (=συνδυασμός από τρέξιμο, εκπαίδευση, αγγαρείες, καψώνια) λειτουργούν τόσο οι ίδιοι όσο κι η μονάδα τους σε απόλυτα ικανοποιητικό βαθμό για να εκτελέσουν μια προγραμματισμένη άσκηση ή να υποστούν μια προβλεπόμενη επιθεώρηση (για απρογραμμάτιστα και μη προβλεπόμενα ...παίζεται).

Αντίθετα αρντάν, τούφα, χύμα και τα παράγωγα χυμείο χυμαδιό.

Συχνότατα αντικαθιστά το τέντωμα σαν κατάσταση που επικρατεί.

Συνώνυμα: γαμήσι, πίπα - κώλο εμπλοκή (εξού –θεωρώ- κι ο εδώ ορισμός του PhreakeR).


Αναφέρεται απ’ τον abra εδώ, αλλά έκρινα πως του αξίζει μια θέση στη συλλογή.

1. Παρόλα αυτά είναι μια υποχρέωση που καλώς κακώς πρέπει να την εκπληρώσουμε όλοι σαν έλληνες πολίτες και το θεωρώ μαλακία που το αφήνουν οι περισσότεροι νεοέλληνες την τελευταία στιγμή (ειδικά τώρα έχει γίνει η πλήρης θητεία γιωτάμηνο). Αλλιώς θα την παλέψει ένα ξέγνοιαστο δεκαοχτάχρονο που μόλις τελείωσε το σχολείο σε ένα στρατόπεδο που είναι όλα τέντα και αλλιώς ένας τριαντάρης που χρεωστάει ακόμα πέντε μαθήματα στην σχολή, δυσκολεύεται να βρει δουλειά και έχει αφήσει την κοπέλα του γκαστρωμένη.

2. Σκάει υφυπουργός άμυνας στα σύνορα. Όλοι τέντα γι’ αυτόν, πάει στους σκοπούς (ένας φαντάρος-ένας Επόπ) τους ρωτάει από πού είσαι: «Από τάδε» φωνάζει ο φαντάρος, «Πόσο καιρό είσαι στον Στρατό»; «7 μήνες» απαντάει ο φαντάρος. «Καλός πολίτης σου εύχομαι» του λέει ο υφυπουργός. Πάει στον Επόπ τον ρωτάει τα ίδια: «Πόσο καιρό είσαι στον στρατό»; «4 χρόνια» του απαντάει ο Επόπ. «Καλός πολίτης και σ’ εσένα»....

3. Κάτω πολύ τέντα. Το μέγιστο πρόβλημα είναι οι παλιοί οι οποίοι θα σου βγάλουν την παναγία. Το πρωί ξεκινάς με σημαία, θάλαμο, γενικές καθαριότητες, σχεδόν κάθε μέρα τρέξιμο καμιά 10ρια γύρους, επιθεώρηση θαλάμου και φοριαμού. Εκατό να ‘ναι οι παλιοί ένας ο νέος θα τα κάνει όλα ο νέος.

4. Έχουμε ταξιαρχική επιθεώρηση. Το απαραίτητο τέντωμα για να φανούν όλα καλά στον ηγέτη (σαν ανέκδοτο δεν ακούγεται;) του νησιού ξεκίνησε.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν πρόκειται για ένα απλό «βύσμα», αλλά για «πολύπριζο». Είναι ο φαντάρος που είναι πιο βύσμα κι απ' τα βύσματα και πάει στις καλύτερες θέσεις ή έχει την πιο ευνοϊκή μεταχείριση.

Επειδή, και καλά οι ΔιαΒιβαστές κάνουν εύκολη θητεία, τους λένε Δυνατά Βύσματα. Οι επίλεκτοι όμως της Έρευνας και Πληροφορικής που, κατά κανόνα, είναι κομπιουτεράδες του στρατού σε κάποιο γραφείο και κάνουν λιγότερες σκοπιές ή καθόλου, ανήκουν στο σώμα Ε.Π. (Έρευνας και Πληροφορικής ή Εξέχοντα Πολύπριζα).

Βλέπε ορισμούς για Γ.Ε.Π..

Βλ. και πολύμπριζο. Σχετικά: δόντι, κονέ, χαυλιόδοντας, bluetooth, ρουσφετοπωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτυπη ειδικότητα οπλίτη στον Ε.Σ, ο εικονικά νοσηλευόμενος φαντάρος που εκτελεί χρέη βοηθού σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Πρόκειται είτε για στρατιώτες που εισήχθησαν στο νοσοκομείο για κάποιο υπαρκτό πρόβλημα υγείας και παρέμειναν εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την ανάρρωσή τους, είτε για στρατιώτες που εισήχθησαν εξαρχής εκεί για προσχηματικούς λόγους. Ο γάτος μένει στο νοσοκομείο γλιτώνοντας από σκοπιές, αγγαρείες, εμπλοκές και πήξιμο, συνήθως σε νοσοκομείο κοντά στον τόπο διαμονής του και σε αντάλλαγμα εκτελεί διάφορες μικρο-εργασίες για το προσωπικό του νοσοκομείου.

- Ρε συ, είναι καλά ο Παπαδόπουλος; 2 μήνες λείπει στο νοσοκομείο.
- Ναι ρε, γι' αυτόν είναι η ζωή, τον έχουν κάνει γάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Παράκτια μέθοδος ψαρέματος. Γίνεται με βάρκα ή με αδιάβροχη ειδική στολή. Βραδυνές ώρες με κάλμα (ήρεμη) θάλασσα, «λάδι» που λένε, να μην έχει καθόλου αέρα δηλαδή, για καλύτερη ορατότητα. Απαραίτητος εξοπλισμός στο πυροφάνι είναι η λάμπα υγραερίου ή πετρελαίου αλιείας και το καμάκι.

  2. Καψόνι στον στρατό όπου περιλούζουν οι παλιοί ένα κομμάτι χοντρό χαρτί ή ένα ρολό χαρτί τουαλέτας (στην πιο hardcore εκδοχή του καψονιού) και το τοποθετούν ανάμεσα στα δάχτυλα των ποδιών κατά την ώρα της ανάπαυσης του νέου. Θέλει ιδιαίτερη προσοχή αφενός μεν να μην γίνει σε τελείως στριμμένο νέο ή σε στιγμή έντονης συναισθηματικής φόρτισης του νέου (στέρηση εξόδου, μετά από έντονες αγγαρειομαχίες κτλ), αφετέρου δε να μην γίνει αντιληπτό από κάποιον λίαν υπηρεσιακό καραβανά και πέσει καμπάνα στα λελέδια.

  1. - Μας ταλαιπώρησε ο καιρός χθες αλλά μας αποζημίωσε αυτό το μεγάλο έτσι;
    - Ναι αυτό το χταπόδι ήταν απ' τα μεγαλύτερα που έχουμε πιάσει, 2 καμάκια του ρίξαμε για να το ξεκολλήσουμε!

  2. - Το πυρπόλησα χθες τον [...], το πουστόνεο. Του' κανα πυροφάνι.
    - Και δεν σε έδωσε στον λοχαγό ρε λέουρα; Είσαι μορφή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified