Further tags

Δεν πρόκειται για ένα απλό «βύσμα», αλλά για «πολύπριζο». Είναι ο φαντάρος που είναι πιο βύσμα κι απ' τα βύσματα και πάει στις καλύτερες θέσεις ή έχει την πιο ευνοϊκή μεταχείριση.

Επειδή, και καλά οι ΔιαΒιβαστές κάνουν εύκολη θητεία, τους λένε Δυνατά Βύσματα. Οι επίλεκτοι όμως της Έρευνας και Πληροφορικής που, κατά κανόνα, είναι κομπιουτεράδες του στρατού σε κάποιο γραφείο και κάνουν λιγότερες σκοπιές ή καθόλου, ανήκουν στο σώμα Ε.Π. (Έρευνας και Πληροφορικής ή Εξέχοντα Πολύπριζα).

Βλέπε ορισμούς για Γ.Ε.Π..

Βλ. και πολύμπριζο. Σχετικά: δόντι, κονέ, χαυλιόδοντας, bluetooth, ρουσφετοπωλείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ημιάρβυλο στο στρατό είναι ένα παπούτσι όπως η αρβύλα, μόνο που δεν είναι ψηλό σαν μπότα, αλλά σαν κανονικό παπούτσι. Για να είμαι ειλικρινής δεν ξέρω σε ποιες περιπτώσεις φοριέται, αλλά μάλλον από αξιωματικούς.

Μεταφορικά, ημιάρβυλο αποκαλείται ο φαντάρος που για κάποιο λόγο (πχ υπηκοότητα) έχει μειωμένη θητεία, συνήθως εξάμηνο.

Καμιά φορά για πλάκα, το παίζουν πιο παλιοί από τους λέουρες, με επιχείρημα ότι μετρώντας το χρόνο αντίστροφα τους μένουν λιγότερες μέρες μέχρι να απολυθούν, παρά έχουν λιγότερες μέρες στην πλάτη τους!

- Α ρε τη θητεία μου μέσα... Πώς θα την παλέψουμε ένα χρόνο;; Ευτυχώς που έχω εσένα και κάνουμε παρέα...
- Σε έξι μήνες θα 'σαι μόνος σου φιλαράκι! Απολύομαι!
- Γιατί ρε; Έχεις μπάρμπα κάνα στρατηγό;
- Γεννήθηκα Ιταλία!
- Α ρε ημιάρβυλο! Χάθηκε να πάνε οι γονείς μου κρουαζιέρα λίγες μέρες πριν γεννηθώ;; Την τύχη μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο στρατιώτης που υπηρετεί στο πεζικό.

- Μας έχουν ταράξει στις πορείες στη Λήμνο!
- Βρωμοπόδαρος κι εσύ ρε σειρά;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μοιάζει με αστυνομικό (είτε είναι όντως αστυνομικός, είτε δεν είναι). Και ως εμφάνιση, αλλά δευτερευόντως και ως συμπεριφορά ή ως ψυχική ποιότητα.

Πώς είναι μια μπατσόφατσα; Σίγουρα είναι σκατόφατσα, αν όχι ως άσχημη, τότε σίγουρα ως αποτυπούσα ψυχικά χαρακτηριστικά. Μπορούμε βεβαίως να υποθέσουμε ότι η μπατσόφατσα θα είναι πολύ καθώς πρέπει, καλοξυρισμένη και καλοκουρεμένη, ενώ ως συμπεριφορά θα χαρακτηρίζεται από αυταρχισμό και καθεστωτισμό.

Περισσότερο σημαντική είναι η συνάφεια, όπου βρίσκουμε συχνά τον όρο. Αφενός χρησιμοποιείται σε αντιεξουσιαστικό ντίσκουρς, ιδίως για αστυνομικούς που κρύβονται φορώντας πολιτικά ή ως προβοκάτορες, κουκουλοφλώροι κ.τ.ό. Αφεδύο στην μπουρδελοσλάνγκ για κάποιον που προκαλεί δυσπιστία σε κορασίδα, επειδή δίνει την εντύπωση ότι είναι στρουμφάκι, οπότε αυτή αρνείται το κατιτίς παραπάνω (είναι μεγάλη ατυχία για μπουρδελιάρη να έχει μπατσόφατσα). Επίσης σε περιπτώσεις, όπου υβρίζονται όχι μόνο οι αστυνομικοί, αλλά και αυτοί που έχουν ψυχή / νοοτροπία μπάτσου.

  1. α) Ρε παιδια ειναι η σκατοφατσα που φαινεται στο πλανο με την κοπελα που του δινει το λουλουδι. εχει κλασσικη μπατσοφατσα δολοφονου το μουνοπανο.ενα εχω να πω εχουμε χρεος απεναντι στην κοινωνια να το καψουμε ζωντανο αυτο το ανθρωποειδες, τωρα που ειναι ευρεως γνωστη κ η συμπαθητικη φατσουλα του......... (Εδώ).

β) ρε πιονακια του κρατους που απορω πως δεν εχετε φουνταρει με τοσους φονους στις πλατες σας..ντυθειτε και μαζορετες οι μπατσοφατσες ξερουμε ποιεσ ειναι,αλλαξτε λοιπον τη στολη αφου δεν βολεβει αν ηταν καλη θα τη φοραγαμε κι εμεις αλλα με τη δικη μας στολη κανετε τσαμπουκα. (Εδώ).

  1. Τοτε μαλλον εχεις μπατσοφατσα γιατι δεν εχω ποτε προβλημα. (Από ierodoules.com σε θέμα σχετικό με συνεννοήσεις που γίνονται σε μασαζερί για εξτραδάκι).

  2. New Year's Resolution.
    10 πραγματα που ή με φρικάρουν ή με τρομάζουν ή με αηδιάζουν - Οι μπάτσοι στους δρόμους, όχι οι αστυνομικοί.. οι μπάτσοι, οι μπατσοφατσες, το μπατσοβλέμμα που σε κόβει από πάνω μέχρι κάτω λες και είσαι η ξαδέρφη του Κουφοντίνα. (Εδώ).

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στον Στρατό (και μάλλον Αεροπορία, Ναυτικό) γριά είναι ο Ανθυπασπιστής. Επειδή κατά κανόνα είναι διευθυντής κάποιου γραφείου και δεν κάνει τίποτα άλλο όλη μέρα από το να γκρινιάζει και να μετράει τα χρήματα που παίρνει και τα επιδόματα (όπως συνηθίζουν οι πραγματικές γριές), γι αυτό λέγεται «γριά». Το ότι δεν κάνει τίποτα όλη μέρα το επιβεβαιώνει και το Δ στο διακριτικό του, που μεταφράζεται ως «Δεν δουλεύω».

Πήγα στον Λοχαγό να ζητήσω άδεια διανυκτέρευσης για το Σ-Κ και μπαίνοντας άκουσα την Γριά να σχολιάζει τις νέες περικοπές στους μισθούς τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φίλοι ναζιάρηδες που τους ενώνουν παλιά δεσμά (χειροπέδες, μαστίγια, νουντσάκου, διάφορα μαύρα δερμάτινα παραφερνάλια) και χόμπι (πάκι μπάτσινγκ, σ(ωματ)οδομισμός, εκδορά μικρών θηλαστικών).

Δεν έχουν ιδιαίτερη έφεση στην σλανγκ, νομίζω;

Βλ. επίσης: ναζός, αυγά, χρυσά αυγά, χρυσαύγουλα, πουστωδία, 88.

Πάσα: ΜΧΣ.

- Ο Άδωνις και ο Κασιδιάρης γνωρίζονται από παλιά, φίλοι αδολφικοί που λένε.
(τσίου, εδώ)

- Ακροδεξιό Αδέξιο Αδολφάτο Σε λίγο θα μυνήσουν τους εαυτούς τους για «ακατάσχετη ακράτεια ήθους», και τον Θεούλι, για «μη ελεγχόμενη βιοποικιλότητα κατά την δημιουργία», (σχέδια, χρώματα, διαστάσεις κτλ)
(εκεί)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εξαιρετικά μειωτικό και περιφρονητικό (πλην ξύλινο) μπινελίκι σε βάρος πολιτικών αρχηγίσκων και πάσης φύσεως αυταρχικών καραγκιόζηδων που πέρδονται υψηλότερα του πρωκτού τους.

Εκ του ονόματος του αδίστακτου υπουργού προπαγάνδας του Τρίτου Ράιχ, η κωμική εμφάνιση-μικιμάου του οποίου απείχε παρασλάγγας από το (παπ)Άρειο πρότυπο που πρέσβευε. Δράττομαι της ευκαιρίας να καταθέσω σε παγκόσμια πρώτη και την παραλλαγή γκεϊμπελίσκος (ο ναζιάρης αρχηγίσκος).

Σ.ς.: γκεμπελσίσκος, για τα σλανγκαρχίδια τση παρέας.

- Φαιδρός Γκεμπελίσκος... Διασπείρει ψευδείς ειδήσεις για το ΠΑΣΟΚ...
(εδώ)

- Ξαναχτύπησε ο Παναγούλης: Κεδίκογλου είσαι «γκεμπελίσκος»
(εκεί)

- Ο πάσχων γκεμπελίσκος Ο Πάσχος Μανδραβέλης είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα της δημοσιογραφίας του Ελλαδιστάν.
(παραπέρα)

- Ο γκεμπελίσκος o κίτρινος ,γγ του ΠΑΣΟΚ Καρχιμακης συνεχίζει ακάθεκτος
(παραδίπλα)

Ορίτζιναλ γκεμπελίσκος (από Vrastaman, 20/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σλανγκιά για τον πατερναλιστή.

Η πατερνάλα πάντα αντλεί την λεβεντιά / κυριαρχία της εξωγενώς, συχνά προβάλλοντας για άλλοθι την παλαιότητα ή κάποιο επινοημένο πολιτικό ή μεταφυσικό τοτέμ. Εγκάθετη ή αυτόχριστη, θέλει να αποφασίζει πριν από σένα για σένα, ακόμη κι αν εσύ διαφωνείς. Γιατί, τσσς, είσαι ένα αφελές παιδί, ανώριμο να διακρίνει το σωστό από το λάθος.

Παίζει και ως πατερνάλας.

Το παράδειγμα σκοπίμως δεν περιέχει το λήμμαν, μπας και ψαρέψω καμία στα σχόλια :Ρ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός της κοπέλας που τηλεφωνεί στα στρατόπεδα και φλυαρεί με τους φαντάρους.

Α! Χθες ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η νύχτα! Πήρε μια πατσούρα και πατσούριζα όλο το βράδυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συναντάται και στις στρατιωτικές μονάδες της ΕΛΔΥΚ στην Κύπρο και έχει την ίδια σημασία με το ποντίκι, ποντικαρά, κλπ, του νέου δηλαδή, που τον τρέχουν παλιοί και καραβανάδες.

Συχνά πέφτουνε και κεράσματα φρέσκου καρότου όταν υποδέχονται οι παλιοί τους νιούφηδες, τοποθετώντας το καρότο στο κρεβάτι του.

  1. - Τι κοιτάς ρε κουνέλι; Όπως είσαι...μια σκέτη φράπα με πολλά παγάκια... έφυγες....

  2. - Γερμανικό σκοπέτο, κουνελάκι; Δεν πιστεύω να χαλιέσαι;

(από Vrastaman, 27/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified