Further tags

Ως επιφώνημα, συνοδευμενο με γελοίο τόνο υποδηλώνει επίσης απειλή ή προειδοποιηση προς νον νεοπα.

Γκαου μπιου θα σε φάου!

Το "φάου" πρέπει υποχρεωτικά να περιέχει "ου". Δεν έχει νόημα να πεις "θα σε φάω". Έτσι είναι αυτά.

Got a better definition? Add it!

Published

Περιγράφει φαντάρο σωματικής ικανότητας 1 ο οποίος όμως λόγω διασυνδέσεων με γιατρούς έχει καταφέρει να πάρει Ι4 και περηφανεύεται γι' αυτό.

Παράδειγμα εδώ Δόκιμος: Ρε φίλε πάρε κι εσύ μια σκούπα να βοηθήσεις. Έρχεται ο Ταξίαρχος. Περήφανο Ι: Εμένα βρήκες? Εγώ είμαι Ι4.

Got a better definition? Add it!

Published

Στο ΠΝ (που θέλει υπομονή) υπόλογος σε κάποιον για κάτι (υπόλογος ασυρμάτου, υπόλογος μηχανής, υπόλογος ΗΝ/ΣΝ και άλλα πολλά) λίγο πολύ είναι οποιοσδήποτε υπαξιωματικός από κελευστή και πάνω, καθώς και οι ανθύπες. Έτσι, η λέξη χάνει λίγο πολύ το νόημά της, αφού οι μεν ναυτοδίοποι καλούν τους κελευστές υπολόγους, οι τελευταίοι τους επικελευστές και πάει λέγοντας. Τυπικά, οι ανώτεροι ανθυπασπιστές και αρχικελευστές συνήθως είναι υπόλογοι και οι επικελευστές και κελευστές βοηθοί υπολόγων, αλλά και αυτό παίζει από υπηρεσία σε υπηρεσία.

Έτσι, με το πολύ το κυρελέισιον (και ό,τι τελειώνει σε έισιον), ο υπόλογος αντικαθιστά, κατά περίπτωση, άλλες κλασικές προσφωνήσεις, όπως μαλάκας, μάγκας, κ.α. Ενίοτε λέγεται και περιπαικτικά από ανώτερο (συνήθως ανθυπασπιστή) σε κατώτερο (κελευστή, δίοπο, ναύτη).

- Άντε ρε υπόλογε, μία ώρα να σκουπίσεις έναν διαδρομάκο. Τελείωνε!

Επίσης

- Πού'σαι ρε υπόλογε να πούμε, τι κάνεις; όλα καλά;

- Καλά μωρέ, δε βαριέσαι...

Got a better definition? Add it!

Published

Αργκό του Π.Ν. για το ναρκαλιευτικό. Κάθε ΕΠ.ΟΠ. που σέβεται τον εαυτό του έχει και μια οριακά πιστευτή ιστορία να αραδιάσει από τις σκληρές πλην αθώες εποχές στα ναρκάλια.

- Εμ βέβαια, εσύ ήσουν στο Ν.Ν.Π. μια ζωή, δεν έχεις φάει το ναρκάλι με το κουτάλι, μη μιλάς, άντε μπράβο.

- Ό,τι γουστάρω θα κάνω!

Got a better definition? Add it!

Published

Το παλάγκο είναι ένας μηχανισμός με τροχαλίες που χρησιμοποιείται στα πλοία για φορτοεκφορτώσεις σύμφωνα με τη βικιπαίδεια. Η λέξη αναφέρεται στο μηχανισμό που μπαίνει η αλυσίδα, αλλά και γενικότερα στο όλο σύστημα που βρίσκεται στα περισσότερα πλοία του Π.Ν. για την εύκολη τοποθέτηση της βοηθητικής βάρκας στο νερό.

παλάγκοπαλάγκο παλάγκο σε πλοίο

Πιθανώς λόγω του τρόπου που περνά η αλυσίδα μέσα από την τροχαλία ούτως ώστε να μπορεί να μπορεί εύκολα να σηκωθεί πολύ βάρος, προκύπτει το ρήμα παλαγκώνω το οποίο είναι το ακριβές αντίστοιχο του χώνω του Ε.Σ., όπου κάποιος ανώτερος ρίχνει κάποιο μπαλάκι σε κάποιον κατώτερο.

- Πού πας ρε στραβόγιαννο φορτωμένος με όλα αυτά;

- Άσε, με παλάγκωσε ο σημαιοφόρος πάλι με κάτι μπαλάκια του Γ.Κ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ατημέλητος στρατιώτης.

Λοιπόν κοιτάξτε να καθαρίσετε τις αρβύλες σας, το λουκάνικο, και τα χιτώνια. Μην εμφανιστείτε μπουρδέλο στην αναφορά γιατί θα πέσουν καμπάνες πάλι.

Got a better definition? Add it!

Published

Ξεκομμένος στρατιώτης, συνήθως φρουρός σε προκεχωρημένο φυλάκιο, αγγελιαφόρος κλπ που σβερκώνεται από τους οχτρούς με σκοπό την απόσπαση πληροφοριών.

Μαλερεζμάν δεν έχω το πρωτότυπο κείμενο του β' παραδείγματος για να δούμε την αντίστοιχη αγγλική ορολογία, και δεν έχω ιδέα κατά πόσον η προφανής εννοιολογική σύνδεση είναι ντόπια ή εισαγωγής.

Όταν τέλειωναν -πολύ γρήγορα- "τα πολιτικά", αρχίζανε οι ατέλειωτες διηγήσεις για μάχες [...] για την προσωπική παλικαριά [...] για τον Θεσσαλό ομαδάρχη που [...] αναποδογύρισε ολόκληρη διμοιρία του αντιπάλου. Ή για την μικρόσωμη λαζού αντάρτισσα που [...] περνά μόνη, ντυμένη γυναικεία, στα μετόπισθεν, "πιάνει γλώσσα" σε μιά πηγή κι οδηγεί στη βάση της έναν λοχία -κοτζάμ άντρακλα- του κυβερνητικού στρατού.

Θωμάς Δρίτσιος, Από τον Γράμμο στην πολιτική προσφυγιά, εκδ. Δωρικός, 1983.

Οι λόχοι αναγνώρισης των σοβιετικών μεραρχιών έβγαιναν έξω κάθε βράδυ προσπαθώντας να αιχμαλωτίσουν όσο το δυνατόν περισσότερες "γλώσσες". Δύστυχοι φρουροί και στρατιώτες που μετέφεραν μερίδες συσσιτίου αιχμαλωτίζονταν και μεταφέρονταν πίσω από τις ρωσικές γραμμές για ανάκριση.

Antony Beevor, Στάλινγκραντ, εκδ. Γκοβόστη 2004.

Got a better definition? Add it!

Published

Χωροφύλακας. Ληστρική σλανγκιά της δεκαετίας του 1920 (νταξ, συν πλην), αγνώστου στον γράφοντα ετύμου. Λόγω όμως που ο τελευταίος αρέσκεται στη μαθηματική σκέψη, προτιμά να το σκέφτεται κάπως έτσι, αφού 5Χ5=25.

Πέραν των μαλακιών όμως, όποιος ξέρει τίποτις ετυμολογικώς σοβαρόν ας καταθέσει τον οβολόν του στα σχόλια εδώ από κάτου.

Οι ληστές κατεξευτέλιζαν τους νόμους, τα εκτελεστικά όργανα της πολιτείας, δηλαδή τους χωροφύλακες, αλλά και αυτό το ίδιο το κράτος. Γι αυτό και οι "εικοσιπενταράδες", ή "σακαράκες" ή "καραβανάδες" ή "σταυρωτήδες" ή "σπαθάδες" όπως αποκαλούσαν τους χωροφύλακες [...] βασάνιζαν για ψύλλου πήδημα τους χωρικούς και τους κτηνοτρόφους [...]

Οι χωροφύλακες δεν σταμάτησαν να πυροβολούν μέχρι που οι σφαίρες τους τελείωσαν, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα οι ληστές να διαφύγουν [...] Ύστερα από λίγο [...] οι άντρες του καταδιωκτικού αποσπάσματος άκουσαν κάποιον να τους φωνάζει: "Μπορεί, ωρέ εικοσιπενταράδες, να πάρετε τις κάπες και τα τσαρούχια μας αλλά τα κεφάλια μας δεν θα τα πάρετε ποτέ!"

Βασ. Τζανακάρης Οι λήσταρχοι. Τα παλληκάρια τα καλά σύντροφοι τα σκοτώνουν. Εκδ. Μεταίχμιο 2015.

Got a better definition? Add it!

Published

Το φίλτρο αέρα που κρέμεται μπροστά από στόμα και μύτη στη κλασσική αντιασφυξιογόνο μάσκα. Παράδειγμα η σοβιετική gp-5 της φωτογραφίας. Εναλλακτικά ονομάζεται και μυρμηγκοφάγος.

-Ρε σε δουλέψανε, δε μπορώ να πάρω ανάσα με αυτό το πράγμα, μούφικη είναι.
-Βγάλε τη λαστιχένια τάπα κάτω απ τη πιπίλα ρε νουμπά, θα πεθάνεις και θα σε πληρώνουμε για άνθρωπο!

μάσκα με μονή πιπίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πυροσβεστική αργκό για την μικροεστία φωτιάς που συνεχίζει να καίει μετά την κατάσβεση της πυρκαγιάς και που μπορεί να αναζωπυρωθεί με κάποιο φύσημα του αέρα. Γαμώ το καντήλι του, που λένε και στο χωργιό μου.

Ζωάκια που έτρεχαν να σωθούν με φλεγόμενη γούνα, κόσμος που έψαχνε με φακούς μέσα σε καμμένα αυτοκίνητα μήπως βρει κάποιον δικό του άνθρωπο, νεκρό ή ζωντανό, άτομα που έπεφταν στη θάλασσα για να σωθούν [...] η λέξη «καντηλάκια» για τις εστίες φωτιάς που δεν έλεγαν να σβήσουν [...]

εδώ

Είναι-δεν είναι ένα μέτρο. Ρίχνει νερό με το λάστιχο στους θάμνους που μισοκαίγονται ακόμα ανάμεσα σε καρβουνιασμένα δέντρα και καμένα παιχνίδια - εδώ ήταν κάποτε η αυλή του σπιτιού του.

Είναι απολύτως συγκεντρωμένος, σχεδόν βλοσυρός, και δεν ρίχνει δεύτερη ματιά όταν καταλαβαίνει πως τον κοιτάζουν.

Εδώ και ώρες δεν έχει σταματήσει να σβήνει μικρά «καντηλάκια» φωτιάς παρόλο τον καπνό και την αφόρητη ζέστη.

εκεί

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified