Further tags

Η λέξη προέρχεται από το όνομα του διάσημου γυναικοκατακτητή Καζανόβα και συμβολίζει τον φαντασμένο εραστή. Αυτόν που δεν ερωτεύεται ποτέ, ενώ στόχο έχει να εμπλουτίσει τη συλλογή του με πολυάριθμες κατακτήσεις.

Στη στρατιωτική ορολογία αναφέρεται σε αυτόν που ταλαιπωρείται πλένοντας καζάνια στα στρατιωτικά μαγειρεία, ενώ συλλογίζεται με παράπονο τις ερωτικές προκλήσεις της ζωής που κάποτε γευόταν και τώρα στερείται.

  1. - Καλά ρε Καζανόβα, σε πόσες τά 'ριξες στο αποψινό πάρτι;

  2. (Διάλογος στον στρατό)
    - Ρε σειρά, τι υπηρεσία έχεις σήμερα;
    - Άστα μεγάλε πάλι θα κάνω τον Καζανόβα στα μαγειρεία. Αντί ρε φίλε να λάμπω εγώ κρατώντας γκομενάκια στην αγκαλιά μου, θα κάνω τα καζάνια λαμπίκο. Ρε που καταντήσαμε.
    - Μη το βάζεις κάτω ρε... 234 και ξημέρωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά η έκφραση προέρχεται από τον ένδοξο Ελληνικό Στρατό, όπου τα αντικείμενα (εξοπλισμός, ιματισμός κλπ) τα χρεώνονται οι φαντάροι συμπληρώνοντας μία φόρμα με τον κωδικό αριθμό 108. Επειδή ο ΕΣ είναι από τα τελευταία πράγματα που λειτουργούν έστω και υποτυπωδώς σωστά σ' αυτή τη ρημάδα τη χώρα, η χρέωση αυτή μέσω του συγκεκριμένου κωδικού είναι τελεσίδικη και δεν μπορείς να τους μπαλαμουτιάσεις και να την κάνεις με υλικό της υπηρεσίας.

Μεταφορικά λοιπόν, όταν έχουμε χρεωθεί κάτι με 108 σημαίνει αφενός ότι για ένα χρονικό διάστημα τουλάχιστον το έχουμε παντρευτεί και καλά θα κάνουμε να το προσέχουμε και αφετέρου ότι μάλλον το χρεωμένο «αντικείμενο» είναι κομματάκι παλτό.

Χρησιμοποιείται τόσο για άψυχα όσο και για έμψυχα.

  1. - Τι γίνεται ρε Μήτσουλα; Χάθηκες.
    - Τι να γίνει ρε δικέ μου; Πίκρα. Έχει έρθει ένα ξαδερφάκι μου απ' το χωριό και μου τον έχει χρεώσει η γριά μου με 108. Ούτε να κατουρήσω δεν μπορώ να πάω μόνος μου. Γάμησέ τα...

  2. - Πού 'σαι, Μίλτο; Να δανειστώ λίγο τ' αμάξι σου για κάτι τρεχάματα που έχω κάνα δυο μερούλες;
    - Νταξ ναούμ, αλλά τό 'χεις χρεωμένο με 108. Αν πάθει τίποτε, θα σου κάνω τον κώλο παπαρούνα. Γκέγκε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Σαλαμίνα, όπως την αποκαλούν οι ναύτες που κάνουν εκεί τη θητεία τους.

(Διάλογος ενός ναύτη με έναν πολίτη φίλο του)
- Και δεν μου λες, όταν φεύγεις από το στρατόπεδο πας για καφέ στην Κούλουρη ή στο Αιάντειο;
- Πας καλά ρε με τη Μπακαουκία; Μόλις βγω, βουρ καραβάκι και κατευθείαν σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το όνομα του Βιτόριο Γκάσμαν και αναφέρεται στον Γκάσμαν, στον Γκασμαδό, στον κάτοικο της Γκασμαδίας (Λέσβου).

- Πόσο ακατέργαστο λιθάρι είναι αυτός ο Βιτόριο;
- Γιατί απορείς; Όλοι οι γκασμάδες έτσι είναι. Μονοκόμματοι άνθρωποι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ακούγεται σε μονάδες της παραμεθορίου, όπου οι συνθήκες διαβίωσης είναι σκληρές και το γύρω φυσικό περιβάλλον φαντάζει άγριο. Η λέξη αυτή εκφέρεται από φαντάρους που διαμένουν σε μεγάλα αστικά κέντρα.

Πότε θα πάρω ρε γαμώτο, άδεια να πάω στον πολιτισμό; Έπηξα εδώ επιτέλους.

Για να πάς αλλιώς... στον πολιτισμό (από GATZMAN, 14/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη από τα τέλη της δεκαετίας του '40, αρχές της δεκαετίας του '50 για τον υπνόσακο.

Είναι, προφανώς, παραφθορά του σλήπιν μπαγκ. Τα πρώτα sleeping bags ήλθαν στην Ελλάδα την εποχή του Εμφυλίου ως μέρος της Αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας. Έτσι πράσινα και μακρόστενα που ήταν, η παρομοίωση με μπάμιες δεν ήταν δύσκολο να γίνει.

Λέξη υπό εξαφάνιση. Κάποιοι λίγοι άνω των 70 την θυμούνται.

Γιατί, βρε αγόρι μου, να δίνεις τζάμπα λεφτά για να πας δυο μέρες με τη σκηνή; Πάρε τη σουλομπάμια που είχε ο παππούς σου στον προσκοπισμό ... στο πατάρι την έχω ... σαν καινούργια είναι ...

Σουλομπάμια 1 (από poniroskylo, 09/06/08)Σουλομπάμια 2 (από poniroskylo, 09/06/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι πτέρυγες αλεξιπτωτιστού στις ειδικές δυνάμεις.

- Πότε έρχεται στη ΜΑΛ ο Σώτος;
- Σύντομα, την άλλη βδομάδα παίρνει την πουλάδα του.

Η πουλάδα που ράβουν στη στολή τους οι αλεξιπτωτιστές του στρατού ξηράς. (από Cunning Linguist, 23/08/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

κινέζος με πούστη, πούστης με κινέζο

Στο στρατιωτικό συσσίτιο, το κοτόπουλο (πούστης) με ρύζι (κινέζος). Παρεμφερές με/του πούστης με γύφτο.

- Τι θα φάμε σήμερα;
- Ό,τι τρώμε τέτοια μέρα: πούστη με κινέζο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσφώνηση για τους στρατιώτες των Διαβιβάσεων με ειδικότητα χειριστών τηλετύπου (telex), λόγω της συνήθειας τους να περνάνε τις διάτρητες, κίτρινες κορδέλες του τηλέτυπου στον λαιμό τους, μοιάζοντας έτσι με μοδίστρες που κρατάνε στο ίδιο σημείο τις μεζούρες.

Εναλλακτικά: Κορδελιάστρες.

Ρε σειρά, πήγα στο ΚΕΠΙΚ χτες να πάρω τηλέφωνο και μια μοδίστρα δεν με άφησε να μπω. Θα τον πήξω αύριο τον ψαρά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρέας το οποίο έχει διατηρηθεί σε χαμηλές θερμοκρασίες στις αξιόμαχες καταψύξεις του Ελληνικού Στρατού. Ονομάζεται έτσι για δύο λόγους:

  1. η ημερομηνία κατάψυξής του, εκτιμάται από τους στρατιώτες ότι είναι γύρω στην περίοδο του πολέμου της Κορέας (άντε του Βιετνάμ)

  2. παρά τις όποιες φιλότιμες προσπάθειες των μαγείρων, χρειάζεσαι αλυσοπρίονο για να το κόψεις ακόμη και μετά από 6 ώρες στο φούρνο.

Σε θαλασσινά είδη (εκτός εξαιρέσεων), το αντίστοιχο φαγητό ονομάζεται Μόμπυ Ντικ, για προφανείς λόγους.

- Σειρά, έφαγες τον Γκοντζίλα το μεσημέρι;
- Άσ' τα φίλε, έβγαλα την ξιφολόγχη και πάλι δεν κατάφερα να το κόψω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified