Further tags

Μια έκφραση βγαλμένη από τη στρατιωτική ζωή.
Συνηθίζεται από παλιούς φαντάρους που μετρούν λίγες μέρες για να απολυθούν.
Εφαρμογή: Ο παλιός, κυκλοφορώντας στο στρατόπεδο, χύμα σε κατάσταση διάλυσης και αποσύνθεσης, και βλέποντας νέους γυαλισμένους, κομβιωμένους, ξυρισμένους, πετάει τη συγκεκριμένη ατάκα.
Συνέπειες: O παλιός καβλώνει στο άκουσμά της, ενώ παράλληλα η εκφορά της αφήνει έκθαμβους τους νέους, που λες και αντικρίζουν ποιος ξέρει τι; Η ατάκα αυτή ψαρώνει και λυπεί τους νέους αφού εκείνοι έχουν κάτι καντάρια μέρες για να απολυθούν.
Έτσι ο παλιός συνειδητοποιεί καλύτερα ότι σε λίγο τερματίζει τη στρατιωτική ζωή.
Διαχρονικότητα: Η ατάκα είχε μεγαλύτερο νόημα παλιότερα, όταν η στρατιωτική θητεία ήταν πολύ μεγαλύτερη. Αλλά επειδή όλα στο μυαλό παίζονται ακόμα και τώρα, η διάρκεια της θητείας, σε αρκετούς φαντάζει αιώνας. Οπότε η ατάκα έχει διαχρονική αξία.

O πάλιουρας που μετρά δέκα μέρες για να απολυθεί, περπατά αργά αργά στο στρατόπεδο σε κατάσταση διάλυσης. Δεν φοράει τζόκεϊ, έχει ξεκούμπωτο χιτώνιο, το οποίο είναι πενταβρώμικο, φοράει σαγιονάρες και έχει μια έντονη δόση βαρεμάρας σε όλες τις αντιδράσεις του. Στο διάβα του συναντά ένα κοπάδι νέους που η αμφίεση τους είναι απολύτως σύμφωνη με τις προδιαγραφές. Ο παλιός βλέπει τον πιο ψαρωμένο και του πετάει, έχοντας ειρωνεία στο βλέμμα: «Περπατώ και διαλύομαι. Λες να απολύομαι;»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κλώσα των λελεδονίων. Αυτό το πουλί γεννά τα αυγά, από τα οποία βγαίνουν τα γνωστά πτηνά. Η λελεδώνα είναι κάτι σαν την κότα με τα Χρυσά Αυγά.

- Έχεις περιπολάκι 21-00, αφού βέβαια περάσεις πρώτα από μαγειρεία για λάντζα.
- Ψηλέ δεν παίζει, πρέπει να ταΐσω τη λελεδώνα και με τραβάνε οι μέρες....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράφραση των αρχικών Δ.Ε.Α. (Δόκιμος Έφεδρος Αξιωματικός). Χρησιμοποιείται - προφανώς - απαξιωτικά επειδή οι ΔΕΑ είναι και αυτοί κληρωτοί, οι οποίοι επειδή πήραν ένα γαλόνι την βλέπουν κάπως. Συναντάται επίσης και ως «κωλαρχιδέα».

Κοίτα να δεις που μας διατάζει και ο Κωστάκης. Έγινε αρχιδέα και κάτι τρέχει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μηχάνημα κοπής χόρτων. Η ουσία της στρατιωτικής θητείας στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι τα κομμένα χόρτα, ίσως περισσότερο και από τις βολές. Η πλειοψηφία των Διοικητών στρατοπέδων κόπτεται περισσότερο για το κόψιμο των χόρτων, παρά για την καθ' αυτού στρατιωτική άσκηση. Κατά περίπτωση, αλλά συχνά, το κόψιμο χόρτων συνεπάγεται άγραφη άδεια για τον τυχερό χλοοκόπτη. Οι μονιμάδες χρησιμοποιούν λανθασμένα τον όρο «χορτοκοπτικό».

Ψαράδες, πού είναι το χορτοκοπτικό; Έρχεται ο Διοικητής, κόψτε όλα τα χόρτα κοντά στο φράχτη, για να μην αρχίζω να μοιράζω Φι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Σαμιώτισσα γκομενίτσα-πιπίνι, απωθημένο όλων των μη ντόπιων φαντάρων που υπηρετούν στη Σάμο (γνωστή και ως ζούγκλα). Χαρακτηριστική συμπεριφορά της ζουγκλίτσας να είναι άφαντη κατά τη διάρκεια της εξόδου των φαντάρων και να εμφανίζεται με πύρκαυλη εμφάνιση στα φανταρομάγαζα περίπου 11-15 λεπτά πριν μαζευτούν για το στρατόπεδο οι εξοδούχοι φαντάροι, με αποτέλεσμα οι τελευταίοι να παίρνουν έξτρα δουλειά για τη σκοπιά. Προκαταρκτικές μελέτες έχουν δείξει ότι η συνεύρεση ζουγκλίτσας με μη ντόπιο φαντάρο (ο οποίος σε λίγους μήνες θα απολυθεί και μην τον είδατε τον Παναή) προκαλεί μοιραία αλλεργική αντίδραση στις ζουγκλίτσες, με αποτέλεσμα να την αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι. Αφηγήσεις που αναφέρονται σε φασώματα φαντάρων με ζουγκλίτσες θα πρέπει να θεωρηθούν στρατιωτικοί μύθοι (military legends), κατ’ αντιστοιχία με τους αστικούς μύθους (urban legends).

- Πω, πω, ρε φίλε, είδες πως με μπάνιζε το πιπινάκι; Το έχω χαλαρά!
- Καλά, τραγούδα, ζουγκλίτσα είναι, άμα την ξαναδείς να με χέσεις, άκου τον παλιό…

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανεπίσημος στρατιωτικός όρος που αποδίδεται στο νησί της Σάμου από τους φαντάρους που υπηρετούν ή έχουν υπηρετήσει εκεί (βλ. επίσης και Ουγκάντα). Η πλέον κυρίαρχη εκδοχή για την προέλευση του ορισμού σχετίζεται με την πραγματικά οργιώδη βλάστηση του νησιού.

- Ρε σειρά, πού πας μετάθεση;
- Ζούγκλα φίλε, ευτυχώς που γλίτωσα τη γκατζολία...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γελοίος και σιχαμένος καραγκιόζης, ο μαλάκας, ο νταλάρας. Κατά το αγγλοσαξωνικό asshole.

«Τα κωλοτρυπίδια να βαράνε τις σάλπιγγες
Και τα μυγοχέσματα να δίνουν εντολές
Να ρυθμίζουν με σφυρίχτρα το εν-δυο οι μικροτσούτσουνοι
Το πόδι να βαράνε οι το στανιό μου μέσα»
Υβρεοπομπή, Φοίβος Δεληβοριάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πραγματικά παλιός φαντάρος, ο οποίος αφενός απολύεται σε διάστημα μικρότερο του μηνός (λελέ), αφετέρου έχει βαρύνει τόσο που οι αντιδράσεις του εντός στρατοπέδου μπορούν να συγκριθούν μονάχα με τις κινήσεις του εν λόγω χαριτωμένου θηλαστικού («ελέφας»). Άλλη μία ευκαιρία να απονείμουμε τα εύσημα στον ΕΣ για τη συμβολή του στον πλούτο της ελληνικής γλώσσας...

- Σήκω ρε μεγάλε, έχουμε φρουρά
- Ρε στραβάδι, 12 και σήμερα, πού να σηκωθώ ο λελέφας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άρτι αφιχθείς στρατιώτης στη μονάδα, ο οποίος προσπαθεί να προσπεράσει την υφιστάμενη ιεραρχική δομή και να αποφύγει τις δύσκολες υπηρεσίες. Θρασύς και κουτοπόνηρος, τοποθετείται ηθικά κοντά στον καβατζόπουστα.

Τι λες ρε πουστόνεο που δεν θα ξανακάνεις 12-3 σήμερα; Θα σου τεντώσω το κορμάκι!

Από φυλάκιο της Λήμνου... (από Cunning Linguist, 12/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τζες πρέπει να είναι απαξιωτικός προσδιορισμός για κάποιον, για αστυνομικό, για καρφί κι έτσι.

Ο Μάρκος είχε γράψει: Εφουμέρναμ' ένα βράδυ, αργιλέ σπαχάνη μαύρη, δίχως νά 'χουμε στην πόρτα
τσιλιαδόρους όπως πρώτα. Κι έρχουνται δυο πολιτσμάνοι, και δεν βρίσκουνε ντουμάνι. Ζούλα όλοι οι αργιλέδες, φυλαχτείτε απ' τους τζέδες.

Το άζμα του Βαμβακάρη (από Khan, 08/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified