Further tags

Στο στρατιωτικό ιδιόλεκτο, σημαίνει χαφιές - ρουφιάνος.

Το δεύτερο συνθετικό μάλιστα, που παραπέμπει στη συνοικία Ρουφ των Αθηνών, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και αυτονομημένα επιτυγχάνοντας τον υπαινιγμό του καταδότη, σπιούνου, σε φράσεις όπως «Κατάγεται από / Είναι δημότης του Ρουφ» κ.τ.ο.

Η λαϊκή θυμοσοφία έχει επινοήσει και ειδικό χαρακτήρα στρατευσίμου, τον ΔΕΑ (ΡΟΥΦ), δόκιμο έφεδρο αξιωματικό δηλαδή, που ειδικεύεται στο ρουφιάνεμα των συστρατιωτών του.

Εγώ είμαι ο υπάλληλος που ξέρουνε οι πάντες
Κοιτάζω τους εργάτες αν χτυπάνε τις κάρτες
Τους βλέπω αν δουλεύουν ή αν ξύνουνε τους όρχεις
Το ρουφιάνεμα είναι ταλέντο, ή το 'χεις ή δεν το 'χεις

Χαφ ρουφ, χαφ ρουφ,
Εισπράκτορα της Στάζι
Ρουφιάνο με φωνάζουνε
Μα εμένα δε με νοιάζει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην στρατιωτική αργκό, είναι το βαρύ κράνος παλαιάς κοπής.

- Καλά, θα κάνουμε πορεία με χέβι μέταλ; - Έεεετσετσέτσι!, θα πήξει η μούνα σου!

Got a better definition? Add it!

Published

Πληθ.: χεπχοπάδες.

Οι ΕΠ.ΟΠ.τζήδες (ΕΠαγγελματίες ΟΠλίτες). Απαντώνται σε περιοχές με έντονη στρατιωτική παρουσία, όπως σύνορα (βλ. Γκατζολία, Γκασμαδία).

Εμπνευσμένο από το δίστιχο:

«Περπατώ εις το δάσος και ακούω χιπ χοπ, λες να απολύομαι, μπααα... είμαι ΕΠ.ΟΠ.».

Εννοιολογικά: χΕΠ.χΟΠάς.

- Τι έλεγε χθες το βράδυ στο clubάκι;
- Τι να πεί... Αρχιδόκαμπος σκέτος, τίγκα στους χεπχοπάδες.

Μυδασίστ: ΜΧΣ. (από Khan, 23/11/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μονάδα στον στρατό, διάσημη για τις εύκολες συνθήκες θητείας (πολλές έξοδοι, λίγες υπηρεσίες και άλλα).

- Πήρα μετάθεση για το ΕΠΥΕΘΑ.
- Έλα ρε σοβαρά; εκεί είναι χημείο ρε, οκτώ - μία θα σε πάει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το παλαιού τύπου πηλήκιο του ΕΣ, προφανώς λόγω της ομοιότητας με το κάλυμμα κεφαλής των 3 ανιψιών του Ντόναλντ.

Συλλεκτική αξία έχουν πλέον, ιδιαιτέρα τα παλαιότερα αυτών σε φαιοπράσινο χρώμα, φέροντα αποσπώμενο μεταλλικό εθνόσημο. Χαρακτηρίζουν τους πανάρχαιους.

Νεότερα με επίραμμα ή (θεός φυλάξει) παραλλαγή, χαρακτηρίζουν τους νέοπες.

Συνώνυμο:
αβγό, αυγό

  1. Τι κάνεις ρε νέος, βγάλε το χιούη-λούη-ντιούη και βάλε κράνος, ξες ποιος είναι απόψε επόπτης;

  2. - Τι χιούη-λούη-ντιούη είναι αυτό; Πού το βρήκες;
    - Στους τάφους της Βεργίνας, όταν παρουσιάστηκα! Κοίτα τη δουλειά σου ρε!

(από Sasa, 11/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μηχάνημα κοπής χόρτων. Η ουσία της στρατιωτικής θητείας στις ελληνικές Ένοπλες Δυνάμεις είναι τα κομμένα χόρτα, ίσως περισσότερο και από τις βολές. Η πλειοψηφία των Διοικητών στρατοπέδων κόπτεται περισσότερο για το κόψιμο των χόρτων, παρά για την καθ' αυτού στρατιωτική άσκηση. Κατά περίπτωση, αλλά συχνά, το κόψιμο χόρτων συνεπάγεται άγραφη άδεια για τον τυχερό χλοοκόπτη. Οι μονιμάδες χρησιμοποιούν λανθασμένα τον όρο «χορτοκοπτικό».

Ψαράδες, πού είναι το χορτοκοπτικό; Έρχεται ο Διοικητής, κόψτε όλα τα χόρτα κοντά στο φράχτη, για να μην αρχίζω να μοιράζω Φι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που δείχνει αναίδεια, θράσος. Λέγεται για περιπτώσεις που κάποιος υπερβαίνει τα εσκαμμένα και ζητάει ή κάνει πράγματα που δεν αρμόζουν στη θέση του, π.χ. όταν κάποιος νέος σε κάποιο χώρο ζητά πράγματα που οι παλιότεροι δεν έχουν κατακτήσει ακόμη, ή όταν ο νέος φαντάρος ζητάει καλύτερο νούμερο κλπ.

- Ε νέος, τσάκα την τσαπού!
- Δε σ' άκουσα, πάρε το μηδέν.
- Επ, τι έχουμε εδώ; Μαγκεψάμαν; Κοίτα να δεις, χόρτασε η ψείρα και βγήκε στο γιακά...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

(Στον στρατό:) ο αξιωματικός ή το στέλεχος που έχει την κακιά συνήθεια να χώνει τους φαντάρους να κάνουν αγγαρείες, δουλειές και γενικότερα διάφορα πράγματα που το απόλυτο σάπισμα στο οποίο έχουν περιέλθει οι σειρούλες λόγω της θητείας τους σε καμία περίπτωση δεν τους επιτρέπει να κάνουν με τη στοιχειώδη καλή διάθεση. Άλλωστε κατά 99% κάποια βλακεία δουλειά χωρίς νόημα, τιμητική, μισθό και ένσημα θα είναι, οπότε το προληπτικό φίδιασμα επιβάλλεται!

  1. - Πού είσαι ρε μαλάκα και σε ψάχνει ο Σειρηνάκης;
    - Πάλι δουλειές θέλει να με φορτώσει ο Χοσέ γαμώ την τύχη μου;!

  2. (στο στρατιωτικό πρατήριο Λήμνου)
    Φαντάρος: Γεια...
    Λοχίας: Καλημέρα! Για φτιάξε τα πράγματα στα ράφια και πετάξου στις αποθήκες να φέρεις χαρτοπετσέτες που τελείωσαν. Και να έχεις τον νου σου γιατί σε κάνα μισάωρο θα έρθουν τα γάλατα, να τους χτυπήσεις τιμές και να τα βάλεις στα ράφια.
    Φαντάρος (μουρμουρίζοντας): Α ρε Χοσέ, γαμώ την καλημέρα σου!!

  3. (από το διήγημα «Μεσάνυχτα στην αίθουσα επιχειρήσεων» που γράφτηκε σε στιγμές βαρεμάρας στο στρατηγείο της ΑΣΔΕΝ)
    «[...]Τότε ο Χοσέ πρόβαλε μέσα στην αίθουσα με βήμα αργό, αθόρυβο. Πλησίασε τον νεαρό με το αγνό και ανυποψίαστο πρόσωπο. Ήταν μόνοι. Ο Τέντυ ένιωσε το στιβαρό, δασύτριχο χέρι του Χοσέ να ακουμπάει τρυφερά την πλάτη του και ψέλλισε, άθελά του, ένα επιφώνημα έκπληξης. Αμέσως ντράπηκε και χαμήλωσε τα μάτια.

«Ώρα να φύγουμε κι εμείς, να ξεκουραστούμε», του είπε γλυκά ο Χοσέ. «Ας περιμένουμε πρώτα τους αντικαταστάτες μας Κύριε», αποκρίθηκε ο νέος. «Είναι διαταγή», ανταπάντησε ο Χοσέ κι ένα μεγάλο -παιδικό θα έλεγε κανείς- χαμόγελο σχηματίστηκε στο όμορφό του πρόσωπο, μα τα μάτια του πρόδιδαν μια αναντίρρητη εντολή.»

(από alamo, 02/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείται στον στρατό και συγκεκριμένα στα τεθωρακισμένα όταν σε βάζουν αγγαρεία στον όρχο αρμάτων.

Διοικητής Ίλης: Παπαδόπουλε και Δημητριάδη. Όρχο αρμάτων και γρηγορα.
Φαντάρος: Πω πω ρε σειρούλες, χοσέ αρμάντο που φάγατε πρωινιάτικα.

Got a better definition? Add it!

Published

H αγγαρεία, το χώσιμο στον στρατό.

- Πάλι εγώ θα πάω μαγειρεία; Πολύ χοσέ αρμάντο πέφτει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified