Further tags

κινέζος με πούστη, πούστης με κινέζο

Ρύζι με κοτόπουλο, στην στρατιωτική αργκό («κινέζος» αντί «ρύζι», και «πούστης» αντί «κοτόπουλο» (με ορμόνες, να μεγαλώνει και το στήθος).

- Τι έχουμε σήμερα μάγειρα;
- Αστακό θερμιδώρ με μανιτάρια α λα κρεμ
(ΠΛΑΦ!)
- Όχι ρε φίλε, πάλι κινέζο με πούστη να πούμε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπορέλι από το γνωστό παίχτη του Παναθηναϊκού. Σημαίνει μπορεί, αλλά χρησιμοποιείται για την αντίθετη ακριβώς έννοια, δηλαδή ότι δεν παίζει, αποκλείεται, με καμία δύναμη.

- Τσακίσου φέρε μου τσιγάρα απ' το περίπτερο.
- Και μπορέλι...

Χουάν Χοσέ Μπορέλι (από poniroskylo, 21/09/10)(από ironick, 20/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προκύπτει από το κλαπαρχίδας + ναύαρχος (άτομο με εξουσία και αξιώσεις στο χώρο του -master of their domain). Χρησιμοποιείται ειρωνικά για τον κατά περίσταση γαλονά, αρμόδιο κτλ.

Με στέλνανε από το ένα γραφείο στο άλλο σαν το μαλάκα. Στο τέλος βουτάω μια γραμματέα εκεί και της λέω «Φέρε μου τον κλάπαρχο μωρή, μην τα σπάσω όλα εδώ μέσα, γιατί άκρη δε βγαίνει!».

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

πσκ, πουσουκού

Το τριήμερο από Παρασκευή έως Κυριακή. Το λένε κυρίως οι φαντάροι για τυχόν τέτοια άδεια.

Βλ. και σκ.

- Θα ζητήσω πσκ έξω, αλλά σιγά μη μου την δώσουν τα καθίκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

σκ, σουκού, σου κου

Tο σαββατοκύριακο. Είναι αργκό που λέγεται πολύ μεταξύ των φαντάρων κυρίως για να δηλώσουν αν έχουν άδεια ή όχι το σαββατοκύριακο. Αντίστοιχα και πσκ για Παρασκευο-σαββατοκύριακο.

Επιτέλους πήρα σκ έξω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ασφαλίτης, ο κρυφός αστυνομικός.

-Δες αυτόν εκεί ρε πώς μας κοιτάει, παίζει να είναι λίτης.

(από Khan, 20/03/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φυλακή στα μόρτικα. Λεγόταν έτσι από τους ρεμπέτες ίσως και παλαιότερα.

-Ορμήσαν οι πολισμάνοι στον τεκέ, τους μπουζουριάσανε και τους χώσαν στην ψειρού...

βλ. και στενή, καγκελλαρία, κάγκελο, πλεχτό

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπάτσος, δηλαδή ο αστυνομικός στα ποδανά (=ανάποδα).

Πάμε να φύγουμε γιατί θα σκάσει κανένας τσομπάς και θα μπλέξουμε!

Βλ. και τσοσμπά, τσος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ωραία, καλή φάση. Προέρχεται από την στρατιωτική αργκό αλλά πλέον έχει διαδοθεί και χρησιμοποιείται και στην καθομιλουμένη.

- Πώς περάσατε χτες το βράδυ στο πάρτυ;
- Τζάμι!!

"Έχω αλοιφή να σου δώσω, θα γίνει τζάμι" (από Galadriel, 01/12/09)

Βλ. και τζιτζί, τζιτζιλόνι

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπάτσος. Ιστορικά, προέρχεται από την παλιά (εποχή «είμαι μάγκας & κυκλοφορώ με το ένα μανίκι του σακακιού μου αφόρετο να σέρνεται») μάγκικη έκφραση υπαρξιακής αγωνίας «μπας κι είναι εδώ; μπας κι είναι εδώ;»

(Πολύ παλιός & άρα αδόκιμος όρος για παράδειγμα.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified