Further tags

Χιουμοριστικά ο ταβλαδόρος. Συναντάται και ως «ταβλαδόρ» (εκ του «ματαδόρ» = ταυροπνίχτης ισπανιστί).

Δεισιδαίμων, σκαιός μπινελικωτής της μοίρας, αναλόγως στο ζάρι άλλοτε Καζαντζίδης κι άλλοτε Κοντορσέ (πεφωτισμένος εγκυκλοπαιδιστής που παίρνει σβάρνα τις πολυκατοικίες), μακιαβελικώς σκώπτει νικητής και εκλογικεύει ηττημένος, μανιώδης τζογαδόρος που ξέρει ότι στο τάβλι δεν έχει αργυρό μετάλλιο, κάποτε έφθασε μέχρι και μανσέτες λογιστού να φορεί στα καφενεία, για να μην φθείρεται το σακάκι του απ' το πολύ παιχνίδι!

Ο ταβλομάχος, εκτός του ότι πρέπει να ευχαριστιέται το παιχνίδι τόσον αυτός όσο και ο αντίπαλός του, δεν κλέβει (παρ’ ότι ξέρει ταχυδακτυλουργίες π.χ. παίζοντας ανάποδα), δεν τσιμπάει ζάρι και παίζει τους συνδυασμούς ζαριών και τους κανόνες στα δάχτυλα (π.χ. στο φεύγα. όταν ο άλλος δεν έχει να παίξει τίποτα. του ανοίγεις έστω και ένα μες στο σπίτι σου), έχει κρυστάλλινη αντίληψη του χώρου και να κάνει σοφά υπολογισμένες σε βάθος χρόνου κινήσεις (calculated risks), οφείλει να γνωρίζει και τα εις απανταχού την επικράτεια καλοπροαίρετα σκώμματα μεταξύ παικτών (βλ. καλά του' κανες, ξέρεις εσύ, με ασσόδυο κανείς δε γάμησε κλπ), της απαραίτητης (αλλιώς παίξε σκάκι) δεισιδαιμονίας των μανιωδών παικτών (π.χ. σπάσ' τα και ξαναρίχ' τα κ.α.), τους ηθικούς κανόνες (π.χ. μόνον ΜΙΑ φορά δικαιούσαι να κόψεις ζαριά), καθώς και το ειδικό γλωσσάρι για τα αριθμητικά π.χ. ασσέοι πολλοί (άσσοι), τριήρεις (τριάρες), πένθιμες (πεντάρες), εξαιρετικές (εξάρες), εξάπαντος (έξι-πέντε), άνοιξε το τριώδιο ή το πονηρόν και το ακάθαρτον (τρία-δυο), ντορτελίνια (ντόρτια), δίπλες (διπλές), τετράδιο (τέσσερα-δυο), πενήντα-τέσσερα (πέντε-τέσσερα), παιδί (πέντε-δυο) κτλ.

Αφού λοιπόν πληροί όλες τις προϋποθέσεις του Pantagruel, τότε μπορεί να αυτοσχεδιάσει!

Τέλος, παρ’ ότι γνωρίζει τα Κομφουκιανά ζεύγη ρητών:
- Αν νικήθηκες από καλύτερό σου γιατί διαμαρτύρεσαι;
- Αν νικήθηκες από χειρότερό σου γιατί διαμαρτύρεσαι;
Και
- Αν νίκησες καλύτερό σου γιατί θριαμβολογείς; - Αν νίκησες χειρότερό σου γιατί θριαμβολογείς;
δεν ξέρει να χάνει, τσαντίζεται, βρίζει και τραβάει τα μαλλιά του όταν χάνει, ή πλέει σε πελάγη ευτυχίας και κομπορρημοσύνης όταν κερδίζει, και παρουσιάζει την ασθένεια της επιλεκτικής μνήμης, σχετικά με παλαιότερους θριάμβους ή ήττες του: στη νίκη έχει τη μνήμη του ελέφαντα, στην ήττα του ψαριού.

Διότι έτσι είναι. Διότι έτσι πρέπει.

- Σε πειράζει να παίξω ένα στα γρήγορα με το Σπύρο;
- Εμένα τι να με πειράξει; Μόνο τα φασόλια κρύα… Εσένα θα σου πάρει τα σώβρακα. Μέγας ταβλομάχος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η έκφραση υπονοεί τον γκαντέμη.
Δεν είναι κάποια γκόμενα η λιλή. Είναι η Ντάμα μπαστούνι! Και ναι, είναι από το χαρτοπαίγνιο, τις «κούπες». Το οποίο γνώρισε την αναγέννηση στον καιρό του διαδικτύου. Η «λιλή» ή «κούπες», παίζονταν στα καφενεία 30 χρόνια πριν. Στο συγκεκριμένο παιχνίδι, αυτός που μένει με την ντάμα μπαστούνι -ή την κερδίζει στην χαρτωσιά- ουσιαστικά είναι ο χαμένος, μια και το συγκεκριμένο χαρτί μετράει για 13 πόντους. Και για την ακρίβεια «μένω με τη λιλή» σημαίνει ότι μου μοιράστηκε η ντάμα μπαστούνι και δεν μπόρεσα να την ξεφορτωθώ κατά την διάρκεια του παιχνιδιού.

- Πάμε να ρίξουμε ένα τζόκερ, έχει τζακ-ποτ.
- Μαζί σου όχι, εσύ μένεις με τη λιλή κάθε απόγευμα στο καφενείο! θα πάμε χώρια!

(από electron, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο μεταξύ αφενός των λωτοφάγων της Οδύσσειας, οι οποίοι τρώγοντας ένα φυτό σαν τους λωτούς ένα πράμα ξέχναγαν την νοσταλγία για την πατρίδα που τους έδινε ταυτότητα, και αφεδύο του τυχερού παιχνιδιού Λόττο. Προφάνουσλυ, το ηθικό δίδαγμα είναι ότι με τον τζόγο ξεχνάμε τα πραγματικά δομικά οικονομικά, ψυχολογικά και άλλα προβλήματα, και το κράτος μας ενθαρρύνει γι' αυτό μέσω του ΟΠΑΠ κτλ. Οπότε λοττοφάγος είναι όποιος τρώει την παραμύθα και συμβιβάζεται αντί να γίνει ο μπαχαλάκιας που θα έπρεπε να είναι, και να βγει έξω να τα σπάσει όλα σε ένα πάρτι με Uzi (πλάκα κάνω!).

Κυριολεκτικά είναι αυτός που κερδίζει το Λόττο και μετά πετυχαίνει να φάει τα κέρδη σε χρόνο dt.

Με μια δόση σεφερλίτιδας παραπάνω μπορεί να είναι και ο φανατικός των οχημάτων Lotus.

Από την Καθημερινή, ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο, εδώ.

ΛΟΤΤΟφάγοι που έχασαν τα κέρδη τους
Και γύρισαν στη φτώχεια

Στο ερώτημα «ποιος θέλει να γίνει εκατομμυριούχος;» δύσκολα θα βρεθεί κάποιος που θα απαντήσει αρνητικά. Διαβάζοντας, ωστόσο, ιστορίες και εξομολογήσεις ανθρώπων που κέρδισαν το ΛΟΤΤΟ, γίνεται αντιληπτό ότι τα σύνορα τύχης και ατυχίας είναι ευμετάβλητα. Η Εβελιν Ανταμς, για παράδειγμα, κέρδισε πριν από χρόνια 5,4 εκατ. δολάρια, αλλά σήμερα ζει σε τροχόσπιτο αφού δεν είπε ποτέ «όχι» σε όποιον της ζητούσε χρήματα. Ο Τζακ Γουίτακερ, που κέρδισε στις ΗΠΑ 315 εκατ. «κατόρθωσε» να τα χάσει όλα από κακές επιλογές, δωρεές και φιλανθρωπίες.

Σ.ς.: Είναι, λοιπόν, περίεργα τα παιχνίδια της κλητωρίδας.

Λοτοφάγοι. (από Khan, 24/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πιο γλυκιά, πιο όμορφη, πιο τρυφερή λέξη στον κόσμο, διαθέτει και τη «σκοτεινή» σλανγκική πλευρά της. Καθεμιά από τις ποικίλες τούτες σλανγκικές χρήσεις παραπέμπει / εστιάζει σε κάποιο / κάποια από τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της βιολογικής μητέρας, π.χ. την εμπειρία της, τον εποπτικό της ρόλο, την υπεύθυνη θέση της, τον προστατευτισμό της, την αυθεντικότητά της.

  1. Χαρακτηρισμός προσώπου ιδιαίτερα επιδέξιου / ικανού / έμπειρου σε κάποιον τομέα. Κάθε σχετική του προσπάθεια στέφεται κατά κανόνα με αξιοσημείωτη επιτυχία. Συνώνυμο: μάστορας.

    • Ο Κωστάκης είναι μανούλα στα ηλεκτρολογικά.
    • Η Αννούλα είναι μανούλα στα τσιμπουκώματα εν κινήσει. Εγώ οδηγούσα κι αυτή ρούφαγε.
    • Ο χρήστης Khan φαίνεται μανούλα σε θέματα μεσαιωνικής σχολαστικής φιλοσοφίας.
  2. Πρόσωπο που μεριμνά για άλλους, έχει την ευθύνη των πράξεών τους, τους εποπτεύει, τους επιβλέπει.

    α. Στα πλοία του Πολεμικού μας Ναυτικού, μάνα του πλοίου είναι ο Ύπαρχος, ο δεύτερος και λεγόμενος. Όπως η κλασική μητερούλα, ο ύπαρχος αναφέρει στον πατέρα του πλοίου (καπετάνιος) τις μαλακίες που έκαναν τα παιδιά (το υπόλοιπο πλήρωμα). Όχι όλες βέβαια, μόνο τις πιο σοβαρές, αυτές που δεν κουκουλώνονται με τίποτις.

    β. Στον Στρατό Ξηράς, ο επιλοχίας είναι η μάνα του λόχου.

  3. Σε διάφορα παίγνια, τυχερά και μη, μάνα είναι παίχτης επιφορτισμένος με ιδιαίτερο ρόλο, συχνά προνομιακό.

    α. Στο μπλακ-τζακ η μάνα είναι αυτός που μοιράζει τα φύλλα στους άλλους παίκτες, ενώ η ίδια τραβάει φύλλο τελευταία. Για να «καεί» η μάνα, πρέπει κάποιος παίχτης να έχει μεγαλύτερο φύλλο απ' αυτήν. Αν έχει το ίδιο φύλλο, η μάνα κερδίζει και διατηρεί τη θέση της.

    β. Σε πολλά παιδικά παιχνίδια, όπως το «αλάτι ψιλό - αλάτι χοντρό», «πινακωτή-πινακωτή» κ.α. Βλ. αναλυτικά εδώ και εδώ.

  4. Ειδικά στο τάβλι, μάνα είναι η πρώτη θέση όπου τοποθετούμε αρχικά όλα τα πούλια. Συνεκδοχικά είναι και τα ίδια τα πούλια που βρίσκονται εκεί. Στις πόρτες (παιχνίδι που οι παραδοσιακοί ταβλαδόροι περιφρονούν λόγω της απλότητάς του και μετά βίας το κατατάσσουν στις του ταβλίου παραλλαγές) δεν υπάρχει μάνα.

  5. Το εργοστάσιο κατασκευής ενός μηχανήματος, συνεκδοχικά τα ίδια τα μηχανήματα στην αρχική τους μορφή, χωρίς κάποια μεταγενέστερη προσθήκη / τροποποίηση / μετατροπή (βλ. και σχετικό λήμμα μαμίσιο). Συνώνυμο: κούτα, της κούτας.

    Τίποτα ρε σου λέω δεν έχω πειράξει, το μηχανάκι είναι μαμά, όπως το πήρα, της κούτας.

Ενδιαφέρον γραμματικό φαινόμενο είναι, εν προκειμένω, η χρήση του ουσιαστικού (μάνα) ως επιθέτου (μανίσιο / μαμίσιο), όταν πρόκειται να δηλωθεί η προέλευση, η καταγωγή. Π.χ. πήρα μηχανάκι Ιαπωνία αντί πήρα γιαπωνέζικο μηχανάκι.

  1. - Που λες αγόρι, μάνα η Αμαλίτσα στο τσιμπούκι. Μιλάμε η γυναίκα έχει αναγάγει το προφορικό σε επιστήμη, διδάκτορας πεολειχίας κι έτς. Στεγνό τον βάζει στο στόμα, στεγνό στον βγάζει. Ούτε σταγόνα δεν πάει χαμένη.

  2. - Ο πουσταράς ο ύπαρχος μ' έχει πάει γαμιώντας τώρα τελευταία. Μιλάμε για τρελό χώσιμο..
    - Εμ, η μάνα του πλοίου είναι, τη δουλειά του κάνει ο άνθρωπας.
    - Να μου το θυμηθείς, μάνα-ξεμάνα, θα του γαμήσω τη μάνα εγώ αυτού του καριόλη κάποτε.

  3. Άντε βρε μαλάκα, πήρες εργολαβία τη μάνα. Χάσε καμιά φορά να κάνει και κανάς άλλος...

  4. - Ντορτάκια! Σου πλακώνω τη μάνα καριόλη, τέλος! - Μάθε πρώτα να μετράς ρε καραγκιόζη, με ντόρτια χτυπάς την παραμαμά...
    - Στ' αρχίδια μου! Τι μάνα, τι παραμάνα, το ίδιο κάνει. Σ' έχω σκίσει ούτως ή άλλως.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στο άθλημα της υδατοσφαίρισης (water polo), φουνταριστός είναι ο κατεξοχήν επιθετικός παίχτης, ο πλέον προωθημένος. Δουλειά του είναι να βάζει τη μπάλα στο πλεχτό, κάτι που θεωρητικά ξέρει καλύτερα από κάθε άλλο συμπαίκτη του. Για να το πετύχει αυτό είναι μονίμως «αγκυροβολημένος» μπροστά στο αντίπαλο τέρμα (goalpost) περιμένοντας την κατάλληλη πάσα από κάποιον περιφερειακό.

    Η θέση του φουνταριστού είναι η πλέον εκτεθειμένη, κάτι σαν να βρίσκεσαι στο λάκκο με τα κωλοδάχτυλα. Διότι, αν και το πόλο είναι γενικά «αντρικό» και σκληρό παιχνίδι, το ξύλο που τρώει ειδικά ο φουνταριστός δεν περιγράφεται. Δέχεται πολλά «βρόμικα» χτυπήματα (κάτω από το νερό) που ο διαιτητής δεν σφυράει διότι α) πολύ απλά δεν τα βλέπει, β) το ξύλο είναι αναπόσπαστο μέρος του αθλήματος.

    Εννοείται πως μόλις ο φουνταριστός πάρει πάσα, έχει στη διάθεσή του ελάχιστα κλάσματα του δευτερολέπτου να κινηθεί και να σκοράρει, πριν πέσουν πάνω του οι αντίπαλοι αμυντικοί και γίνει της Κορέας...

  2. Στο πόλο ο όρος είναι πλήρως καθιερωμένος, χρησιμοποιείται όμως και σε άλλα αθλήματα, όπως το ποδόσφαιρο. Και πάλι, φουνταριστός είναι εν προκειμένω ο βασικός επιθετικός της ομάδας, ο γκολτζής απ' τον οποίο όλοι περιμένουν το θαύμα.

    Λέγεται και κυνηγός, επειδή κυνηγάει α) πάσες συμπαικτών του, που προσπαθούν να τον «βγάλουν» σε θέση για γκολ, β) το ίδιο το γκολ.

    Λέγεται επίσης και εννιάρι. Αυτό το νούμερο φόραγαν παλιά στη φανέλα οι βασικοί κυνηγοί μιας ομάδας, ενώ έγινε μέχρι και ταινία βασισμένη σε ομώνυμο μυθιστόρημα του Μ. Κουμανταρέα. Τώρα βέβαια έχουν αλλάξει τα πράγματα: ο βασικός γκολτζής μπορεί να φοράει φανέλα με ότι νούμερο του καυλώσει, π.χ. 79 ή 00 και άλλα άκυρα...

  3. Στο τάβλι. Στην παραλλαγή του πλακωτού, φουνταριστός είναι το πούλι εκείνο που ο παίχτης «προωθεί» ριψοκίνδυνα, χωρίς κάλυψη, με σκοπό να πλακώσει / χτυπήσει πούλι του αντιπάλου σε ευαίσθητη θέση, δλδ κοντά στη μάνα / μαμά (ει δυνατόν και την ίδια τη μαμά, οπότε η σεμνή τελετή περατούται πάραυτα). Γι' αυτόν που γουστάρει να παίζει με αυτόν τον τρόπο, λέμε ότι την έχει δει καμπόης, το δε παιχνίδι τρέπεται εις καουμπόικο.

    Ο φουνταριστός του ταβλιού λέγεται και κυνηγός (όπως ο ποδοσφαιρικός φουνταριστός), λέγεται όμως και μπάτσος (που ψάχνει να «συλλάβει» κάποιο αντίπαλο πούλι). Τέλος, οι ναυτικοί μας χρησιμοποιούν τον όρο βατσιμάνης (από το watchman), θέλοντας να περιγράψουν αυτό ακριβώς το πούλι που βγήκε από το μαντρί «για να κόψει κίνηση».

  1. Ο προπονητής του ΝΟΛ, Νίκος Βλαζάκης, θέλει τον φουνταριστό του παίκτη να είναι πραγματικό «θηρίο». Να είναι δηλαδή πάνω από δύο μέτρα και με μεγάλη δύναμη στις φάσεις.
    Από εδώ.

  2. Ροντρίγκο, ο πράσινος φουνταριστός έρχεται! Ένας παγκόσμιος πρωταθλητής έκλεισε στον ΠΑΟ!
    Από εδώ.

  3. Μπα, τι βλέπω αγορίνα μου, βγάλαμε και μπάτσο να μας φυλάει; Ακόμα δε βγήκες απ' τ' αυγό σου, μας θες και καουμποϊλίκια; Εμένα που με βλέπεις έχω κάνει στη θάλασσα, και κάτι τέτοιους βατσιμάνηδες τους τρώω για πρωινό...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τεμπέλης είναι και ο τέταρτος στην πρέφα, χαρτοπαίγνιον τεχνικότατον και δυσκολότατο, που παίζεται από τρεις μόνο παίκτες.

Ο τέταρτος, συνηθέστατα νιούμπης στό χώρο, παρεισφρύει στο τρίο με επίμονες παρακλήσεις, σωστός μπρηχτάκος, δηλαδή, με πρόθεση τάχα μου να γράφει τα καπίκια, απαλλάσοντας καποιον από τους άλλους τρεις από την επίπονη διαδικασία της εν πρέφα βαθμολόγησης.

Αντικειμενικός του τεμπέλη στόχος είναι η de profundis εκμάθηση του παίγνιου.

Σκηνικό σε Αγρινιώτικο καφενέ: -Ρε Σύλλα, τοσα χρόνια στο κουρμπέτι, συνέχεια τεμπέλης είσαι, τι διάολο, στούρνος είσαι και δεν εμαθες ακόμα πρέφα, απάενε για μάθιασμα καλύτερα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην επιχειρηματική αργκό, ντηλάκιας *αποκαλείται ο *κατά συρροή επιχειρηματίας.

Ο ντηλάκιας έχει την οξυδέρκεια να εξαγοράζει υποτιμημένες μπίζνες (πάντα με κεφάλαια τρίτων) και να υλοποιεί συμφωνίες και πράξεις που θα τις «αναπτύξουν» και τους προσδώσουν «χρηματοοικονομική αξία», όπως αναδιάρθρωση και εξορθολογισμό κόστους (σ.ς.: απολύσεις), εισαγωγή ή διαγραφή από το χρηματιστήριο, συγχώνευση με άλλες εταιρίες, απόσχιση δραστηριοτήτων σε νέες spinoff εταιρίες, αλλαγή φορολογικής έδρας, κλπ.

Ο ντηλάκιας διαφέρει από τους παλαιάς κοπής Έλληνες επιχειρηματίες:

  • Δεν ενδιαφέρεται να αναπτύσσει οργανικά και σε βάθος χρόνου βιώσιμες επιχειρήσεις: η καύλα του έγκειται στο να μοσχοπουλήσει την εταιρία σε όσο το δυνατό συντομότερο χρόνο ώστε να αδράξει την επόμενη ευκαιρία,
  • Αντίθετα με τον (ευρισκόμενο στον πάτο της διατροφικής αλυσίδας) κλασικό κομπιναδόρο, ο ντηλάκιας διαθέτει στοιχειώδη οικονομική παιδεία, κατέχει τα εργαλεία της επενδυτικής τραπεζικής, γνωρίζει καλά την εγχώρια και διεθνή νομοθεσία και δεν είναι εκ προοιμίου λαμόγιο.

Εκ το αγγλικού deal («συμφωνία») < Ο.Ε. dælan («να μοιράζεις» πχ. την τράπουλα). Ειρήσθω εν παρόδω, η πρώτη επιχειρηματική εφαρμογή του όρου καταγράφεται το 1837 ως σλάνγκ.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα εγχώριου ντηλάκια είναι ο Δημήτρης Κοντομηνάς, ο οποίος «ανέπτυξε» και μοσχοπούλησε πλειάδα εταιριών, όπως:

  • τις Ιντεραμέρικαν και Ευρωκλινική Αθηνών στην Eureko,
  • την Interbank στην Eurobank,
  • την NovaBank στην Πορτογαλική BCP,
  • το κανάλι Alpha TV στην Γερμανική RTL,

    και πάει λέγοντας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχει ο ορισμός, αλλά η άποψη μου είναι διαφορετική και εξηγούμαι:

Αβανταδόρος είναι ο βαλτός επί τούτου να αβαντάρει μια κατάσταση να την προωθεί προς την κατεύθυνση που έχει πληρωθεί να σπρώξει.

Ο παπατζής έχει αβανταδόρο για να παίζει τον παπά και να κερδίζει χρήματα από τον παπατζή με απώτερο σκοπό ο αιμοδότης να τσιμπήσει να ποντάρει και να ανεβάσει τον τζίρο του παπατζή.

Επίσης, σε δημοπρασίες παίζει πολύ ο αβανταδόρος, με σκοπό να αυξήσει την τιμή του προς δημοπράτηση αντικειμένου.

- Δεν ξαναπάω δημοπρασία Γιώργο φίλε μου!

- Γιατί ρε Πάνο;

- Ε τι γιατί είχαν 4 αβανταδόρους και ανέβασαν την τιμή κοντά στο καινούργιο, σκέτη απάτη φίλε Τζορτζ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απολύτως απένταρος μάγκας που, ως επί το πλείστον, έχει περιέλθει σ' αυτήν την κατάσταση από απανωτές αποτυχημένες απόπειρες να ρεφάρει χασούρα από χαρτοπαιξία με ατυχή αποτελέσματα. Παρ' όλα αυτά, ο βέρτζινος δε θα κλειστεί στο σπίτι του να κλάψει τη μοίρα του αλλά θα γλεντήσει το καημό του με τράκα κρασάκι-τσιγαράκι. Παλιάς κοπής αντιλήψεις αλληλεγγύης στα πάθη του άντρα θα τον στηρίξουν μέχρι να ξαναπιάσει τη καλή.

- Γύρισε ο Τάκης βέρτζινος πάλι απόψε και τον παντόφλιασε η γυναίκα του.
- Άντε μωρέ τη σκύλα, όταν της τα φέρνει καλά είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπιλιάρδο, αυτός που κάνει συνέχεια τελάρο, δηλ. κατ' εξακολούθηση επιβαρύνεται με το στήσιμο των μπαλών.

Αυτό συμβαίνει διότι ο εν λόγω είναι επαγγελματίας λούζερ, κατσίκι, άμπαλος, ασχετίλας.

Ο μανάβης σπανίως έως ποτέ έχει τη δυνατότητα να βγάλει το άχτι του κάνοντας το εναρκτήριο σπάσιμο, ηδονή η οποία επιφυλάσσεται για τον ευτυχή αντίπαλο του μανάβη. Ο μανάβης παρακαλάει να τελειώσει μια ώρα αρχύτερα το μαρτύριο αυτό, να βλέπει δηλ. τα κόκαλα, που με τόση επιμέλεια έστησε, να εξακοντίζονται με μανία στου τραπεζιού τις άκρες.

Εννοείται πως οι εντρυφούντες εις την μαναβικήν αποτελούν τα ιδανικά θύματα για τους επιτήδειους που δεν γουστάρουν να πληρώνουν για την ώρα που παίζουν. Η λυπητερή αποστέλλεται στον ηττημένο, ο οποίος πληρώνει κατά κανόνα τον πάγκο.

- Μαλάκα αυτή η τελευταία στεκιά που έβγαλες απλά δεν υπήρχε. Αράπης σε γαμούσε χτες το βράδυ και σου 'χει ανοίξει έτσι ο κώλος;
- Άντε τέλειωνε με το στήσιμο, ρε μανάβη, κι άσε τα πολλά λόγια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified