Στην αργκό των αλογομούρηδων, παίζω αέρα σημαίνει αγοράζω μετοχές χωρίς να έχω τα λεφτά, προσδοκώντας να καλύψω την τιμή αγοράς με τα κέρδη από τη μεταπώληση, εκμεταλλευόμενος το χρονικό περιθώριο που μου παρέχει η χρηματιστηριακή εταιρεία (3ήμερο, δεν ξέρω αν ήταν και περισσότερο το 1999) για να βάλω τα χρήματα στο λογαριασμό.

Ο αέρας είχε πολλαπλασιαστική επίδραση τόσο στη δημιουργία της χρηματιστηριακής φούσκας του 1999, όσο και στην εκρηκτικότητα του σκασίματός της. Εύλογο βεβαίως ν’ αντιληφθεί το γιατί, όχι μόνο ένας οικονομολόγος, αλλά οποιοσδήποτε έχει φουσκώσει ένα μπαλονάκι στη ζωή του:

α) ο αέρας τη φουσκώνει τη φούσκα, και

β) άμα τη φουσκώσεις πολύ η φούσκα σκάει.

Οι παίκτες του αέρα, αφού είχαν προσελκυσθεί στο χρηματιστήριο αυξάνοντας το ανύπαρκτο κεφάλαιό τους χάρη στο ανοδικό ράλι των μετοχών, κάποια στιγμή βρέθηκαν ν’ αγοράζουν με 30 και μετά τρεις ημέρες η μετοχή να είναι 29. Οπότε και μια μεγάλη μάζα παικτών βρέθηκαν να χρωστούν την αξία των μετοχών τους, την οποία αδυνατούσαν να πληρώσουν.

Υπάρχει ακόμη – και εδώ – και ο νόμιμος αέρας, το margin, μια πίστωση με τσιμπητό επιτόκιο που σου παρέχει η χρηματιστηριακή για αγορές μετοχών, δεσμεύοντας αντίστοιχο αριθμό μετοχών στο λογαριασμό σου. Κι εδώ, στο σπάσιμο της φούσκας, ο επενδυτής (ο λίγο πιο συγκρατημένος από τον αδίστακτο και αχαλίνωτο αλογομούρη, μια αλογοφατσούλα ας πούμε), ή θα έπρεπε να πουλήσει μετοχές ή να προσθέσει χρήματα στο λογαριασμό του.

Όπως καταλαβαίνεις, με τις ελαστικές και παραμορφωτικές του ιδιότητες, ο αέρας στάθηκε ένα εργαλείο χρήσιμο για τη μεγάλη εκείνη αρπαγή πλούτου, που αποτέλεσε ίσως και τον εναρκτήριο πυροβολισμό στη διαδικασία συνθλιβής της Ελληνικής μεσαίας τάξης, της οποίας τώρα ζούμε το μεγαλειώδες αποκορύφωμα. Οπότε τελικά, μπορεί να οριστεί ως το ανύπαρκτο χρήμα, το χρήμα στα ψέματα, χρήμα-μαϊμού.

Η ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ ΑΧΕ έχει άνοιγμα τριάντα δις αέρα, είναι για λουκέτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πώς απογειώνεται

Η Θεωρία του Μείζονος Βλακός προτείνει ότι ένας επενδυτής μπορεί να αγοράσει σε βλακωδώς ακριβές τιμές εφ’ όσον γνωρίζει ότι θα πουλήσει σε μεγαλύτερο από αυτόν βλάκα σε υψηλότερη τιμή. Έτσι δημιουργείται κάθε επενδυτικό αεροπλανάκι.

Πώς καταρρέει

Μοιραίως κάποιος θα σκεφτεί «το φελέκι μου μέσα, μπορεί να είμαι βλάκας, αλλά δεν είμαι και αρχιμαλάκας. Και χώνει.

Ηθικόν δίδαγμα

Η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ!

Βλ. και επενδυτική πυραμίδα.

- Ενός βλακός προκειμένου μύριοι έπονται...
(Ευάγγελος Λεμπέσης, «Η τεραστία κοινωνική σημασία των βλακών εν τω συγχρόνω βίω», 1941)

- Διεθνείς επενδυτικοί οίκοι και hedge funds που έχουν κατακλύσει την ελληνική αγορά με κεφάλαια της τάξης των 40 δισ. ευρώ φαίνεται να δημιουργούν το απόλυτο «αεροπλανάκι» καθώς μέσα από κατευθυνόμενες εκθέσεις και τιμές-στόχους για μετοχές, κατορθώνουν να κερδοσκοπούν εγκλωβίζοντας ακόμη και τους ίδιους τους πελάτες τους για να φορτώσουν τελικά το «μουντζούρη» που αγοράζουν στην ύψιστη τιμή πριν κατρακυλήσουν οι τιμές...
(προφητικό άρθρο απ'ο το 2005)

- Στο αεροπλανάκι και ο Κάρολος Φιξ. Ορισμένες από τις πλουσιότερες οικογένειες της χώρας, μέλη του διεθνούς τζετ-σετ, είχαν επενδύσει στα «πυραμιδικά» επενδυτικά προϊόντα (...) με αποτέλεσμα τα λεφτά τους να συνδεθούν... με Κάιρο (λόγω πυραμίδων). (από εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνεισφέρω τον οβολό μου μοιρολατρικά στον ναό της αρεσκείας μου και λαμβάνω την άγουσα.

Τη παρόδω του χρόνου μπορεί να ανακυρηχθώ και μέγας χορηγός της ναοδομίας (κοινώς, «εγώ τα 'χω κτίσει).

Όπως κάθε καλός χριστιανός εναποθέτει τις ελπίδες του σε ανώτερες δυνάμεις, επικυρώνοντας το αίτημα του δια της επί χρήμασι αφής κηρίου, έτσι και ο καλός τζογαδόρος δεν θεωρεί τον αποχωρισμό από τα χρήματα του παρά μια νομοτελειάκη πράξη στα πλαίσια της λατρείας του.

- Πάμε και στο τραπέζι του μπλακ-τζακ να δούμε τι παίζει;
- Αδελφέ εγώ το κεράκι μου το άναψα, θα την κάνω.
- Έλα ρε ξενέρα, 10 λεπτά θα κάτσουμε και θα φύγουμε...
- Το άλλο, με τον Τοτό, το ξέρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον τρόπο που φτιάχνεται ο τραχανάς δημιουργούνται παρομοιώσεις, που οδηγούν την έκφραση και στο να σημαίνει:

  1. Απλώνω τα πούλια μου στο τάβλι, έτσι ώστε να είναι ανυπεράσπιστα. Συνώνυμο: χύνομαι.

  2. Για όσους γράφουν εργασίες, απλώνω όλη την βιβλιογραφία μου στο πάτωμα, ώστε να μπορώ να την συμβουλεύομαι ταυτοχρόνως. Είναι μια φάση των Μάστερ, Πουτσουντού κτλ, και η έκφραση παίζει στην ακαδημαϊκή επαγγελματική αργκό.

  1. - Άμα έχεις απλώσει τραχανά έτσι, εγώ φταίω που σε πλακώνω;

  2. - Πήγα να με φιλοξενήσει η Μαρία στο Πούτσεστερ, όπου σπουδάζει, να δούμε και τα αξιοθέατα της μεσαιωνικής πόλης, αλλά είχε πολλή δουλειά για να γίνει μαστόρισσα και κάθε μέρα άπλωνε τραχανά. Δεν είχαμε πού να πατήσουμε μέσα στο σπίτι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τότε που μπήκε το ποδοσφαιρικό στοίχημα στη ζωή μας, ένα πλήθος εκφράσεων το ακολουθεί. Ίσως η πιο πολυχρησιμοποιημένη είναι η συγκεκριμένη, η οποία έχει να κάνει και με το «πόσο ειδήμονας» το παίζει ένας τζογαδόρος.

Η έκφραση χρησιμοποιείται για να δείξει τη σιγουριά κάποιου παίχτη για την έκβαση ενός αγώνα.

Ολόκληρη η έκφραση συναντιέται ως εξής:
Αυτό το παιχνίδι είναι άσος (ή διπλό, κάποιες φορές και Χι), από εδώ μέχρι το (είτε την χώρα είτε την πόλη που γίνεται ο εν λόγω αγώνας).

  1. -Μαλάκα, παίζει στο Μονπελιέ η Μπορντό με την τοπική ομάδα. Και μιλάμε ότι η Μονπελιέ άλλαξε προπονητή. Και ξέρεις τι γίνεται όταν μια ομάδα αλλάζει προπονητή...
    -Ρε, μπούρδες μας λες. Η Μπορντό είναι η πιο φορμαρισμένη ομάδα αυτή την περίοδο, στη Γαλλία. Αυτό είναι καραδιπλό, από εδώ μέχρι το Μονπελιέ....

  2. -Ανκαρασπορ με Μπουρσασπόρ.... Δύσκολα τα πράγματα. Ο άσος είναι ψηλά.
    -Έχω διαβάσει ότι έχουν καλές σχέσεις οι δύο ομάδες. Μάλλον για Χί το βλέπω..
    (Πετάγεται τύπος από διπλανό τραπέζι, έξαλλος)
    -Τι λέτε ρε; Αυτό είναι διπλό από εδώ μέχρι την Μπούρσα, η άνκαρασπόρ πάει για φούντο. Σέρνεται σου λέω, είδα το προηγούμενο παιχνίδι της. Έτοιμος είμαι να πάω να πάρω δάνειο και να τα κάτσω πάνω ρεεεε....

  3. ....λοιπόν έχω κάτι παιχνιδάκια, φοβερά, θα πάμε ταμείο. Ξεκινάω με διπλό της Σταντάρ μέσα στη Μαλίν, συνεχίζω με τον άσο της Χερέθ που φιλοξενεί την Καντίθ, τσοντάρω και διπλό τη Νασιονάλ με την Πάσος Φερέϊρα, και κλείνω Κυριακή βράδυ με την ασάρα από δω μέχρι το Μόναχο, της Μπάγερν κόντρα στην Κολωνία.

(από Μάγιστρος, 29/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ασανσέρ αποκαλούνται:

  • Τα χαρτιά με μεγάλες ανοδικές και καθοδικές διακυμάνσεις, συχνά ικανά να συμπαρασύρουν δια της πορείας τους και την υπόλοιπη αγορά,

... και ωσεκτουτού...

1.
Σαν περίεργα δεν φαίνονται όλα αυτά για τη μετοχή-«ασανσέρ»;

2.
«Ασανσέρ» οι τραπεζικές μετοχές ενόψει των stress tests της ΕΚΤ

2.
Χ.Α: Κέρδη 0,89% σε συνεδρίαση... ασανσέρ

  1. Ινσέψιο: ασανσέρ η μετοχή της Kleeman.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αργκό του ταβλαδόρου.

Εκ του «Πιστεύω» ( ... γεννηθέντα ου ποιηθέντα και παθόντα και ταφέντα και αναστάντα ...)

Στο πλακωτό, όταν πιάνεις το πούλι του αντιπάλου με διπλές, κοπανάς τέσσερεις φορές το πούλι σου στο τάβλι στις αντίστοιχες θέσεις, (π.χ. έξι βήματα τη φορά αν έχεις εξάρες), λέγοντας την ανωτέρω φράση μέχρι να τον πλακώσεις. Ανάσταση δεν προβλέπεται.

- Άφησες παραμάνα ; Τώρα θα δεις ...
- Άμα φέρεις πεντάρια, μαγκιά σου!
- Πεντάρια ! Γεννηθέντα και παθόντα και ταφέντα και πλακωθέντα! Τ' αφήνεις διπλό ή θα συνεχίσεις να το παίζεις για να το μάθεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολυσχιδής σλανγκιά, εκ του ηχομιμητικού γουργουρίζω. Αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στα εξής:

  • Το δοχείο του ναργιλέ, αυτό που γουργουρίζει όταν τον πίνεις. Οι γούργουρες κατασκευάζονται από γυαλί, πηλό ή κολοκύθα• οι καλύτεροι όμως, από το κέλυφος καρύδας (η λέξη nārgil στα περσικά σημαίνει καρύδα). Εναλλακτικά: γουργού, γούργουρας, γουργούλακας, γουργούλιακας.
  • Η κληρωτίδα, επειδή όταν γυρίζει γουργουρίζει. Εξ ου και η έκφραση «τώρα που γυρίζει ο γούργουλας».
  • Μη σλανγκικά (αλλά αρκούδως λαογραφικά), το λαρύγγι του κόκορα (επειδή γουργουρίζει) και το πήλινο δοχείο σε διάφορες ντοπιολαλιές.

1.
Γουργούς / γούργουλας: ο ναργιλές (από τον ήχο του νερού κατά το ρούφηγμα που μοιάζει με γουργουρητό

2. οι «ειδήμονες» του ναργιλέ λένε ότι ο καρυδάτος γούργουλας είναι ασυναγώνιστος

3.
Τώρα που γυρίζει ο γούργουλας, ποντάρετε παρακαλώ… Να ξεπουλήσουμε την πατρίδα, τη χώρα που γεννάμε τα παιδιά μας! Άλλος δοσίλογος, ποντάρετε παρακαλώ…

4.
Λοιπόν…στοιχηματίζω ολόκληρο το βασίλειό μου της Δανιμαρκίας, που δεν είναι βέβαια και τίποτα σημαντικό έτσι σάπιο που κατάντησε, αλλά αυτό έχω αυτό βάζω, βάλτε και σεις παιδιά, μαύρο κόκκινο, λάδι για την καντήλα, εδώ κληρώνει ο γούργουλας, πως αν ο επικείμενος πρώτος τους δίσκος τους Let The Sunburnt Country Burn -αν και όποτε βγει- θ’ αφήσει εποχή…

(από σφυρίζων, 18/07/13)(από σφυρίζων, 18/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Η κύρια σημασία της λέξης είναι ο εγκλωβισμένος σε μετοχές. Αυτός που αγόρασε ψηλά. Αυτός που φορτώθηκε τα κωλόχαρτα. Ο δαρμενογαμημένος.

- Άσε, είμαι εγκλωβισμένος από το 1999 σε ένα πουτσόχαρτο της Σοφοκλέους... 10 χρόνια τρώω ξύλο.

Φτού ρε πούστη μου, πάλι την πάτησα... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχή των απανταχού της επικρατείας χρηματιστών και επενδυτών/τζογαδόρων/αλογομούρηδων. Παρά την σαφή αναφορά σε ισπανόφωνο άνδρα, η έκφραση ΔΕΝ έχει καμιά απολύτως σχέση με την Ιβηρική ή τη Λατινική/Νότια Αμερική. Προέρχεται από το ελληνικό ρήμα χώνω (προστακτική χώσε) το οποίο παραπέμπει στην πώληση μετοχών, το κοινώς λεγόμενο χώσιμο στην αγορά. Το γιατί η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ είναι προφανές: αν προλάβεις να ρευστοποιήσεις μέρος ή το σύνολο του χαρτοφυλακίου μετοχών πριν από την πτώση της αγοράς, δεν έχεις λόγο να κλαις ούτε εσύ (ο Χοσέ) ούτε βέβαια και η μάνα σου, αφού έχεις παντελονιάσει τα κέρδη. Το είδος αυτό του επενδυτή-τζογαδόρου-αλογομούρη ΔΕΝ υπήρχε κατά την περίοδο του 1999-2000, οπότε πολλές μάνες έκλαψαν με μαύρο δάκρυ.

- Ντίνο, σκέφτομαι να δώσω εκείνα τα Χαλυβδόφυλλα και τα Κλωνάρια (σ.σ. εξαιρετικές μετοχές αμφότερες), πώς το βλέπεις;
- Τι να σου πω αγόρι μου; Ξέρεις τι λένε: η μάνα του Χοσέ δεν έκλαψε ποτέ. Να τα χώσω;
- Χώστα να παν στο διάολο να γλιτώσω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified