Further tags

Συναντάται μεταξύ των γκεϊμεράδων. Πωρωμένος σημαίνει, ο τυπάς που έχει κολλήσει στο μηχάνημα, βαράει 24ωρα στο Lineage, και κλέβει λεφτά από το πορτοφόλι του μπαμπά του για να πάει στο ίντερνετ καφέ της γειτονιάς του.

- Ρε Μιχάλη, πάλι εδώ σε βρίσκω. Τι θα γίνει ρε, θα βγούμε για κανένα γκομενάκι;
- Μπα, παίζω εδώ Counter και τη βρίσκω άγρια!
- Τι πωρωμένος είσαι εσύ ρε; Πώς πωρώθηκες έτσι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μία ολοκληρωμένη κίνηση της μπίλιας στην ρουλέτα, από την στιγμή που φεύγει από το χέρι του κρουπιέρη ως την στιγμή που μένει εντελώς ακίνητη σε νούμερο.

  1. Η τελευταία μπιλιά γι απόψε.

  2. Άλλες τρείς μπιλιές να ρεφάρω και φύγαμε.

Στον αέρα λέμεεε... (από Marco De Sade, 16/03/09)Κορίτσια δεν γαμάτε τη ρουλέτα, να πάμε να παίξουμε τίποτ\' άλλο; (από Marco De Sade, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Η γκόμενα που, μόλις μαθαίνει ότι χώρισες με τον δεσμό σου, στην πέφτει ανοιχτά για να καταλάβει την θέση που χήρεψε... γιατί στην βράση κολλάει το σίδερο.

  2. Το μισθωμένο από μπαρμπουτιέρες και χαρτοπαικτικές λέσχες άτομο που αναλαμβάνει να παρηγορήσει με φιλικές κουβέντες τον μεγάλο χαμένο της βραδιάς και να τον στηρίξει ψυχολογικά. Αυτό συμβαίνει όταν ο χαμένος είναι καλός πελάτης, οπότε η δουλειά της παρηγορήτρας είναι να τον στήσει πάλι στα πόδια του ώστε μετά από μερικές ημέρες να τον ξαναμαδήσουν στην λέσχη.

  1. Παρηγορήτρα είναι αυτή. Μου την έπεσε κι εμένα μόλις χώρισα με την Νίκη.

  2. (Παρηγορήτρα προς τον χαμένο:)
    - Έλα μωρέ, τα λεφτά έτσι είναι, πάνε κι έρχονται... Γκίνια είναι θα σπάσει κάπου... Η υγεία είναι το σημαντικό...

υπάρχουν και χειρότερα (από Marco De Sade, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο χώρος που παίζεται το μπαρμπούτι. Συνήθως παράνομος ή ημιπαράνομος με τσιλιαδόρους, έξοδο ανάγκης, ηχομόνωση και φουσκωτούς.

  2. Το τραπέζι που παίζεται το μπαρμπούτι.

  3. Κάθε διαδικασία ή παιχνίδι στο οποίο, οι αρχικοί κανόνες παύουν κατά περιόδους να ισχύουν και γίνεται της πουτάνας. (Πάντα προς όφελος ορισμένων).

  1. (Από τις ειδήσεις)
    Παντρεμένος συνελήφθη σε παράνομη μπαρμπουτιέρα μαζί με τον γκέι δεσμό του.

(Άμα δεν σε πάει, γάμισέ τα. Τράβα παίξε κανένα τάβλι.).

  1. Μπαρμπουτιέρα έχει γίνει η αγορά της Σοφοκλέους.

  2. Έχουν κάνει το σύστημα με τις αγροτικές επιδοτήσεις σκέτη μπαρμπουτιέρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στην χρηματιστηριακή αργκό: η μετοχή τρώω φόλα. Κυριακή χαρά, Δευτέρα λύπη. Το υψηλού κινδύνου κωλόχαρτο.

- Πήρα 10.000 τεμάχια Φουμαρέξ και σε μιά βδομάδα χάνω 60 %.
- Να το χαίρεσαι το σαπάκι που φορτώθηκες.

Χώστα όλα μάρκετ, μπάς και σώσουμε τίποτα... (από Marco De Sade, 14/03/09)

Σχετικά κουβάς αλλά και μπιζνεσαίος, μαρίδα, η.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κύρια σημασία της λέξης είναι ο εγκλωβισμένος σε μετοχές. Αυτός που αγόρασε ψηλά. Αυτός που φορτώθηκε τα κωλόχαρτα. Ο δαρμενογαμημένος.

- Άσε, είμαι εγκλωβισμένος από το 1999 σε ένα πουτσόχαρτο της Σοφοκλέους... 10 χρόνια τρώω ξύλο.

Φτού ρε πούστη μου, πάλι την πάτησα... (από Marco De Sade, 19/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».

Συχνότατα χρησιμοποιείται και σε παρελθόντα χρόνο, σαν «πήρα αμπάριζα», «πήρε αμπάριζα».

Η λέξη αμπάριζα είναι Αλβανικής προελεύσεως και σημαίνει ή «ορμητήριο» ή «φωτιά», δεν γνωρίζω ακριβώς.

Η δε φράση προέρχεται από την «αμπάριζα», ένα παλιό αγορίστικο παιδικό παιχνίδι ανοιχτού χώρου, που παιζόταν από δύο ομάδες:

Ένας παίκτης της μιας ομάδας έβγαινε από την αμπάριζά του και πλησίαζε την αντίπαλη αμπάριζα προκαλώντας και κοροϊδεύοντας τους παίκτες της. Τότε κάποιος αναλάμβανε να τον κυνηγήσει και ο πρώτος παίκτης υποχωρούσε προς το στρατόπεδό του, ώστε να ακουμπήσει την αμπάριζά του για να ανανεώσει την «φωτιά» και να είναι δυνατότερος από τον καταδιώκοντα. Ή, μπορούσε ένας άλλος παίκτης να «βγει» από την αμπάριζα για να καταδιώξει τον επελαύνοντα αντίπαλο. Όποιος δηλαδή «έβγαινε» τελευταίος από την αμπάριζα, ήταν πιο δυνατός. Και γι' αυτό το φώναζαν: «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω». Δηλαδή; δεν υπολογίζω κανέναν και ορμάω μέσα σ' όλα.

Μέχρι φυσικά ν' ακουγόταν ένα νεότερο «παίρνω αμπάριζα και βγαίνω».

-Τί γίνεται, θα τα καταφέρεις με τους χτίστες;
-Βρε παίρνω αμπάριζα και ζήτω που χεστήκανε!

===

-Τα έβγαλε πέρα ο Γιώργος με τους συγγενείς του; -Ρε πήρε αμπάριζα σου λέω και δεν ξέρανε που να κρυφτούνε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νικώ, κερδίζω.

Από την λέξη «ρόμβος».

Κάποια παιδικά παιχνίδια (όπως το κουτσό), είχαν έναν ρόμβο που σημείωνε το νικητήριο τέλος της διαδρομής και όποιος έφτανε εκεί πρώτος έκανε ρόμβο-ρόμπο-ρούμπο.

Ρούμπος = η επιτυχία, η νίκη.
Σε ρούμπωσα = σε νίκησα.

Ε, να έχουμε και μία σεμνή λέξη για την νίκη μας. Είπαμε σλανγκ, αλλά αν μας καλέσουν για γκολφ και νικήσουμε, μην πλακώσουμε τον άλλον στα «σου έσκισα τα βάρδουλα ρε πούστη», «σου γάμησα τα πρέκια ρε παπάρα», δεν σηκώνει, θα ξεφτιλιστούμε σε τέτοιο «κωλομεγλειφάτο» περιβάλλον. :-) Ενώ ένα «σας ρούμπωσα» αγαπητέ μου, αφήνει άλλες εντυπώσεις.

- Ποιος κέρδισε στο τάβλι ρε;
- Εγώ ρε, τον ρούμπωσα τον Κώστα.

(από vip, 23/03/09)(από Βασίλης-7, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίσημη μονάδα μέτρησης η οποία δεν έχει μπει ακόμα στο CGS ή στο MKS, άγνωστο για ποιους λόγους, αν και εικάζεται ότι ανθελληνικοί, αλλόθρησκοι δάκτυλοι σε συνεργασία με ξένα, σκοτεινά παράκεντρα εξουσίας είναι στη μέση ως συνήθως...

Η μονάδα μέτρησης κολώνα χρησιμοποείται από τους Έλληνες καυλοτίμονους για να περιγράψει την διανυσματική διαφορά μεταξύ δύο παραλλήλως κινούμενων αυτοκινήτων (Α και Β), τα οποία οι ιδιοκτήτες τους έχουν προηγουμένως «στήσει». Όπου κολώνα, ο παρόδιος στύλος της ΔΕΗ που φωτίζει τον δρόμο - θέατρο των προαναφερθεισών επιχειρήσεων. Δεδομένου ότι η διαφορά από κολώνα σε κολώνα είναι συγκεκριμένη (πχ. 15 μέτρα), αν το αυτοκίνητο Α προπορεύεται του Β κατά 30 μέτρα, λέμε ότι «του 'ριξε 2 κολώνες».

Ενίοτε χρησιμοποιείται και η μισή κολώνα, ως υποδιαίρεση της κολώνας, ενώ για μικρότερες διαφορές είθισται να χρησιμοποιείται ο όρος «αμάξια» ή «καρότσες», όπου το μήκος του μέσου αυτοκινήτου χρησιμεύει ως ένδειξη της διαφοράς. Επιστημονικά πράγματα.

- Στήσιμο;
- aseto...
- Τι άσετο ρε φλωρόκουπα; Κωλώνεις;
- Τι να κωλώσω από το ματρακά σου ρε ληγμένο άτομο; Πέντε κολώνες θα σου ρίξω για να μην το παίζεις τζάμπα μάγκας. Άδειες;

(από acg, 26/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα γυναικολογικά, κυριολεκτικά και μεταφορικά, λόγω της εντυπωσιακής ομοιότητας που έχει το γυναικείο αναπαραγωγικό σύστημα με τα υδραυλικά τοιαύτα. Να μην συγχέεται με τον υδραυλικό, εκτός αν ως (Σάκη) υδραυλικό εννοήσουμε τον μουνολόγο.

-Έχει τα υδραυλικά της, ή απλά είναι καριόλα;

%

βλ. και μουνικά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified