Further tags

Παιχνίδι του ταβλιού, όπου πλακώνεις τα πούλια, αντί να τα «τρως». Χρησιμοποιείται ως συνώνυμο του σεξ, ειδικά του καβαλητού.

- Πού είναι ο Γιώργος και η Μαρία;
- Παίζουνε πλακωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται στο τάβλι, όταν ένας παίκτης ρίξει τα ζάρια έξω από την ξύλινη επιφάνεια του ταβλιού, στο κενό, ή όπου αλλού. Εννοείται ότι ο τοιούτος παίκτης μόνο αν είχε μια σκάφη, γούρνα (κρητιστί) ή μπανιέρα θα του έφτανε για να μην ρίξει τα ζάρια στον γάμο του Καραγκιόζη. Μετά λέμε: «σπάσ' τα και ξαναρίχτα».

Clopy paste από Χαλικούτη και Ιησού.

- Ωχ, το μάτι μου! Μια μπανιέρα για τον κύριο! Σπάσ' τα και ξαναρίξ' τα ρε μόρτη, αλλά με το μαλακό!...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιο δυνατό χαρτί στο πόκερ. Λέγεται για τρελές ευκαιρίες, για κάτι πολύ καλό που τυχαίνει σε κάποιον.

- Πω ρε είδες τον Τάσο, πώς την έριξε εκείνη την ξανθιά θεογκόμενα;
- Είδες; Φλος ρουαγιάλ ο Τάσος...

Φλος ρουαγιάλ (από poniroskylo, 09/01/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βολή στο μπιλιάρδο, επειδή γίνεται με τη στέκα.

- Πω πω τι στεκιά έριξα ο άτιμος! Έβαλα 4 μπάλες, μου φαίνεται ότι μετά θα πάω να παίξω τζόκερ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στο μπιλιάρδο, το βοηθητικό εργαλείο που στηρίζει τη στέκα στις μακρινές στεκιές. Λέγεται επίσης και γέφυρα ή Θανάσης.

- Μου κάνεις πάσα μία τον βασιλιά; Είναι δύσκολη αυτή η μακρινή στεκιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνδυασμός κινήσεων πλήκτρων και μοχλού προ της χορηγίας κερμάτων στο παίγνιο μπούμπλε-μπούμπλε, με σκοπό την απόκτηση βελτιωμένων ιδιοτήτων (παπουτσάκι, μαστιχούλα), τα οποία ανακτώνται αυτομάτως, ασχέτως του εάν χάσεις μπαρμπαδάκι.

Εάν ενθυμούμαι καλώς το power up για το παπουτσάκι ήταν:
αριστερός μοχλός αριστερά και επάνω (τρις) + άλμα!
για τη δε μαστιχούλα:
δεξιός μοχλός δεξιά-αριστερά (δις) και φούσκα!

Μεταφορικά εχρησιμοποιήτο και ως ερμηνευτικό εργαλείο για απρόσμενες επιδόσεις κάποιου.

Αρχικά:
- Έλα γρήγορα να κάνουμε power up πριν μας δει ο Μάριος και μας την λέει πάλι.

Μεταφορικά:
- Ρε συ, τι κάνει το πουλί; το ένα χλατςμετά το άλλο!
- Έκανε power up και έγινε χεράς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη επιστημονικής φαντασίας που εκφράζει κάτι ιδεατό. Αποδίδεται σε σημείο στο στοίχημα που υποτίθεται ότι είναι άχαστο και χωρίζει το σύνολο της ανθρωπότητας σε δύο εντελώς άνισα μέρη: Στους μαλάκες που δεν θα εκμεταλλευτούν την ευκαιρία για εύκολο κέρδος και στους αίλουρους που θα πλουτίσουν. Στην ουσία αποτελεί λέξη-ιδέα για κάτι που ίσως υπάρξει. Γνωρίζουμε τις ιδιότητές του, γνωρίζουμε το «σχήμα» του, γνωρίζουμε και τη χρησιμότητά του, αλλά απλά δεν υφίσταται. Ακριβώς όπως και το φωτόσπαθο, η μηχανή του χρόνου, τα ιπτάμενα αυτοκίνητα και τα γένια του φίλου μου του Χρήστου που γνωρίζουμε πώς θα είναι όταν δημιουργηθούν.

Λέξη-κράχτης γνωστών «παραγωγών» του ραδιοφώνου, το καλύτερο δόλωμα για τη μαρίδα του στοιχήματος, ο χειρότερος διώχτης για τους «γκουρού» και γενικά μία φράση που πολύ χρησιμοποιείται από τους κύκλους του αθλητικού τζόγου.

(Από γνωστή εκπομπή «μεγαλοπαραγωγού» ραδιοφώνου της Σαλονίκης)

- Έλα Παρ, λέω να παίξω στο στανταράκι το 238 τετραψήφιο ποσό. Ο μεγάλος άσος της Ίντερ έρχεται και πληρώνει. Καταλαβαίνω ότι όποιος δεν έχει φράγκα χάνει μεγάλη ευκαιρία αλλά, έτσι είναι η ζωή... άδικη.
- Δικέ μου λυπάμαι που είναι μέση του μήνα και είμαι στεγνός. Τα φράγκα θα πέσουν όπως και ο Καραγκούνης!

(Θα έγραφα για τον Άρη στον τελικό κυπέλλου που πάνω κάτω είπε τα ίδια αλλά 1ον: Με αυτό το παράδειγμα φαίνεται καλύτερα η ειρωνία, και 2ον: Πονάει ακόμα ρε γαμώτο...)

Συνώνυμο: σιγουράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η τοποθέτηση πολλών πουλιών του παίκτη στο τάβλι (τουλάχιστον 4) σε μία θέση, χωρίς να υπάρχει ειδικός λόγος. Συνήθως ο όρος λέγεται στο πλακωτό. Γενικά το σουβλάκι δεν θεωρείται καλό, σε αντίθεση με την πόρτα που εμποδίζει τον αντίπαλο.

- Ρε μαλάκα κάνε καμιά πόρτα μπας και κερδίσεις, αντί να φτιάχνεις σουβλάκι!
- Ε ρε Μήτσο τι να κάνω; Με τέτοιες ζαριές που μου έρχονται...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η μετοχή μιας εταιρείας, στην χρηματοοικονομική διάλεκτο των αλογομούρηδων της Σοφοκλέους.

Τα «βαριά χαρτιά» (πχ μεγάλες τράπεζες, ΟΤΕ κλπ) υποτίθεται προσδίδουν σταθερότητα σε ένα χαρτοφυλάκιο (γράφε: πίτσες μπλε!) ενώ τα χαρτιά-σαπάκια ενέχουν υψηλότερο ρίσκο αλλά υπόσχονται καλύτερες αποδόσεις (γράφε: σε στέλνουν στο φτωχοκομείο μια ώρα αρχύτερα).

«Ασήμωσε να σε πω τα καλά χαρτιά» (Ρετρό άρθρο του ΒΗΜΑτος, 23 Ιανουαρίου 2000)

« Η οικονομική ευδαιμονία που έφερνε η αύξηση των μετοχών, τους έκανε να ξεχνούν ότι στην πράξη τα χαρτιά που είχαν στα χέρια τους είχαν αξία μόνο αν μετατρέπονταν σε πραγματικό χρήμα. Αλλά για ποιο λόγο να κάνουν κάτι τέτοιο όταν με αυτά τα χαρτιά κέρδιζαν τόσα – εικονικά – χρήματα σε λίγες ημέρες, που η πραγματική τους εργασία δεν μπορούσε να τους τα αποφέρει σε πολύ μεγαλύτερο διάστημα;» (Το ΠΟΝΤΙΚΙ)

Got a better definition? Add it!

Published

Η καραμπόλα στο μπιλιάρδο που γίνεται με εύνοια της τύχης, αλλά και με εντελώς αδόκιμο τρόπο. Φάβα καραμπόλα έχουμε συνήθως μετά από κόντρα ή αναπήδηση της μπάλας.

  1. Έκανε σαράντα σερί με τρεις φάβες.

  2. - Μήπως πέρασες από την οδό Φαβιέρου, Νικολάκη;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified