Επιφώνημα που δηλώνει ανακούφιση ή και ενθουσιασμό (μετά απο δυσάρεστη περίοδο πίεσης, ανίας κλπ). Συνώνυμα: επιτέλους!, καιρός ήταν!, άιντε!
Επιφώνημα που δηλώνει ανακούφιση ή και ενθουσιασμό (μετά απο δυσάρεστη περίοδο πίεσης, ανίας κλπ). Συνώνυμα: επιτέλους!, καιρός ήταν!, άιντε!
Got a better definition? Add it!
Επιφώνημα-χαρακτηρισμός που χρησιμοποιούν (κυρίως) τα κορίτσια σχετικά με την αγκαλίτσα, με το αίσθημα, ή για να αναφερθούν σε κάτι χαριτωμένο, ζουμπουρλούδικο, φλάφικο και ομορφούλι.
- Σού 'δειξε η Τίτα φωτό από το ανιψάκι της;;
- Ναι! Είναι πολύ γούτσου! Άχου το μωλέ!!
Δες και γουτσισμός.
Got a better definition? Add it!
Επιφώνημα ενθουσιώδους επιδοκιμασίας και απότισης σπεκ προς όσους μας καταπλήσσουν με το έργο τους, τον λόγο τους, την δημιουργικότητά τους.
Εκ του «έγραψες ιστορία» ή, πιθανότατα, εκ του «έγραψες άριστα σε εξετάσεις».
Εναλλακτικά, ζωγράφισες, κέντησες, κ.α.
1. Έγραψες μεγάλε! Σωστός και παραστατικός! (σχόλιο του lykos για το λήμμα το μύδι.
2. Έγραψες με γκολ απ' τα αποδυτήρια μεγάλε. (σχόλιο του acg για το λήμμα χασίστες και φουντικοί
Got a better definition? Add it!
Επιφώνημα, συνοδεύον μούτζα / φάσκελο στον προφορικό λόγο. Ετυμολογία: από το β' ενικό πρόσωπο προστακτικής «όρισε» του ρήματος Ορίζω.
Σαν να λέμε: «ορίστε», «πάρ' τα», «πάρ' τα να μην στα χρωστάω».
Ενίοτε συνοδεύεται και από ένα «στα μούτρα σου» και διάφορες κλητικές προσφωνήσεις (π.χ. «ρε μαλάκα», «ρε στόκε» - βλ. μήδι), ή, όπως είδα και στο νετ (κι αυτό δεν το ήξερα) χρησιμοποιείται και με την μορφή «όρσε γαμπρέ κουφέτα».
Η λέξη χρησιμοποιείται, παράλληλα με την μούντζα, μόνο από Έλληνες (οι αλλοδαποί δεν αντιλαμβάνονται το υπονοούμενο - παρ.1):
Ως βρισιά. Με ένα απλό «όρσε» συνοδεία μούτζας τρως και μήνυση για εξύβριση και προσβολή προσωπικότητας και σε καταδικάζουν κιόλας. (παρ. 2)
Ως κοροϊδία: Σε περίπτωση που κάποιος είπε / έκανε μια μαλακία, τρώει την μούντζα του με ένα «όρσε» για να του γίνει αντιληπτή η αποδοκιμασία του συνομιλητή του (παρ. 3)
Παράρτημα:
Μεταγενέστερο ρίσερτς απέδωσε (από εδώ):
Τα είδη της μούτζας:
Η αεριωθούμενη. Φσσσσσσς... Μπόινγκ! Τόσο γρήγορη που δεν την πιάνει η κάμερα.
Η χιαστί. Όταν τα δύο χέρια σχηματίζουν ένα «Χ»!
Η φαλτσαριστή. Όταν απευθύνεται σε παραπάνω από ένα πρόσωπα και ξεκινάει από τη μια μεριά για να καταλήξει στην άλλη.
Η διπλή. Όταν το ένα ορθάνοιχτο χέρι σκάει πάνω στο άλλο.
Η με προσποίηση. Όταν ο αποστολέας κοιτάει αριστερά και σημαδεύει δεξιά.
Η επαναλαμβανόμενη ή αλλιώς κυματιστή. Όταν τα δύο χέρια αποδίδουν τη μούντζα και κατόπιν κινούνται σαν τα κύματα στην παραλία. Σκάνε και ξανασκάνε και ξανασκάνε...
Η εμφατική. Όταν συνοδεύεται μ' ένα δυνατό «Πάρτα!»
Η εμφατική που προεξοφλεί γραμμάτια. Όταν συνοδεύεται μ' ένα δυνατό «Πάρτα, να μη στα χρωστάω!»
Η εμφατική που περιγράφει την υγεία του αποδέκτη. Όταν συνοδεύεται μ' ένα δυνατό «Πάρτα μωρή άρρωστη!»
Η εμφατική που σκέφτεται μακροπρόθεσμα. Όταν συνοδεύεται μ' ένα δυνατό «Πάρε νά 'χεις!»
Παράδειγμα 1:
-...και καθόμασταν στο κοβενγκάρντεν και του λέω του παπάρα «φέρε ένα φραπέ ρε παλικάρι» και με κοίταγε σαν τον μαλάκα. «Ένα φραπέ ρε» και με κοίταγε σαν βόδι. «Φραπέ γαμώ το φελέκι μου, άισκόφι, πώς το λέτε εδώ». «Κόφι;» μου λέει. Ε, ρε πούστη μου, καθυστερημένο γκαρσόνι μου κατσε στο Λονδίνο, δεν άντεξα, του χώνω ένα φάσκελο «Όρσε ρε ζώον, κόφι, κόφι λέμε!»
-Και σε κατάλαβε με τη μούντζα;
-Μου 'φερε πέντε καφέδες το μόγγολοκαι του πα να τους βάλει στον κώλο του, αλλά δεν κατάλαβε ούτε αυτό. Εγγλέζοι σου λέει ο άλλος, πολιτισμός παπάρια μάντολες.
Παράδειγμα 2:
(Ένας λεβέντης οδηγός παραβιάζει στόπ και κοψοχολιάζει τον ερχόμενο από την κάθετο - φρενάρουν και οι δύο, δεν γίνεται ατύχημα στο παρά λίγο και ο παρανομών τρώει μια μούτζα περιποιημένη - ακολουθεί διάλογος):
-Όρσε ρε χοντρομαλάκα κόντεψες να μας σκοτώσεις, πάρ' τα μην στα χρωστάω ρε βόιδαγλα.
-Τί λες ρε, πώς μιλάς έτσι, θα σου κάνω μήνυση!
-Θα μου κλάσεις μια μάντρα ρε που έχεις και τα μούτρα να μιλάς.
(πέφτουν μπουνίδια)
Παράδειγμα 3:
-Ρε μαλάκες, Λιακόπουλο έχετε παρακολουθήσει; αυτός τα λέει καλά ρε...
-Άσε ρε τα λέει καλά το νούμερο...
-Ρε σεις, λογικά τα λέει, οι Ελ υπάρχουν γύρω μας
-Τελέρε Νώντα, πού τους είδες τους Ελ εσύ;
-Ελ Βενιζέλος βρε ανίδεε σε όλες τις ταμπέλες με το αεροπλανάκι
(όλη η ομήγυρη σηκώνει τις μούτζες ταυτόχρονα)
-ΟΡΣΕ ρε όργιο!
(ακολουθεί φατούρο)
Got a better definition? Add it!
Επιφώνημα που εμμέσως πλην σαφώς παραπέμπει σε μαλάκα! / μαλάκω!
Το εκστομίζεις όποτε βρεθείς αντιμέτωπος με κάποιο γελοίο υποκείμενο που προβαίνει σε θρασύτατη μαλακία ή πουστιά, όπως π.χ. να σφηνωθεί πρώτος στην ουρά κάποιοας δημόσιας υπηρεσίας, να παρκάρει την Cayenne του μπροστά από ράμπα αναπήρων, κοκ. Ενός κραξίματος μύρια έπονται, αλλά το αυτί του ωραίου σπάνια ιδρώνει: άμα ο άλλος είναι μαλάκας, είναι μαλάκας...
Got a better definition? Add it!
Φράση που χρησιμοποιεί ο Γιώργος Γεωργίου.
(Από το καφενείο των φιλάθλων, 24 Φεβρουαρίου 2008)
-Εσύ τώρα τι μου λες. Ότι παίζει μπάλα η ΑΕΚ, με τον πάτερ Νικόλα (σ.ς. Κωστένογλου) και με το Μορεέτο, που τα τρώει σα λουκουμάδες; Ήμαρτον ρε συ!!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Αμερικλανιά κακής ποιότητας συνήθως (καουμπόικη, αστυνομική, δράσης τύπου Speed, κττ), η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στα στοιχεία δράσης που περιέχει.
Hχομιμητικό επιφώνημα που μάλλον προέρχεται από την κλαγγή των πετάλων τού εν καλπασμώ αλόγου, σε συνδυασμό με τον ρυθμό των φριχτών αυτών μουσικών που συνοδεύουν παρόμοιες ταινίες (και οι οποίες έχουν γίνει φετίχ των δελτίων ειδήσεων).
Got a better definition? Add it!
Επιφώνημα επιτυχίας δηλ. «Ζήτω!», «έμπαινε Γιούτσο!» κλπ ή (ειρωνικά) αποτυχίας δηλ. «τώρα κονομήσαμε!», «την κάναμε από κούπες» κλπ.
Προέρχεται από το ιταλικό παιχνίδι λοταρίας tombola (<ιταλ. tombolare = κάνω κωλοτούμπουλες), το οποίο έπαιζαν πλανόδιοι τομπολατζήδες στους μαχαλάδες των πόλεων μέχρι και πριν από καμιά 70αριά χρόνια, κρατώντας ένα τύμπανο που, χτυπώντας το σαν σήτα, ανάδευε τους λαχνούς που χοροπηδούσαν.
Αυτός που του ’πεφτε ο τυχερός λαχνός, φώναζε χαρούμενα «τόμπολα!» και στη συνέχεια γύρευε από τον τομπολατζή το αντίτιμο (π.χ. χρηματικό έπαθλο, ένα μικρό δωράκι, κάτι φαγώσιμο κλπ).
Η έκφραση με την διπλή σημασία της λέγεται και στην Ιταλία, ενώ αντίστοιχα οι Αγγλοσάξονες λένε «Bingo!» (από το ομώνυμο παιχνίδι που παίζουν οι θείτσες) ή «Disco!», δηλ. «Μπράβο!», «Το πέτυχες!», «Διάνα!» κλπ.
Οι τομπολατζήδες, όπως και όλοι οι γυρολόγοι επαγγελματίες του δρόμου (λούστροι, καστανάδες, σημιτζήδες, καλντεριμιτζούδες, «παιχνιδιάτορες» μουσικοί, λαχανάδες, ακονιστές, σαμοβαροφόροι πωλητές τσαγιού ζωσμένοι φλιτζανάκια, ακροβάτες, κομπογιαννίτες, επαίτες με ζητιανόξυλο δίκην μουσικού οργάνου, παπατζήδες, οπωροπώλες με καροτσάκι κλπ) αποτελούσαν ιδιαίτερο σινάφι -και μάλιστα οι Σταμπουλούδες τομπολατζήδες διέθεταν δικές τους χορευτικές φιγούρες στον ζεϊμπέκικο, τον λεγόμενο «τομπολατζήδικο».
Μέχρι και σήμερα, σε διάφορα συνοικιακά ιχθυοπωλεία, ένα μεγάλο κι ακριβό (αλλά απούλητο) ψάρι «βγαίνει στη λοταρία» με πρωτοβουλία του ιχθυοπώλη προς τους παρεπιδημούντες μαγαζάτορες, προκειμένου να μην χαλάσει και ζημιώσει ο Αλφαβητίξ...
- Ρε σύ, που’ σαι ψηλός, για κοίτα μήπως βγήκε η βαθμολογία στο Συνταγματικό!
- Ναι, κάτι βλέπω, τί μητρώο είσαι;
- 397.566.978 Β΄ κλιμάκιο...
- Τόμπολα! Πέρασες φίλο!!!
-Σ ώπα ρε κι ετοιμαζόμουνα για Σεπτέμβρη, πώς έγιν’ αυτό το θάμα; Και δε μου λες, πόσο πήρα;
- Πουφουσού, μην τα θες κι όλα δικά σου!
- Δηλαδή;
- Ταληράκι, Παγκόσμιος Φοιτητική Σταθερά...
- Από πού θέλετε να πάμε Κέντρο, από Κηφισίας για Σύνταγμα ή από Κατεχάκη, να κόψουμε από Κεδρηνού;
- Ξέρω γω; Καλύτερα το δεύτερο, γιατί άκουσα κάτι για πορείες σήμερα λέει...
- Καλώς!
- Αμάν! Τί γίνεται ’δω πέρα ρε παιδιά;
- Τόμπολα! Κλειστή η Πανόρμου, πέσαμε σε έργα...
- Ωωωχ... Εδώ θ’ αφήσουμε τα κοκαλάκια μας!
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει: «Πάρε δρόμο!!», «Βρε ούστ!!», «Σπάσε!!», «Γκιτ ρε!!» (απ' το τούρκικο φύγε).
Λέγεται πάνω σε καυγά, με άγριο, αποφασιστικό ύφος και πολύ ελαφρά δασύ και τραβηγμένο το σίγμα.
Ο Λιάκος ο Πετρόπουλος το ετυμολογεί από το παλιό προτρεπτικό επιφώνημα yisa! των χαμάληδων της Πόλης που το πήραν οι καπανταήδες -κι απ' αυτούς οι μάγκες (σημαίνει και: αλλάζω πορεία προς τον άνεμο). Πίσω του διακρίνει το ιταλικό (βενετσιάνικο κατά Τριανταφυλλίδη) ναυτικό επιφώνημα issa! (βίρα!), που λέγονταν όταν το ιστιοφόρο σήκωνε πανιά για να την κάνει.
Ίσα μωρή λούγκρα μη σηκωθώ και φτύσεις της μάνας σου το γάλα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Επιπλέον και στις εκφράσεις:
«Πω πω ζημιά που πάθαμε!!» και
«Πω πω ζημιά που μας έκανες!!»
Εκφράσεις που σπανίως κυριολεκτούν ενώ στη συντριπτική τους πλειοψηφία αποτελούν:
Αυθόρμητο επιφώνημα εκστασιασμένου θαυμασμού όταν περνά από μπροστά μας το σκοτεινό αντικείμενο των πόθων μας, είτε αυτό είναι άτομο (π.χ. τύπου Λίλιαν), είτε αντικείμενο - φετίχ (π.χ. μηχανή / αυτοκίνητο / σκάφος) που σκλαβώνει / στοιχειώνει σκέψη / φαντασία / όνειρα, οπότε αποτελεί για μας ντέμο του προσωπικού επί γης παραδείσου.(Οι σωματικές παρενέργειες είναι συχνότατο φαινόμενο: γούρλωμα οφθαλμών, τρέξιμο σάλιων, στύση ενίοτε μετά ρεύσεως -της οποίας η όλη έκφραση αποτελεί κι ευφημισμό-, πεταλούδες στο στομάχι, ανέβασμα σφυγμών, ιδρώτας σε ...διάφορα σημεία και άλλα πολλά).
Συνώνυμα: Βρε τι πάθαμε (στα καλά καθούμενα)!!, Αμάν!! Τι ‘ναι τούτο!!, «Αυτά είναι!!».
Και το πιο ωραίο : οι βουλευτές θα έχουν έκτακτη παρακράτηση 5% στο εισόδημά τους (δηλαδή σε μισθό 6.200 ευρώ το μήνα θα τους παρακρατηθεί 310 ευρώ. Πω , πω ζημιά !!! Σημειώνω ότι οι βουλευτές δεν δέχτηκαν περικοπή 10% που είχε προτείνει ο πρόεδρος της Βουλής Δ. Σιούφας
Θες να με ξεκάνεις. Αχ και να είχα τώρα κάνα κιλό βρασμένα κάστανα. Πω, πω ζημιά!! Όλο ιδέες μου βάζεις και με βλέπω να στρογγυλεύω κι άλλο. Κέικ, χοιρινό με κάστανα. Χριστούλη μου!!
Πω πω ζημιά!! Πάω για κρύο ντους!! (βλ. μήδια)
(Όλα απ’ το δίχτυ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified