Further tags

Το γρήγορο τρέξιμο. Πολύ συνηθισμένη λέξη παλιότερα στη Πάτρα. Σχετικό ρήμα: πιλαλάω. Παράγωγο η κωλοπιλάλα, δηλ. το τρέξιμο με ζόρι και γενικότερα η βιασύνη.

Έκανα μιά πιλάλα για να προλάβω το λεωφορείο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κρητική version του της πουτάνας που χρησιμοποιείται κατά κόρον από μη Κρήτες και τείνει να αυτονομηθεί εκ της Νήσου.

Αλιεύματα εκ του διαδικτύου:

- ΕΠΑΕ ΤΣΙ ΠΟΥΤΑΝΑΣ ΘΑ ΓΕΝΕΙ!!!

- Εδώ γίνεται τσι πουτάνας και μυρωδιά δεν πείραμε

- Τσι πουτάνας θα γίνει εκείνη τη μέρα ααχαχαχαχαχαχαχαχαχ (Mes;)

- !shocked! !shocked! !shocked! abraam: ελα ελααααα, θα γινει τσι πουτ@νας! /jumper/. Τίγρης: ωπα-ωπα .....εγινε τσι πουτανας ;sohappy; ;sohappy; ;sohappy;.

(από MXΣ, 08/08/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεσσηνιακό ιδίωμα. Το λέμε όταν ταρακουνάμε κάποιον πολύ δυνατά.

Η λέξη προέρχεται από την χαρακτηριστική κίνηση που κάνει η αλεπού προσπαθώντας να σκοτώσει το θήραμά της (πχ κότα). Την πιάνει και αρχίζει να την ταρακουνάει δεξιά και αριστερά με πολύ δύναμη επιφέροντάς της το τελειωτικό χτύπημα.

Στο χωράφι ο μπαμπάς με το γιο του και το σκύλο τους τον Σήφη έχουν πάει να ποτήσουν τα ξινόδεντρα γιατί τα ποντίκια τρώνε τις ρίζες. Καθώς ποτίζουν πετάγεται από το νερό ένας καρλαφτάκος (είδος ποντικιού), οπότε ο Σήφης τρέχει και τον βγάζει από το νερό
- Χαχαχαχα, κοίτα μπαμπά ο Σήφης έπιασε το ποντίκι!
- Ναι, ναι, κοίτα τον πως το αλουποτινάζει ε, ωραιος ο Σήφης, κοίτα το σκότωσε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με κάθε ευκαιρία, μόλις ή όποτε βρεθεί χρόνος, συνεχώς αλλά χωρίς σοβαρή ή προφανή αιτία.

  1. - Η γυναίκα μου, άδεια ώρα με παίρνει τηλέφωνο στη δουλειά, για να μου πει μαλακίες. Στις 9, θα πάω λέει στο σούπερ μάρκετ. Πόσα αυγά να πάρω; Στις εννιάμιση, να πάρω ψωμί; Στις 10 και τέταρτο, ο σκύλος έχει ανησυχίες... Λες και δεν έχω άλλη δουλειά να κάνω, μόνο να ασχολούμαι με ό,τι της καυλώσει... Έχει γίνει και θέμα συζήτησης και δε γουστάρω...
    - Σ' αγαπάει και θέλει να σε ακούει.
    - Αρχίδια! Να τσεκάρει αν είμαι στη δουλειά θέλει...

  2. Αυτοί οι μπινέδες άδεια ώρα φόρους βάζουνε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πελοποννησιακό ιδίωμα που χρησιμοποιείται όταν ένα αντικείμενο βρίσκεται σε απόκρημνο / δυσπρόσιτο σημείο, συνήθως σε μεγάλο ύψος, και είναι αδύνατη η πρόσβασή μας σε αυτό.

Προέρχεται από την λέξη σκάλα, το οποίο φανερώνει και το μεγάλο ύψος.

Ποδόσφαιρο στην αλάνα στο χωριό:
- Ρε μαλάκα, μη κάνεις μεγάλα βολέ, θα την σκαλιάσεις την μπάλα στης θεια Γιαννούλας την σκεπή.
- ...
- Οοοοοοοοοχι, σκάλιασε, και στο 'πα ρε. Αντε κανε τον καουμπόι τώρα να την κατεβάσεις. Αμα σπάσουν τα κεραμίδια θα σε κυνηγάει η θειά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ακαταστασία, ο χαμός που προκαλούν τα χιλιάδες μπιχλιμπίδια, προσωπικά αντικείμενα (κλειδιά, κινητό, πορτοφόλι, εφημερίδες), φωτογραφίες, παπούτσια, κρεμάστρες με ζακέτες, τσάντες, στην είσοδο του σπιτιού ή στο χολ, μια ακατάστατη κουζίνα, με πάγκους γεμάτους μπουκαλάκια με μπαχάρια, νεροχύτη γεμάτο ταψιά και πιάτα, σακούλες με ψώνια που δεν έχουν τακτοποιηθεί στα ντουλάπια κ.ά.

Αυτό έχει να κάνει (λένε οι επιστήμονες) και με το χαρακτήρα και την ιδιοσυγκρασία του ατάσθαλου και ανεπρόκοπου για το χάος που επικρατεί στο σπίτι του.

Τοπικός ιδιωματισμός, Θεσσαλικό.

Μαρία, γυρνάει από τη δουλειά, διαλυμένη.
- Ρε παραμπάγκο, αχαΐρευτε... πώς είναι έτσι το σπίτι; Τι ανιβουρό είναι αυτό; Κάθεσαι και παίζεις όλο πλεϊστέσον και δε μαζεύεις όλο αυτό το χαμό απ' το δωμάτιό σου...
- Έλα ρε μάνα, τι φωνάζεις ναούμ, τι είναι αυτό το ανιβουρό; Πας καλά ρε μάνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με φωνές τρομάζω και σκορπίζω τα ζώα.
(Αρκαδικό)

- Αοούυαα..Πρρρρ...Γιαλλαλλαούυυι..Πρρρρρ.
- Κιτσο, τι έγινε, είσαι καλά;
- Ασ με ξεπρογκάω τα ζα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ηπειρώτικο ιδίωμα, που σημαίνει ξεπάτωμα.

- Θα σε ξεκαλαθιάσω.
- Καλά, ρίξε τα ζάρια πρώτα γιατί τα ζάλισες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέσιμο.

Εχθές έφαγα μια σφανταλιά και με πονάει ακόμα η μέση μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χουγιάζω σημαίνει ότι αποδοκιμάζω κάποιον για κάτι που κάνει, φωνάζω σε κάποιον για κάτι που έκανε.

  1. - Πού είσαι ρε θεία, σε περιμένουμε τόση ώρα. Μη με χουγιάζουτε ρε παιδιά, κάτι μου έτυχε και άργησα.

  2. - Όλο με χουγιάζουν εκείνα τα παιδιά. - Μην τη χουγιάζουτε γιατί άμα τη χάσετε τότε θα καταλάβετε πόσο σας λείπει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified