Τζεντζερές ή τζέντζερης: στα Πολίτικα και στα Ποντιακά είναι οικιακό μαγειρικό σκεύος. Κάποιοι το παραβάλλουν με το γνωστό μας τέντζερη, δηλαδή, την κατσαρόλα.

Χρησιμοποιείται στην καθομιλουμένη από κατοίκους της Βορείου Ελλάδος, σε περιοχές όπως η Ημαθία, οι Σέρρες, η Κομοτηνή κ.α., όπου οι Ποντιακές καταβολές του καθημερινού λόγου δεν έχουν ακόμη εξασθενίσει.

Ως χαρακτηρισμός προσώπου χρησιμοποιείται σαν υβριστικό της διανόησης, συνώνυμο της βλακείας, ομόηχα με τον «τενεκέ» (θυμηθείτε τον «τενεκέ ξεγάνωτο» του αειμνήστου Βαγγέλη Γιαννόπουλου)...

σο σπίτ ντ'εμπαίνει ο τζεντζερές...και κάθεται σο κρύον

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σκάρτα, τα υπόλοιπα ή αποδέλοιπα. Αυτά που αφήνονται από όλους στο τέλος της διαλογής ως άχρηστα. Τα Β' διαλογής υλικά, τρόφιμα, ρούχα, ακόμη και μουνιά.

Τα συναντάμε ιδιαιτέρως στην Κεφαλλονιά και στη Λευκάδα, υποθέτω δε ότι θα χρησιμοποιείται και στα αποδέλοιπα των Επτανήσων. Στην Σάμο λέγονται αποδιαλεγούδια και έχουν την ίδια σημασία (αυτά που απέμειναν).

Προφάνουσλυ, ετυμολογικά ο όρος παράγεται από την πρόθεση «από» και το ρήμα «διαλέγω», ήτοι ξεδιαλέγω, ξεχωρίζω.

  1. - Πάρε μάτια μου καποσάντε* να νοστιμίσεις.
    - Ναι, που αφήκατε ούλα τα αποδιαλεούρια;

(*Στρείδι ή χτένι του Αμβρακικού κόλπου κυρίως.)

  1. Ρε πούστη άνδρα, άσε κάνα πιπίνι και για μας που να είναι αξιογάμητο. Μόνοτα αποδιαλεούρια δεν έχεις χτυπήσει σ' αυτή την κωλοσχολή!

Αποδιαλογέας ελαιοκαρπου (από perkins, 18/06/10)ο καποσάντες  (από perkins, 18/06/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκουμπρέλα σημαίνει κάτι που κατασκευάστηκε λάθος, κάτι ασήμαντο, κάτι που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε χρησιμεύει σε κάτι.

Σημαίνει ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει κάτι σωστό.

  1. Τι είναι αυτός ρε, μεγάλος κουκουμπρέλας...

  2. Τι έφτιαξε πάλι; χαχα έφτιαξε μία κουκουμπρέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γενική της ιδιότητας συντακτικά, συνηθίζεται στην βόρεια Πελοπόννησο, ιδίως στην Αχαΐα. Σημαίνει της προκοπής, κάτι που αξίζει, ίσως είναι παραφθορά της γενικής «της ωφελείας» ή της γενικής «του οφέλους». Λέγεται περισσότερο κριτικά και συχνά απαξιωτικά, όταν δηλαδή κρίνει κάποιος ή κάτι αυστηρά ή αρνητικά, οπότε υπάρχει μια επικριτική διάθεση στη χρήση του.

  1. Να σ έβλεπα μια φορά να κάνεις και κάτι τς (=της) εφελαής!

  2. Ήταν κακή μαγείρισσα, δεν ήξερε ούτε ένα φαΐ τς εφελαής να κάνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχική σημασία: Εκ του τουρκικού çapraz που σημαίνει σταυρός, σταυρωτός, σταυρωτά, αλλά και γυρτά, έως και (συνεκδοχικά) ανάποδα.

Παράγωγα: τσαπράζωμα, τσαπράζης.

Τρέχουσες σημασίες (ακουσμένες στην κεντροδυτική Μακεδονία):

  1. Το γυναικείο κόσμημα που φοριέται στον λαιμό, και ιδιαίτερα αυτό με το κοντό περιλαίμιο (βλ. μαύρη ζώνη στο τσιμπούκι κι ένα νταν).

  2. Το περιλαίμιο του σκύλου. Εξ αυτού και το τσαπράζωμα, το ζέψιμο δηλαδή του σκύλου.

Το τσαπράζωμα χρησιμοποιείται μεταφορικά και για να πούμε ότι περάσαμε σε κάποιον κολάρο, τον ελέγχουμε ή, αν πρόκειται για γυναίκα-σκυλί, για έμπειρη παρθένα, για δαγκανόμουνο, για να δηλώσουμε περιπαικτικά, ως προτροπή, ότι δαγκώνει και πρέπει να τεθεί υπό έλεγχο.

Τσαπράζης είναι ο ανάποδος άνθρωπος, ο σπασαρχίδας, ο ενοχλητικός.

Για ιδιαίτερες σημασίες στην Αγιάσο Λέσβου, δείτε εδώ.

  1. - Για δε ρε, για δε... Άτσα η Βασούλα! Μούνεψε και μου βγήκε με τα μίνια έξω;
    - Έχει όμως πολλά να μάθει ακόμα... Το τσαπράζ στο λαιμό που είναι σαν πόμολο δεν το βλέπεις;

  2. - Τι ακούγεται ρε Λιάνα, πού είσαι;
    - Έξω μωρό, στο πάρκο στα Εξάρχεια που σου έλεγα. Είμαστε μεγάλη παρέα, παίζει μια μπάντα και πίνουμε μπύρες στα παγκάκια. Φρηστάιλ φάση.
    - Καλά εσύ δεν θα έμενες μέσα για να διαβάσεις;
    - Εντάξει ρε μωρό, ήρθαν και με πήρανε, να μη βγω κι εγώ;
    - Ήρθαν και σε πήρανε; Ε ρε τσαπράζωμα που σου χρειάζεται.
    - Τι είναι αυτό μακεδονίτικο;
    - Δεν θα κατέβω; Θα σε πω εγώ...

  3. - Σιγά με τα ροδάκινα! ΣΙΓΑ! Τα καφάσια! ΤΑ ΚΑΦΑΣΙΑ! Πάρ' τα πόδια σου!
    - Τώρα ρε αφεντικό με συγχωρείς, έτσι θα πάμε; Τέσσερα καλοκαίρια μαζεύω στα δέντρα σου, κάθε χρονιά τα ίδια;
    - Ναι ρε! Εσύ θα πας να τα παραδώσεις; Εγώ θα πάω! Δέκα χτυπημένα να δουν, μου ρίχνουν την τιμή, για πέταμα τά 'χω;
    - Πολύ τσαπράζης είσαι ρε μάστορα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Προφ από τη μπουκουνιά, αντίστοιχο της λέξης παστάκι, με τη σημασία μανάρι κλπ.

  2. ...Τοπικό νόμισμα, βλ. παρ. 2.

  1. ΠΟΣΑ ΜΠΟΥΚΟΥΝΙΑ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΖΕΥΤΟΥΜΕ ΣΤΟ FASEBOOK;;;;;;
    wraio paidi=mpoukounaki, polu wraio paidi=mpoukouni, para polu wraio paidi=mpoukounaros

  2. Καλώς ήρθατε στο Δίκτυο Ανταλλαγών και Αλληλεγγύης της Κέρκυρας!
    Μία εναλλακτική κοινωνική οικονομία εφαρμόζεται στην Κέρκυρα, που φέρνει τους ανθρώπους πιο κοντά, γιατί Ανταλλαγή σημαίνει και Αλληλεγγύη. Είναι μια θετική δράση από τους ίδιους τους πολίτες, οι οποίοι παίρνουν τη ζωή τους στα χέρια τους, δημιουργούν ευκαιρίες απασχόλησης, δίνουν αξία στα τοπικά προϊόντα, βοηθούν τις οικογένειες τους και τις επιχειρήσεις τους να επιβιώσουν και να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση. Η εκτίμηση της οποιασδήποτε προσφοράς και ζήτησης στα πλαίσια των ανταλλαγών ανάμεσα στα μέλη του Δικτύου δεν γίνεται σε ευρώ, αλλά σε ΜΠΟΥΚΟΥΝΙΑ ή αλλιώς ΤΕΜ (Τοπική Εναλλακτική Μονάδα).

από το νέτι αμφότερα

Ο θεωρητικός της αναρχίλας, Μιχαήλ Μπακούνιν (από allivegp, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published

Εκ του αγγλικού «cheat»: εξαπατώ, απατώ, παραβαίνω τους κανόνες παιχνιδιού, απατεώνας.

Ανάλογα με την περίσταση λοιπόν, μπορεί να σημαίνει:

  • Πως κάτι (ή κάποιος) τα σπάει, είναι σούπερ γουάου!!, γαμάτο, και γαμώ, άπαιχτο, αμαρτία σκέτη.

  • Το κλου μιας ιστορίας, το χάιλαϊτ ενός θεάματος.

  • (Στο σύμπαν των γκέιμερ) Το σπαστήρι, το κρακ, το προγραμματάκι που χρησιμοποιεί κάποιος για να πάρει λέβελ ή να νικήσει τους αντίπαλους ιντερνετικούς συμπαίχτες ξεγελώντας το παιχνίδι με το να αποκτήσει κάποιο πλεονέκτημα που θα κάνει τη διαφορά (περισσότερα εφόδια, όπλα, ζωές κλπ). Συντάσσεται συχνά με τα «κάνω», «μπαίνει», «βάζω».
    Σ’ αυτό το σύμπαν, χρησιμοποιείται και σαν πρώτο συνθετικό σε σχεδόν οτιδήποτε μπορεί να εκτελέσει την απατεωνιά.

  • Σε διαλέκτους (π.χ. Ποντιακά, Πλωμαριανά), χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια με το καταγεγραμμένο «τσίτι»: το βαμβακερό ύφασμα με τυπωμένα εμπριμέ σχέδια (αυτό εκ του τούρκικου «çit» με περσική καταγωγή) σαν μέρος συνήθως της γυναικείας φορεσιάς.

  • Τα τσιτ-μιλ / τσιτ-μηλ (εκ του αγγλικού «cheat meal»), παίζουν πολύ μεταξύ όσων κάνουν δίαιτα ή, όπως π.χ. στα μποντιμπλιντεράδικα σινάφια, διατροφή.
    Σημαίνουν το προβλεπόμενο εκείνο γεύμα, που λαμβάνει χώρα μια στις τόσες και όπου ο εν διαίτη την καταστρατηγεί προκειμένου να μην κρασάρει ψυχολογικά και την εγκαταλείψει, τρώγοντας ό,τι απαγορευμένο ποθεί κολασμένα, σε ελεγχόμενη ποσότητα βεβαίως-βεβαίως.

  1. Kι εγώ στο save μου το 2015 είμαι, αλλά ρε φίλε ο Κυριάκος Παπαδόπουλος πολύ ΤΣΙΤ!!

  2. - Γιατί ρεε;;;; Εμένα o fierro με έχει κάνει πολύ δουλειά.
    - Κι εμένα ο Sanogo!!!!!!! Σεντερφοράρα!!!!!!!!
    - Εννοείται για αυτό έγραψα ότι είναι τσιτ.

  3. …Tο λεγόμενο τσιτοσούτ, που να δεις τα knuckle εν κινήσει που είναι επίσημα δεν είναι τσιτ, τις ακυρωμένες ντρίπλες που και αυτό θέλει να είσαι γρήγορος και να έχεις βάλει αυτόματη άμυνα, αλλά και το απίστευτο το τσιτοφουλ που η μπάλα λόγω glitch είχε προωθηθεί (στο online δεν γίνεται και στο offline θέλει άπειρη προσπάθεια) ...ρε σου λέω ξέρω τι παίζω γι αυτό είχα ξενερώσει το καλοκαίρι με το προ και το έβριζα, απλά δεν μπορώ να μου βρίζουν το προ και να λέμε το φίφα ότι δεν έχει προβλήματα ...εκεί σπάζομαι φέτος το φίφα πέρα από τα αρνητικά που γράφω (κυρίως για να τα προσέξετε οι fan) εμένα μου άρεσε αρκετά δλδ αν δεν ήταν τόσο φτιαγμένο το προ, φίφα θα έπαιρνα χαλαρά.
    …..
    ΥΓ3. Το τσιτοσούτ το 'ξέραν όλοι οι έλληνες. Οι ξένοι επειδή έπαιζα online μένανε βλάκες.

  4. Οι πλούσιοι και οι άρχοντες φορούσαν ακόμα ποτούρ από σαγιάκι (αμπάν) και τσόχα από το ίδιο ύφασμα, σκέπαζαν δε το κεφάλι τους με κουκούλα από δέρμα αρνιού και αργότερα φέσι, που το περιτύλιγαν με μαύρο τσίτι.
    Πολύ απλή ήταν και η φορεσιά των γυναικών αποτελείτο από ζουπούναν, τσόχαν , σπαλέρ και τσιτ.

  5. - Κατερίνα έχουν πει οι κοπέλες πως η σφολιάτα ανεξαρτήτως υλικών έχει 1 μονάδα τα 3 κομμάτια.
    - Με ποια λογική; Δεν κοιτάμε τα συστατικά για να μετρήσουμε μονάδες; Εγώ αυτές τις συνταγές με σφολιάτα τις βρίσκω κοροϊδία. Καλυτέρα φάε ένα κανονικό γλυκό και πες ότι έκανες ένα τσιτ μιλ, όχι να θεωρείς ότι είναι σωστό κομμάτι υγιεινής διατροφής. Γνώμη μου.

στο 14:12\' (από sstteffannoss, 19/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά ο μίσχος, το ξερό κλαδάκι που χρησιμοποιείται κυρίως ως προσάναμμα, ενίοτε και προς χαρχάλεμα.

Μεταφορικά έχει τις σημασίες:

Α. ισχνός, αδύνατος, διά προφανείς λόγους.

Β. οξυδερκής, εύστροφος, λόγω της χρήσης του ως προσανάμματος και της ιδιότητας του να «αρπάζει» άμεσα. Βλέπε και σπίρτο.

  1. Αιιι, φάε μπρε συφοριασμένο, τσάκνο έγινες!

  2. - Νογάει πράμα;
    - Ιιιιι, τσάκνο σ' λέω!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρσενικός βάτραχος. Κρητική λέξη. Λέγεται επίσης και αβοθρακός. Χρησιμοποιείται για να δείξει άνθρωπο πολυάσχολο.

- Ήντα κάμεις μρε Μανωλιό;
- Άσε, μρε Γιώργη, τρέχω ωσάν τον αφορδακό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος βρώσιμου μανιταριού. Φυτρώνει κυριολεκτικά εκεί που κλάνει η αλεπού.

Χρησιμοποιείται επίσης ως βρισιά για μηδαμινό, ανάξιο σημασίας άνθρωπο.

Ανήκει και στο αρκαδικό ιδίωμα, δες.

Στο Δ.Π. υπό tzagos.

  1. το μανιταρι απο πανω το λεμε αλεποπορδη το πατας κ κανει ενα πουφ κ βγαινει σκονη που περιεχει σπορια. (Εδώ)

  2. ΑΛΕΠΟΠΟΡΔΗ
    Σα να λέμε FOXFART. Που σε συνδυασμο με τον FIREFOX μας κανουν ένα πρωτογνωρο πυροκλανι αλεπούς.
    - Πού;
    -Εκεί που κλάνει η αλεπού. Χαχαχα. (Εδώ).

  3. ma kala authn thn alepopordi pou leme kai sto xwrio mou den thn empikse sto xwma kanenas ; (Εδώ).

(από Khan, 08/04/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified