Οι θαμώνες της πλατείας Ν. Σμύρνης και συνεκδοχικά οι φίλαθλοι του Πανιωνίου -κυρίως οι μπασκετικοί- που συχνάζουν σε αυτήν.
Οι «Πάνθηρες» και οι λοιποί Πλαταιείς είχαν ανοίξει πόλεμο με τον Μπέο (από την ιστοσελίδα του sportime).
Οι θαμώνες της πλατείας Ν. Σμύρνης και συνεκδοχικά οι φίλαθλοι του Πανιωνίου -κυρίως οι μπασκετικοί- που συχνάζουν σε αυτήν.
Οι «Πάνθηρες» και οι λοιποί Πλαταιείς είχαν ανοίξει πόλεμο με τον Μπέο (από την ιστοσελίδα του sportime).
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο κάτοικος των Ιωαννίνων. Σύμφωνα με τον μύθο, οι Γιαννιώτες βλέποντας την αντανάκλαση του φεγγαριού στην λίμνη της πόλης τους και νομίζοντας πως έχει πέσει μέσα, τρέξαν με παγούρια να αδειάσουν τη λίμνη και να πιάσουν το φεγγάρι. Τον χαρακτηρισμό αυτό μέχρι και σήμερα τον θεωρούν υποτιμητικό.
- Γεια σου ρε Παναγιώτη Παγουρά! - Καλά ρε Γιώργο, να με κορόιδευε κανείς άλλος να το δεχόμουν. Αλλά όχι και συ ρε που είσαι από το Αγρίνιο!!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Φράση μανιάτικης προέλευσης που δηλώνει φιλία-οικειότητα σε αυτόν/-ήν που τη λέμε. Χρησιμοποιείται κυρίως στην περιοχή της Μάνης, αλλά και γενικά στον νομό Λακωνίας.
-Τι κάνεις κορώνα μου; Καλά είσαι;
Got a better definition? Add it!
(βλ. κορώνα μου)
Η ίδια φράση, απλά ίσως με πιο μεγάλο αίσθημα οικειότητας.
-Πού είσαι ρε κορώνι; Που έχεις χαθεί;
Got a better definition? Add it!
Η χανιώτισσα ψώλα. Ο όρος ουσιαστικά αναφέρεται σε όλες τις γκόμενες που κατάγονται και ζουν στα Χανιά Κρήτης.
- Άντε μωρή χανιώλα.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι της Θεσσαλονίκης και γενικά της Βόρειας Ελλάδας για τους Αθηναίους. Προφανώς από το «χάμω» (= «κάτω»), επειδή η Αθήνα είναι πιο νότια και επομένως πιο κάτω στον χάρτη.
-Τι με λλλες ρε συ; Χαλλλκίδα είναι το πάρτυ; Δεν μπορούσε να' τανε Χαλλλκιδική;
-Πλλλάκα με κάνεις ρε αδέρφι; Ούτε στον ύπνο τους δεν έχουνε δει Χαλλλκιδική οι χάμηδες! Δεν πάμε να πιούμε κάνα ουζάκι τώρα να γίνουμε ζάντα κιετσ';
Got a better definition? Add it!
Αναφέρεται στην πράξη του αυνανισμού ή αλλιώς όταν τραβάς μαλακία (μινάρεις). Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και ως ουσιαστικό αλλά και ως επίθετο.
-Ρε μαγκιά μου, κανά γκομενάκι παίζει;
-Άσε ρε φίλε, τίποτα... Ξενέρα μεγάλη... Έχω ξεσκιστεί στο μινέτο.
Γιάννης : Ωρέ, ωρέεεεεε, μινέτο, κοίτα κάτι βυζά ρεεεεεε!
Got a better definition? Add it!
Μαντράνι: (mandrine): Λέξη αγνώστου προελεύσεως. Πρωτοεμφανίστηκε σε ένα χωριό της Μεσσηνίας (Χανδρινός). Υποδηλώνει άστατο χαρακτήρα. Συνώνυμες λέξεις: αλάνι, τσογλάνι, μαλάκας (μεταφ.)
-Χτες πάλι ήταν μπλεγμένος σε μια παρτούζα ο Γιώργος. -Ρε το μαντράνι, πώς τα καταφέρνει;
Got a better definition? Add it!
Εναλλακτικός (καλαματιανός) τρόπος να αποκαλέσει κανείς την πολύ όμορφη γυναίκα μικρής σχετικά ηλικίας. Συνώνυμες λέξεις: γκομενάκι, πατουράκι, τσουλάκι.
-Πολλά τζα το μαγαζί ρε φίλε ε;
-Τσι πουτάνας γίνεται. Για πολύ γκότζα κολίτζα.
Got a better definition? Add it!
Ηλίθιος. Μετεξέλιξη του κουτός σε περιοχές του Θεσσαλικού κάμπου.
- Έμαθες τι έκανε ο Βάιος; Πήγε στα Τρίκαλα με φανέλα Αναγέννηση Καρδίτσας.
- Ουιιί, κτούζας!
Got a better definition? Add it!