Ο χαζός, το βόδι, αυτός που περπατάει και παραπαίει, ο τεραστίων διαστάσεων χαζός άνδρας.
Τι βουβούτσος ρε παιδί μου, αυτός ο Γιάννης, δεν ξέρει τι του γίνεται.
Ο χαζός, το βόδι, αυτός που περπατάει και παραπαίει, ο τεραστίων διαστάσεων χαζός άνδρας.
Τι βουβούτσος ρε παιδί μου, αυτός ο Γιάννης, δεν ξέρει τι του γίνεται.
Δες επίσης και βους, βόιδαγλας και παιδοβούβαλος
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Σύνθετο επίθετο που αποδίδεται σε άνδρες που φονεύουν μεγάλες ποσότητες ρακής (τσικουδιάς). Με διάφορα είδη μεζέδων φυσικά, κατά προτίμηση χοχλιούς μπουμπουριστούς.
- Ρε εσείς, εκεί στα χωριά σας στην Σητεία στην Κρήτης είσαστε μεγάλοι ρακοφονιάδες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο συνήθης ορισμός αφορά την τσάπα, ίσως το πιο απλό εργαλείο σκαλίσματος η οποία όμως απογυμνώνει το χωράφι από κάθε λογής παράσιτο, αγριόχορτο κ.ο.κ.
Κατά το Καρδαμυλίτικο ιδίωμα άποψη, περιγράφει επίσης κάποιον ή κάτι το «γυμνό». Συνώνυμο με το «λαμνί», επίσης Καρδαμυλίτικης προελεύσεως.
- Γιάδε κατηβαίνω που λες στο Γιόσωνα και τους βλέπω να κολυμπούνε λαμνί..
- Λαμνί; τί είν αυτό;
- Εεε, δικέλλι βρε γιε μου..
- Αααα, λαμνί θα πει δικέλλι δηλαδή;
- Εαμέ.
- Kαι τι είπαμε ότι θα πει δικέλλι;
- Ε, άμε στο διάλο... άμ' εν ήξέρεις και το δικέλλι... πα' στο διάλο...
Got a better definition? Add it!
Παμπάλαια αθηναϊκή αργκό (19ος αιώνας, γενιά του ’30) που σήμαινε παιδιά της πιάτσας, τσίφτες, αλάνια, αγυιόπαιδες (εξ ου η μπαμπαδίστικη παραφθορά «αγιόπαιδο») κλπ.
Πιθανόν αρβανίτικης καταγωγής (λόγω κατάληξης;) δεν χρησιμοποιείται πλέον, αλλά παρατίθεται–καταχωρίζεται χάριν καταγραφής.
Η έκφραση σώζεται κυρίως στους:
Ι. Κονδυλάκη, «Οι Άθλιοι των Αθηνών», Αθήνα, εκδ. Ιωάννη Τσορώνη, 1914,
Πάνο Δ. Ταγκόπουλο, «Η ζωή που πέρασε… : Ιστορίες του πολέμου και της παλιάς Αθήνας», Αθήνα, Το Ελληνικό Βιβλίο, 1928.
Ήρθες εδώ χάμου να μας κάνης τον κάργα! Καστανάδες μας πέρασες; Εμείς ρε, είμαστε παιδιά της μπάτσικας και κάτι σαν και σένανε τους μασάμε!
Σ.Σ.: Κάργας= μάγκας, νταής, Καστανάς= Κώτσος, βλάχος
Got a better definition? Add it!
Ο ανυπάκουος, ο δύστροπος, ο χατζηπεισμάνης, μεταφορικά και το κουφάλογο.
Συνήθης στην Κρήτη χαρακτηρισμός για σκυλιά (αλλά και μειράκια) ανεπίδεκτα μαθήσεως και πειθαρχίας.
- Φέρμα το, Άργο, φέρμααα...
(Ο σκύλος αντί να ιχνηλατήσει, κωλοκάθεται, και γλύφει μετα μανίας τα αρχίδια του)
- Ααααα... βλέπω τον εκπαίδευσες γερά, χαρ,χαρ,χαρ. Γράψας ο σκυλάκος!!
-ΦΕΡΜΑ, ΠΑΡΤΟ, γαμώ το ξεσταύρι σου γαμώ, ξυλαύτη σκύλε.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται κυρίως από Θεσσαλονικείς για να χαρακτηρίσουν περιπαικτικά τον Αθηναίο με καταγωγή βορείων προαστίων αλλά και της Γλυφάδας, Βούλας, Βουλιαγμένης, που είτε είναι, ή παρουσιάζεται, ως γόνος πλούσιας οικογενείας και προπαντός καλό παιδί.
Ετυμολογικά προκύπτει από τη συνήθεια των παραπάνω να ψωνίζουν πουκάμισα με κεντημένα τα αρχικά του ονοματεπώνυμου από το γνωστό ράφτη της Αθήνας Γιαννέτο.
- Τι με λες τώρα, τι να μας πει ρε και ο γιαννέτος που ασχολείται όλη μέρα με τη διαφορά του κροκ μεσιέ από το κροκ μαντάμ.
Got a better definition? Add it!
Απάντηση στην προσφιλή των νεοελλήνων ερώτηση «από πού είσαι;» (βλ. και «τίνος είσαι συ;»), προκειμένου να διαμορφώσουν άποψη (sic) για το ποιόν κάποιου.
Η έκφραση λέγεται με καζαντζίδικη περηφάνεια και υπονοεί καταγωγή πάνω απ’ το αυλάκι = καλό παιδί (αλλά άτυχο).
Βέβαια, καίτοι πάνω απ’ το αυλάκι είναι και η Αθήνα κι ο Πειραιάς, που ανήκουν στη Στερεά Ελλάδα (Ρούμελη), ωστόσο αποκαλούνται συλλήβδην καταχρηστικά «χαμουτζία». Καίτοι ουδείς αμφισβητεί (ούτε ασχολείται με) το αν οι νησιώτες και οι Κρήτες είναι «καλοί αθρώποι» ή όχι, την έκφραση φαίνεται να έχουν οικειοποιηθεί αποκλειστικώς οι βορειοελλαδίτες.
Περί του ποίοι και γιατί θεωρούνται «καλοί αθρώποι» στην Ελλάδα, για να μην πλατειάζουμε (και για να μην ρίξω κανά γαμώσταυρο), ας λάβει τον κόπο ο αναγνώστης να κοιτάξει τα λήμματα-σχόλια-ορισμούς: απέκης, Eίδες Bλάχο; Σ' είδε πρώτος!, μένω στον τόπο κ.α.
- Απο πού είσαι, πατρίδα;
- Απο ’κεί που βγαίνουνε οι καλοί αθρώποι.
- Όπα της! Καρντάσι είσαι βρέ; Εγώ είμαι τεμέτερον απο την Αριδαία! ΠΑΟΚάρα και τα μυαλά στα κάγκελα!
- Εγώ Μανιάτης απο τον Πειραιά...
- Μμμμ... Μπερδεύτηκα τώρα...
- Να σε ξεμπερδέψω εγώ άμα θές!
Got a better definition? Add it!
Ο άχρηστος, ο ρεμπεσκές, αυτός που δεν ξέρει τη δουλειά του.
Πρόκειται για την πρώτη σε συχνότητα έκφραση υποτίμησης στη Λέσβο.
Σημασία πρέπει να δίνεται και στην προφορά του: το -ια- προφέρεται όλο μαζί προσθέτοντας από μπροστά και ένα ανεπαίσθητο -γ-.
Μην τα περνάς από κει τα καλώδια, βρε αδιαφόρετε, θα γίνει βραχυκύκλωμα!
Αδιαφόρετο είναι τούτο το μωρό, του 'πα να ταΐσει τα κακνιά κι αυτό παίζει την τσιλίκα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο ημίτρελος, αυτός που «δεν πατάει καλά», ο χαμένος στο διάστημα.
Από τον τοπικό προσδιορισμό σα πέρα (σα δώθε, σα κείθε, σα πέρα), δηλ. προς τα πέρα.
Συνώνυμο: ελαφρύς, αλαφρύς (τοπικό Β.Α. Αιγαίου)
- Μα ποιος σου είπε τέτοιες βλακείες;
- Ο Αντώνης.
- Καλά, αυτόν ακούς; Αυτός είναι σαπέρας!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Νεαρό αρσενικό του μηρυκαστικού ζώου του γένους βους, με όλα τα φόντα για επιβήτορας.
Θρακιώτικη λέξη με ετυμολογία ίσως από το μπήγω αλλά και το μπαίνω.
Μπήκας στις θρακιώτικες βάλτες είναι και ο νεαρός αεί καυλωμένος αγροτινέιτζερ, που στο μυαλό του έχει πάντα το γαμήσι και τις γκόμενες, (ανεξαρτήτως επιτυχίας) και άλλα παρεφερνάλια (μηχανές, navarra, ξύδια, κλπ) αλλά γενικά τα ξύνει διαρκώς, είναι σελέμης, σαψάλης και μουρντάρης. Το βλέμμα του, μόλις ξυπνάει το μεσημέρι ομοιάζει με αυτό της αγελάδος.
Στα Ελληνέζικα μπήχτης.
- Μέρχαμπα κορόϊδα! Ακόμα δουλεβτ’ε μπρε;
- Καβλώς΄τουν μπήκα, ξύπν’σες; Τι έγιν’βρε σερσερή, πάλ’στα κολοχανία ξημερώθκες; Για στρωσου στην δλειά κι άς την ντουρζίνα, μην σε παρ’ο διάλος τον πατέρα'ς!
- Ναι, μπαμπά.
(sic, απομίμηση θρακιώτικης προφοράς)

βλ. και μπίκας, μπίκος
Got a better definition? Add it!