Ο Καρδιτσιώτης. (Δες).
Παντρεύτηκε έναν καραγκουνοκέφαλο.
Επιφώνημα που χρησιμοποιείται κυρίως στην περιοχή της Μαγνησίας κι σημαίνει δεν μου αρέσει καθόλου, μου προκαλεί αηδία.
- Να φτιάξω σπεντζοφάι αύριο;
- Α τα τα!
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται ευρύτατα στην περιοχή της Θεσσαλίας. Δηλώνει άτομο συνήθως χαμηλής μόρφωσης και καλλιέργειας, με παρουσιαστικό στα όρια της κακογουστιάς (μαλλιά & ντύσιμο) που σε παρέες διασκεδάζει κάνοντας φασαρία και ενοχλώντας τους διπλανούς του.
Στο μπαρ χθες το βράδυ ήταν ωραία, μέχρι που πλάκωσαν κάποια γκαφάλια και την πέφτανε στις σερβιτόρες.
Got a better definition? Add it!
Ρήμα που χρησιμοποιείται στην περιοχή Πηλίου και σημαίνει μαλακίζομαι, δεν κάνω τίποτα ουσιαστικό. Επίσης σε ερώτηση σημαίνει «πας καλά;», «είσαι καλά;»
- Πάμε για μπάνιο στη θάλασσα, Κωστή;
- Κουφομπλώνεις; Έχει κρύο...
Got a better definition? Add it!
Στα λαρισαίικα σημαίνει: «Συγγνώμη τι είπατε; Μπορείτε να επαναλάβετε;»
- Συγγνώμη κύριε, μήπως ξέρετε που θα μπορούσα να απευθυνθώ για να βρω το πλησιέστερο κέντρο υγείας εδώ στην περιοχή;
- Α;
Got a better definition? Add it!
Στα Λαρισαϊκά, ο Μάρτιος.
Σε φροντιστήριο αγγλικής, στη Λάρισα.
Καθηγητής: - Ο Γενάρς λέγεται January, ο Φλεβάρς February, o Μαρτς ώς έχει.
Got a better definition? Add it!
Στα Καρδιτσιώτικα ως ντιβερλίγκες (ή ντιβερλίνγκες) εννοούνται οι βόλτες, τα δίχως ουσία σουλάτσα και σούρτα φέρτα..
- Άι πιδάκι μ' πού γυρουφέρνς όλη μέρα; Μαναχά για ντιβερλίνγκες ίσει....
Got a better definition? Add it!
Τοπικός ιδιωματισμός της Ρούμελης και της Καρδίτσας που σημαίνει πεδικλώθηκα κι έπεσα.
- Πω πω, πάλι απστόμσα έτσι με τις αρίδες σου απλωμένες.
Got a better definition? Add it!
Θεσσαλική λέξη που χαρακτηρίζει κάτι πάρα πολύ λεπτό.
Από το φύρα και το φύλλο, δηλαδή κάτι λεπτότερο ακόμα κι από ένα φύλλο.
Κάνω μία απόπειρα ετυμολογίας, με κίνδυνο να πέσω σε παπαρετυμολογία, και να δικαιολογήσω την ορθογραφία που πρέπει να τονίσω ότι είναι αυθαίρετη -δεν έχω δει ποτέ την λέξη γραμμένη και ο γούγλης δεν έχει καμία επιστροφή
- Μην βγεις έτσι έξω, θα κρυώσεις.
- Πήρα σακάκι.
- Τι, αυτό το φύρφυλλο, κάνει κρύο παιδί μου...
- Τι κρύο ρε μάνα, 28 βαθμούς έχει!
Είχα βρει μια ωραία σοκολάτα με γέμιση μέντα, αλλά όχι σαν τα φύρφυλλα τα after eight, κανονική σοκολάτα.
Got a better definition? Add it!
Και σβουγκανάω.
Χτυπάω άσχημα, βαράω, και με σεξουαλική σημασία. Θεσσαλικό.
Τι την ζβουγκανάει μεσημεριάτικα και δεν μπορούμε να κοιμηθούμε;
Got a better definition? Add it!