Further tags

Κουρεμπάτσιας σημαίνει αυτός που είναι κουρεμένος με τη ψιλή. Κουρεμπάτσια σημαίνει όταν κάποιος κουρεύεται με τη ψιλή.

  1. Πώς έγινες έτσι ρε κουρεμπάτσια, πάλι τα πήρες με τη ψιλή;

  2. Τον είδες, έγινε κουρεμπάτσιας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι κάποιος δεν έχει όρεξη να φάει ή δε μπορεί να φάει.

- Φάε κάτι επιτέλους! - Δε μπορώ, κλειδοστόμιασα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι σε τυχόν αψιμαχία - αναμέτρηση η νίκη για τον έναν θα είναι πολύ ευκολη, και ντροπιαστική η ήττα για τον άλλο.

Άμα σε πιάσω θα σε πνίξω σαν γατί!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει «αυτός».

Τι είναι ευτούνος ευτού ρε; (τι είναι αυτός εκεί ρε;)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση, σημαίνει «ο ένας και ο άλλος», όταν δεν θέλουμε να αναφερθούμε σε συγκεκριμένα ονόματα. Κυρίως το χρησιμοποιεί κάποιος θυμωμένος που απειλεί κάποιον άλλον.

  1. Δε θα μου πει εμένα ο δείξιος και ο πείξιος τι να κάνω.

  2. Έλα δω, θα σου δείξω εγώ ποιος είναι ο δείξιος και ο πείξιος.

βλ. και ο πάσα ένας

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει το τουφέκι, όπως ήδη έχουν πει.

Μεταφορικά σημαίνει ο άνθρωπος που είναι ευθύς, ειλικρινής.

Μπράβο σου ρε Γιώργη, είσαι γκρας, είπες την αλήθεια, σε παραδέχομαι, μακάρι να ήταν και άλλοι σαν εσένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει μεταξύ άλλων το δοχείο για το τυρί.

Μεταφορικά σημαίνει το χοντρό άνθρωπο.

  1. Πιάσε ένα κομμάτι από τη βούτα να φάμε.

  2. Ο βούτας έφαγε ένα κιλό ψωμί και ένα κιλό τυρί μόνος του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι α) κάτι χάλασε, συνήθως για το κρασί
β) έπρεπε να κάνεις κάτι στην ώρα του και πέρασε η ώρα.

  1. Τι έγινε, πώς βγήκε το κρασί;
    - Άστο, πήρε βάγια...

  2. - Πήγες στο ραντεβού;
    - Όχι δε πρόλαβα, άστο πήρε βάγια τώρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ο άνθρωπος που δε μπορεί να πετύχει κανένα στόχο (μεταφορικά και κυριολεκτικά), δεν ασχολείται με τίποτα, δε προσπαθεί να βρει δουλειά, του αναθέτεις να κάνει κάτι και τα κάνει μαντάρα.

Τι να τον κανεις, είναι ντουφεκαλεύρης, όλη τη μέρα γυρνάει δώθε-κείθε.

Βλ. και τουφεκαλεύρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τσίφτης στα αρβανίτικα, σημαίνει το γεράκι στα ελληνικά.

Μεταφορικά, ο πανέξυπνος άνθρωπος, τα πιάνει όλα αμέσως.

Είσαι τσίφτης, αητός, τόπιασες με τη πρώτη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified