Further tags

Η φράση αυτή ξεφεύγει από τα αθλητικά. Όπως ήδη ειπώθηκε, την αναφέρει ο ένας ομιλητής στον άλλο για να δείξει ότι το μείζον είναι το ότι είσαι ΠΑΟΚ και ότι δεν θα πρέπει να ασχολείσαι με τον εκάστοτε προβληματισμό σου, ήτοι το έλαττον - ακόμα και αν αυτός είναι ότι απολυθηκες και έχεις πέντε στόματα να θρέψεις. ΠΑΟΚ είσαι και αυτό αρκεί - δηλαδή, περηφάνια, τιμή, καμάρι κλπ.

Ο προσεκτικός αναγνώστης ίσως παρατηρήσει ότι εμπεριέχεται μια δόση κλάιν στην όλη μανούρα. Σωστόστ εν μέρει, διότι αφού είσαι ΠΑΟΚ, θα πρέπει να χαλαρώσεις, να πιεις την φράπα σου και βλέπουμε απο τον άλλο μήνα τί θα κάνουμε με το πρόβλημά σου.

Η ουσιώδης διάφορα όμως, είναι ότι αφού είσαι ΠΑΟΚ, πονάνε τα μυαλά σου, είσαι οργανωμένος, αφήνεις τα λαρύγγια σου στο πέταλο κ.ο.κ., άρα είσαι φουλ δραστήριος και ενεργοποιημένος, συμπεριφορά που σαφώς αντιδιαστέλλεται από τη φιλοσοφία του κλάιν, η οποία θέλει πολύωρο ύπνο και όσο το δυνατόν λιγότερους χτύπους καρδιάς την ημέρα.

ΠΡΟΣΟΧΗ: η φράση χρησιμοποιείται επιτυχώς μόνο σαν σχολιασμός - απάντηση στη συμφορά του συνομιλητή μας και ΠΑΝΤΑ με αυτή την σειρά των λέξεων, ΠΟΤΕ δεν λέμε δηλαδή: είσαι ΠΑΟΚ. Χάθηκε όλη η ουσία της φράσης...

- Φίλε, είμαι χάλια. Με παράτησε το μωρό για έναν άλλο μπουρτζόβλαχο και κοντεύω να τρελαθώ. Τί θα κάνω;;
- ΠΑΟΚ είσαι, δεν σε πιάνει τίποτα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κουβάς (Λακωνική διάλεκτος).

Αρχικά σήμαινε την ταΐστρα των ζώων, τον τορβά, και γι αυτό ίσως ετυμολογείται από το ιταλικό testa = κεφάλι.

(αθηναία που μόλις έμαθε τρεις καινούργιες λέξεις και κατάφερε να τις βάλει σε μία πρόταση)
- Μού 'χει κατσικωθεί να πάρω την τέστα και να σε κάνω τσουπλί.

(από salina, 30/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Στην Λακωνική διάλεκτο σημαίνει μούσκεμα, βρεγμένος ως το κόκαλο, παπί.

  2. Στην Κουμιώτικη διάλεκτο σημαίνει γυμνός.

  1. «Πώς μπλαματσάς μέσ' στ'αυλάκι κι είσαι τσουπλί το ξέρει η μαμά;» από εδώ

  2. Στέκονταν «τσουπλί», όπως λένε στην Κουμιώτικη γλώσσα, δηλαδή μαδαρές (γυμνές) και ολοτσούπωτες (ολόγυμνες) για να ιδούν τον καλό τους.
    Από εδώ

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σκάω απ' το φαΐ.

- Ουφ! Είχαμε μουσακά σήμερα και δεν αντιστάθηκα... Πέντε κομμάτια έφαγα... Και από πάνω και δύο μπάλες παγωτό... Μπακάφιασα! Θα σκάσω!
- Φαίνεται...

Πιθανά συμφυρμός από το μπάκα και το μπαφιάζω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεγάλο φλιτζάνι, κούπα.

Θα νετάρεις με αυτόν τον καφέ σήμερα, που γιόμισες μια κίκαρη απάνου κι απάνου!!!!!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατσαρόλα.

Κατέβασε την πινιάτα και κάηκε το φαΐ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πλαγιάζω, κοιμάμαι.

Πάω να πλαέσω γιατί εμεσανύχτιασε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μεταφορικά το πλαδαρό. Κυριολεκτικά το χταπόδι μόλις γεννήσει.

Όσο και να γυμνάζεται η Σοφία, πάντα αποχυμένη θα' ναι. Έρμη κληρονομικότητα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τυλιγμένο κυκλικό ύφασμα που βάζανε οι γυναίκες στο κεφάλι για να ακουμπήσουν πάνω και να μεταφέρουν φορτία (τώρα καλομάθανε)...

Τύλιξε την ποδολόα της και φόρτωσε στο κεφάλι της το σφαχτό.

(από protnet, 25/09/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι πολύ πικρό, πολύ αλμυρό...

Και πώς έκαμες το φαΐ διαλούπι;;;;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified